Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Κατατέθηκε παρέμβαση υπέρ των συνταξιούχων ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας στις 10 Ιανουαρίου




Παρέμβαση υπέρ των συνταξιούχων κατέθεσε χθες ο καθηγητής κ.Αλέξης Μητρόπουλος
Με Παρέμβαση υπέρ των συνταξιούχων στην πιλοτική δίκη που εκδικάζεται στις 10-1-2020 ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας και αφορά τα αναδρομικά 2.500.000 συνταξιούχων και των οικογενειών τους, κατέδειξε το μεγάλο ενδιαφέρον και την αγωνία της η ΕΝΥΠΕΚΚ και ο καθηγητής κ.Αλέξης Μητρόπουλος.
Εκπροσωπώντας μικρή ομάδα συνταξιούχων από τα Ναυπηγεία, ο κ.Μητρόπουλος και η γνωστή Εργατολόγος Δέσποινα Μεταξά κατέθεσαν Παρέμβαση στο ΣτΕ, αντικρούοντας ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα του υπουργείου Εργασίας και της Διοίκησης του ΕΦΚΑ που, επικαλούμενοι(!) τον νόμο Κατρούγκαλου, ζητούν από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας να μην καταβληθούν τα αναδρομικά στους συνταξιούχους.
Είναι η δεύτερη φορά που για το ίδιο θέμα, τις περικοπές δηλαδή του 2012 επί των συντάξεων και την κατάργηση των Δώρων (που ο σημερινός υπουργός Εργασίας με τον ν. 4093/2012 είχε θεσμοθετήσει), καλείται το ΣτΕ να αποφασίσει για την καταβολή ή μη των αναδρομικών και για την αντισυνταγματικότητα των περικοπών του «νόμου Βρούτση» (βλ. την από 24-11-2019 ανακοίνωσή μας).
Είναι απαράδεκτο, μετά την έκδοση των πρόσφατων αποφάσεων του ΣτΕ (ιδίως της υπ’αριθ. 1891/2019) και μετά την ισχύ για πάνω από τρία χρόνια του «νόμου Κατρούγκαλου», ο σημερινός υπουργός Εργασίας, αλλά και η κυβέρνηση της ΝΔ, να επικαλούνται πάλι τον νόμο Κατρούγκαλου για να αποφύγουν την καταβολή των αναδρομικών στους απόμαχους της εργασίας.
Στη «μάχη των μαχών», όπως έχει χαρακτηριστεί, η ΕΝΥΠΕΚΚ, δια του Προέδρου της και άλλων συνεργατών της, δηλώνει παρούσα!
Με σοβαρότητα και νομική επιστημοσύνη θα εκθέσει τα επιχειρήματά της μέχρι την τελική δικαίωση των συνταξιούχων μας.
Η ΕΝΥΠΕΚΚ δίνει στη δημοσιότητα ολόκληρο το κείμενο της παρέμβασης που κατέθεσε και θα συζητηθεί στα πλαίσια της πιλοτικής δίκης στις 10-1-2020 ενώπιον του ΣτΕ.

Ιδού η παρέμβαση της ΕΝΥΠΕΚΚ
« Ε Ν Ω Π Ι Ο Ν
ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
Π Α Ρ Ε Μ Β Α Σ Η
  1. ΚΑΣΩΤΑΚΗ ΙΩΑΝΝΗ του Πυθαγόρα, …………
  2. Λεβέντη Ιωάννη του Αθανασίου, …………
  3. Μπόλλη Λεωνίδα του Κων/νου,  …………
  4. Σιταρά Εμμανουήλ του Ιωάννη, …………
  5. Σπετσιέρη Σπυρίδωνα του Ευαγγέλου, …………
  6. Σπετσιέρη Φωτίου του Ευαγγέλου, …………
  7. Στιβακτάκη Γεωργίου του Νικολάου, …………
Κ Α Τ Α
1. Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» (Ε.Φ.Κ.Α), οιωνεί καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ –ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) που εδρεύει στην Αθήνα, Αγίου Κωνσταντίνου 8, όπως εκπροσωπείται νόμιμα.           
2. Του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΠΑΞ ΠΑΡΟΧΩΝ» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), που εδρεύει στην Αθήνα, Φιλελλήνων 13 -15, όπως εκπροσωπείται νόμιμα.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ
Η διαγνωσθείσα με τις αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ υπ’ αριθ. 2287/2015 και 2288/2015 αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 ισχύει και εφαρμόζεται σε όλες τις εκκρεμείς δίκες. Η ψήφιση και θέση σε ισχύ του ν. 4387/2016 ουδόλως επηρεάζει την διαγνωσθείσα με τις ως άνω αποφάσεις αντισυνταγματικότητα των διατάξεων αυτών διότι θα συνιστούσε απαράδεκτη επέμβαση του νομοθέτη σε εκκρεμείς δίκες. Παραβίαση της διάταξης της §1 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της διάταξης της παρ.1 του άρθρου 20 του Συντάγματος. Παραβίαση του άρθρου 1 του Π.Π.Π. της ΕΣΔΑ.
            ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
1. Με Πράξη της αρμόδιας Επιτροπής του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010 έγινε δεκτή η από 15.11.2019 αίτηση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ» και εισήχθη να συζητηθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τη δικάσιμο της 10ης/01/2020, η εκκρεμής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών (αριθ. κατ. ΑΓ 13133/16.9.19) αγωγή των Ασπασίας Βαδάση κ.λ.π., σύνολο 46 εναγόντων κατά του Ε.Φ.Κ.Α.
2. Με την αγωγή αυτή ζητείται να καταβληθούν σε καθέναν από τους ενάγοντες από τον εναγόμενο Ε.Φ.Κ.Α. τα εις το αιτητικό της αγωγής χρηματικά ποσά ως αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ. για τη ζημία που υπέστησαν από την παράνομη μείωση της καταβαλλόμενης σ’ αυτούς κύριας σύνταξης και της κατάργησης των επιδομάτων δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας χρονικού διαστήματος από 01.01.2013 μέχρι 31.08.2019, δυνάμει του άρθρου πρώτου της παραγράφου ΙΑ, υποπαράγραφος ΙΑ.5 και υποπαράγραφος ΙΑ.6  του ν. 4093/2012, λόγω της αντίθεσης των διατάξεων αυτών στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4, 5 παρ.1, 17, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 106 παρ.1. του Συντάγματος.
3. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010:  «…Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες. Στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να παρέμβει κάθε διάδικος σε εκκρεμή δίκη, στην οποία τίθεται το ίδιο ως άνω ζήτημα, και να προβάλει τους ισχυρισμούς του σχετικά με το ζήτημα αυτό. Για την εν λόγω παρέμβαση δεν καταλογίζεται δικαστική δαπάνη, η δε μη άσκησή της δεν δημιουργεί δικαίωμα ασκήσεως ανακοπής ή τριτανακοπής.».
            4. Εν προκειμένω οι ανωτέρω παρεμβαίνοντες έχουμε ασκήσει ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών την από 15.12.2018 αγωγή μας (πρ. καταθ. ΑΓ12930/19.12.2018), η οποία έχει νομίμως κι εμπροθέσμως επιδοθεί σε αμφοτέρους τους εναγόμενους (υπ’ αριθ. 968Γ/20.12.2018 και 962Γ/20.12.2018 αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, Βασιλικής Χαραλαμποπούλου) στην οποία ιστορούμε τα ακόλουθα:
4.1. «1. Είμαστε συνταξιούχοι (ήδη πριν το έτος 2012) του ασφαλιστικού ταμείου, Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.) πρώην ασφαλισμένοι ως εργαζόμενοι στα ναυπηγεία «ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΑ», άπαντες δε οι ενάγοντες έχομε δικαιωθεί κύριας σύνταξης με τις ακολούθως αναφερόμενες πράξεις συνταξιοδότησης του Διευθυντή του οικείου υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ο 1ος με την υπ΄αριθμ. 3176/28-12-2010, ο 2ος με την υπ΄αριθμ. 2037/27-10-2010, ο 3ος με την υπ΄αριθμ. 13467/27-5-2009, ο 4ος με την υπ΄αριθμ. 215/30-5-2003, ο 5ος με την υπ΄αριθμ. 13126/28-11-2003, ο 6ος με την υπ΄αριθμ. 1882/7-5-2008 και ο 7ος με την υπ΄αριθμ. 2487/15-10-2010.
2. Περαιτέρω όλοι οι ανωτέρω είμαστε συνταξιούχοι του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΠΑΞ ΠΑΡΟΧΩΝ», από το οποίο λαμβάνουμε επικουρική σύνταξη ως ασφαλισμένοι στο πρώην Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και μετέπειτα Ε.Τ.Ε.Α. και ήδη Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. Ειδικότερα και με τις διατάξεις της παρ. 1α του άρθρου 36 του ν.4052/2012 (ΦΕΚ Α’ 41) το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. συγχωνεύτηκε από 01-07-2012 στο Ε.Τ.Ε.Α. και νυν Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. από 01-01-2017, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74 και 90 του ν.4387/2016 (ΦΕΚ.Α΄/12-05-2016).»
4.2. Με το ως άνω δικόγραφο αγωγής μας αιτούμεθα να μας καταβληθούν τα εις την αγωγή μας αναλυτικά αναφερόμενα χρηματικά ποσά, ως οφειλόμενη αποζημίωση κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., που ισούται με τις διαφορές συνταξίμων αποδοχών μας, κύριας και επικουρικής, συμπεριλαμβανομένων και των ποσών επιδομάτων δώρων εορτών και αδείας, χρονικού διαστήματος από 1.1.2013 μέχρι και 30.11.2018, λόγω των παράνομων περικοπών που αυτές υπέστησαν  βάσει των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012.
5. Όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό εξ όλων των ανωτέρω το έννομο συμφέρον μας για την άσκηση της παρούσας είναι προφανές καθώς κι εμείς ως συνταξιούχοι του Ε.Φ.Κ.Α. για κύρια σύνταξη και του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. για επικουρική έχουμε ζημιωθεί με τις περικοπές των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, εξ αυτού του λόγου άλλωστε, ήτοι την αποκατάσταση της προκληθείσας εις ημάς οικονομικής ζημίας ασκήσαμε και το ως άνω περιγραφέν δικόγραφο αγωγής μας.
Επομένως στοιχειοθετείται το έννομο συμφέρον μας για την άσκηση της παρούσας παρέμβασης.
            II. ΝΟΜΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
1. Οι αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ με αριθμούς 2287/2015 και 2288/2015 ήχθησαν στην κρίση περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012, αφού προηγουμένως έλαβαν υπόψη και διαπίστωσαν τα ακόλουθα:
1.1. Επειδή με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα.
            1.2. Άλλωστε όταν σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος.
1.3. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης, άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος και της ισότητας στα δημόσια βάρη, (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολ.).
1.3.1. Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, -1 BvL 1/09-, -1 BvL 3/09-, -1 BvL 4/09-, ιδίως Rn. 135).
1.4. Επιπλέον προκειμένου να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» ( άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτηπαραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση.
1.4.1.Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ’ εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις.
1.5.Εξάλλου οι συνταξιούχοι των φορέων υποχρεωτικής κύριας και επικουρικής ασφαλίσεως υπεβλήθησαν, παραλλήλως, και στο σύνολο των γενικής φύσεως οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήσαν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολογήτου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν. 3986/2011, άρθρο 1 επ. του ν. 3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.ά.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του ν. 3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.ά.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν. 3986/2011), καθώς και αντίστοιχες επεμβάσεις στη φορολογία ακίνητης περιουσίας με μείωση, επίσης, του αφορολογήτου ορίου και αύξηση των φορολογικών συντελεστών του φόρου ακίνητης περιουσίας και επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων (άρθρα 33 του ν. 3986/2011, 53 του ν. 4021/2011κ.ά.).
2. 1. Επειδή, μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ’ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφ’ ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας.
Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…».
2.2. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ’ όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, εν όψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, εν όψει των παραγόντων αυτών –όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων– να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε εν όψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ’ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος.
2.3. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπ’ όψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Άλλωστε, αντιθέτως προς τις υποχρεώσεις του Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών.
2.4. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες∙ η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων.
2.5. Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. 
3. Σύμφωνα με τις υπ’ αριθ. 2287/2015 και 2288/2015 της Ολομελείας του ΣτΕ η διαγνωσθείσα ως άνω αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 ανατρέχει κατ’ εξαίρεση στο χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών (10.06.2015) και ειδικότερα όπως αναφέρεται στις αποφάσεις:
            «Εν όψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο, μετά στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερομένου στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, ορίζει ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επιμάχων διατάξεων θα επέλθουν μετά την δημοσίευση της παρούσης αποφάσεως.»
            3.1. Πλην όμως και σύμφωνα με τη διατυπωθείσα στις ως άνω αποφάσεις της Ολομελείας του ΣτΕ μειοψηφία:
3.1.1. Σεπερίπτωση ζημίας προκληθείσης από την εφαρμογή αντισυνταγματικού νόμου, ο αποκλεισμός, με δικαστική απόφαση, της δυνατότητος οποιουδήποτε ζημιωθέντος προσώπου –πέραν εκείνων που έχουν ήδη ασκήσει σχετικές αγωγές– να επιδιώξει δικαστικώς, με αγωγή, την αποκατάσταση της εν λόγω ζημίας, αφ’ ενός μεν προσκρούει ευθέως στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 40 παρ. 1 και 2 του ν. 4055/2012) και του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989 (όπως έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014), αφ’ ετέρου δε, και προεχόντως, αντίκειται σε θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές και διατάξεις, όπως ειδικότερα, εκτίθεται κατωτέρω: Την διατύπωση, με δικαστική απόφαση, κανόνων γενικής εφαρμογής, επιτακτικών ή απαγορευτικών, αποκλείει πρωτίστως η αρχή της διακρίσεως των εξουσιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) που αποτελεί ειδικότερη έκφανση της θεμελιώδους συνταγματικής αρχής του Κράτους Δικαίου. Διότι, βάσει της αρχής αυτής, τέτοιοι κανόνες θεσπίζονται μόνο από τα όργανα της νομοθετικής εξουσίας ή, κατόπιν ειδικής εξουσιοδοτήσεως νόμου, από την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, όχι δε από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας (δικαστήρια), των οποίων το έργο, κατά το άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος, συνίσταται στην απονομή της δικαιοσύνης, στην επίλυση δηλαδή διαφορών μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων (του Κράτους συμπεριλαμβανομένου) με έκδοση αποφάσεως ισχυούσης μεταξύ των μερών, στα οποία αποκλειστικώς αφορούν και οι παρεμπιπτόντως εκφερόμενες κρίσεις, όπως είναι η κρίση περί της συνταγματικότητος του νόμου που εφαρμόσθηκε για την έκδοση της προσβαλλομένης πράξεως (επί αιτήσεως ακυρώσεως) ή της πράξεως, η οποία προκάλεσε τη ζημία (επί αγωγής). [Τούτο, άλλωστε, αποτελεί έκφανση του γενικώς καθιερούμενου, κατά τα άρθρα 87 παρ. 2 και 93 παρ. 4 του Συντάγματος, διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, κατά τον οποίο οποιοδήποτε δικαστήριο έχει εξουσία και, συγχρόνως, υποχρέωση να ελέγχει, στο πλαίσιο αποκλειστικώς της εκδίκασης της συγκεκριμένης εκάστοτε διαφοράς, την συμφωνία προς το Σύνταγμα κάθε κανόνος δικαίου που καλείται σε εφαρμογή, να αποκρούει δε την εφαρμογή κάθε κανόνος τον οποίο αυτό κρίνει ως αντισυνταγματικό]. Διαφορετική, ως προς το ζήτημα της παραγωγής αποτελεσμάτων πέραν των διαδίκων της συγκεκριμένης δίκης, είναι η περίπτωση δικαστικής αποφάσεως σε δίκη, αντικείμενο της οποίας είναι ευθέως το κύρος του ίδιου του κανόνα δικαίου, όπως επί αιτήσεως ακυρώσεως κανονιστικής διοικητικής πράξεως ή επί ελέγχου συνταγματικότητος τυπικού νόμου από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε του Συντάγματος. Η τελευταία, μάλιστα, αυτή περίπτωση είναι και η μόνη κατά την οποία, κατά ρητή συνταγματική διάταξη, αφ’ ενός μεν κάμπτεται ο ανωτέρω συνταγματικός κανόνας του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητος του νόμου, αφ’ ετέρου δε επιτρέπεται να μην ανατρέχει η κήρυξη του κανόνα δικαίου (τυπικού νόμου) ως ανισχύρου στην έναρξη ισχύος του (άρθρο 100 παρ. 4 του Συντάγματος). Προς τις ανωτέρω συνταγματικές προβλέψεις είναι, άλλωστε, απολύτως σύμφωνες α) οι διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 3900/2010, το οποίο, προκειμένου περί της λεγομένης «πιλοτικής» δίκης, οριοθετεί τις συνέπειες της σχετικής αποφάσεως, ορίζοντας ότι «η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει τους διαδίκους της ενώπιόν του δίκης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι παρεμβάντες» (παρ. 1) και ότι «η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι υποχρεωτική για το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα και δεσμεύει τους παρεμβάντες ενώπιόν του» (παρ. 2) και β) οι διατάξεις του άρθρου 50 του π.δ/τος 18/1989 (όπως ισχύει), με το οποίο, μεταξύ άλλων, θεσπίζεται, επί αιτήσεως ακυρώσεως, η δυνατότητα περιορισμού, ως προς τον αιτούντα και μόνον, της αναδρομικότητας των αποτελεσμάτων της ακυρώσεως (παρ. 3β), προβλέπεται, όμως, ρητώς, στην περίπτωση αυτή, ότι «δεν θίγονται οι αποζημιωτικές αξιώσεις» (παρ. 3δ).
3.1.2.Περαιτέρω, ο γενικός αποκλεισμός της δυνατότητος προσώπων να επιδιώξουν και να επιτύχουν δια των δικαστηρίων αποκατάσταση προκληθείσης ζημίας (και, μάλιστα, συνεπεία παραβάσεως του Συντάγματος), ήτοι δικονομική προστασία του ουσιαστικού δικαιώματος της αποζημίωσης (κατά τη γενική αρχή ubi ius ibi remedium), δεν συνιστά απλό περιορισμό, αλλά πλήρη στέρηση του δικαιώματος της ένδικης προστασίας και στοιχειοθετεί, συνεπώς, παράβαση των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., στο βαθμό δε που πρόκειται για πρόκληση περιουσιακής ζημίας, η παρεμπόδιση της αποκαταστάσεώς της αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τέλος, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας επί «πιλοτικής» δίκης, με την οποία διάταξη νόμου κρίνεται αντισυνταγματική, δεν μπορεί να δεσμεύσει, ως προς τον περιορισμό της χρονικής εκτάσεως των αποτελεσμάτων της αντισυνταγματικότητας, τον δικαστή ο οποίος θα επιληφθεί στο μέλλον αγωγής αποζημιώσεως θεμελιουμένης στην εν λόγω αντισυνταγματικότητα (ώστε να μην επιδικάσει αυτός αποζημίωση για παρελθόντα χρονικά διαστήματα), διότι τούτο θα ισοδυναμούσε, κατ’ αποτέλεσμα, με επιβολή υποχρεώσεως στον δικαστή να εφαρμόσει νόμο αντισυνταγματικό, κατά παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 87 του Συντάγματος, και θα προσέβαλλε, με τον τρόπο αυτόν, και τη λειτουργική του ανεξαρτησία, κατά παράβαση της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου.
            4. 1. Ακολούθως και σε σύντομο σχετικά χρόνο μετά τη δημοσίευση των ως άνω αποφάσεων της Ολομελείας του ΣτΕ ψηφίστηκε και τέθηκε σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του (12.05.2016) ο ν. 4387/2016 «Ενιαίο Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλειας – Μεταρρύθμιση ασφαλιστικού – συνταξιοδοτικού συστήματος – Ρυθμίσεις φορολογίας εισοδήματος και τυχερών παιγνίων και άλλες διατάξεις» (Α΄ 85), το πρώτο μέρος του οποίου (άρθρα 1-111) φέρει τον τίτλο «Μεταρρύθμιση Ασφαλιστικού -Συνταξιοδοτικού Συστήματος».
4.2. Στο πλαίσιο εφαρμογής των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α., προβλέπεται στο ν. 4387/2016 ότι οι ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις κατά την έναρξη ισχύος του επανυπολογίζονται και διαμορφώνονται και αυτές σε άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης από 1.1.2019. Ειδικότερα, στο άρθρο 14 του νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο Β΄ αυτού («Συντάξεις δημοσίων υπαλλήλων και στρατιωτικών»), ορίζονται τα εξής: «1. α. Σε εφαρμογή των ενιαίων κανόνων του Ε.Φ.Κ.Α. και των θεμελιωδών αρχών του άρθρου 1, οι ήδη καταβαλλόμενες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 13 και 14, βάσει των διατάξεων των επόμενων παραγράφων. β. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, συντάξεων, για τον προσδιορισμό των συντάξιμων αποδοχών λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου κανονίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος, με βάση τους κανόνες αναπροσαρμογής των συντάξιμων αποδοχών του Δημοσίου, που ίσχυαν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής. 2. α. Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις. …. β. Από 1.1.2019 …
4.3. Εξ άλλου, με το άρθρο 33 του ίδιου νόμου, με τίτλο «Αναπροσαρμογή συντάξεων – προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», που περιλαμβάνεται στο Κεφάλαιο Γ΄ αυτού («Ρυθμίσεις ασφαλισμένων του ιδιωτικού τομέα»), θεσπίζεται ο επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλομένων κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, κύριων συντάξεων των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τον επανυπολογισμό  των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων και παρέχεται  εξουσιοδότηση στον Υπουργό Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης να καθορίσει με απόφασή του κάθε αναγκαίο θέμα εφαρμογής της διάταξης αυτής.
Στην τελευταία αυτή διάταξη προβλέπεται, ειδικότερα, ότι:
«1. Οι ήδη καταβαλλόμενες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, κύριες συντάξεις, πλην όσων χορηγούνται από τον ΟΓΑ, αναπροσαρμόζονται, σύμφωνα με την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 14, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7, 8, 27, 28, 30 και 12, βάσει των ειδικότερων ρυθμίσεων της επόμενης παραγράφου (όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε ως άνω  με το άρθρο 25 ν. 4445/2016).
2. Για τον υπολογισμό του ανταποδοτικού μέρους των καταβαλλόμενων, έως την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, συντάξεων, ως συντάξιμες αποδοχές λαμβάνεται υπόψη ο συντάξιμος μισθός επί του οποίου υπολογίστηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη. Αν ο συντάξιμος μισθός συνδέεται με ασφαλιστικές κατηγορίες ή ασφαλιστικές κλάσεις ή με τεκμαρτά ποσά, αυτός υπολογίζεται αφού ληφθεί υπόψη η τρέχουσα τιμή τους κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ο συντάξιμος μισθός υπολογίζεται σε τρέχουσες τιμές με τη χρήση των ποσοστών αναπροσαρμογής των συντάξεων όλων των ετών που έχουν μεσολαβήσει από την ημερομηνία συνταξιοδότησης ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται κάθε αναγκαίο θέμα εφαρμογής της διάταξης αυτής».
            5. Ενόψει της δημοσίευσης από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου Σας της με αριθμό 1891/2019 αποφάσεως και των κριθέντων με αυτή νομικών ζητημάτων με την υπό κρίση αίτησή του ο αντίδικος Ε.Φ.Κ.Α. θέτει μεταξύ άλλων ενώπιόν Σας το ζήτημα α) εάν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α. από την 12.05.2016 (δημοσίευση ν. 4387/2016 άρθρο 14 παρ. 2α  εν συνδυασμώ με το άρθρο 33) κι εφεξής η καταβολή των συντάξεων όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις των ν. 4051/2012 και ν. 4093/2012 και β) εάν η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2α του ν. 4387/2016 ισχύει αναδρομικά ήτοι εάν ρυθμίζει και το διάστημα από την 01.01.2013 μέχρι και την 11.05.2016.
            Επί των ως άνω ζητημάτων αναφέρουμε τα ακόλουθα:
            5.1. Σύμφωνα με τη νομολογία η συμβατότητα προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ της εφαρμογής νομοθετικής ρύθμισης με αναδρομική ισχύ και επί εκκρεμών υποθέσεων υπόκειται στις εξής προϋποθέσεις:
α) ορίζεται ρητώς ή προκύπτει σαφώς ότι σκοπός του νομοθέτη είναι η εφαρμογή της διάταξης και στις εκκρεμείς δίκες [ΣτΕ 1052/2007, 939/2005, 2458/2004, 173/2003], β) με τις νέες διατάξεις οι οποίες περιέχουν αναδρομική ρύθμιση δεν σκοπείται η επέμβαση σε εκκρεμή δίκη και ο επηρεασμός της έκβασης της δίκης, όταν διάδικος είναι το Δημόσιο ή άλλο ΝΠΔΔ, υπέρ του Δημοσίου ή άλλου ΝΠΔΔ [ΣτΕ 6/2010, 372/2005], αλλά θεσπίζεται νέο πάγιο νομοθετικό καθεστώς κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό [ΣτΕ 808/2006 με αντίθετη μειοψηφία και παραπομπή στην Ολομέλεια, 287/2007, 2993/2007, 143/2008, 337, 340, 407, 732, 733, 407, 1973/2009], γ) δεν προσβάλλεται η ουσία του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, και υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του θεσπιζόμενου περιορισμού και του επιδιωκόμενου θεμιτού σκοπού [ΣτΕ 808/2006, Ολ 161/2010], δ) η αναδρομική νομοθετική ρύθμιση υπαγορεύεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και όχι το στενό ταμιευτικό ή οικονομικό απλώς συμφέρον του Δημοσίου , το οποίο δεν συνιστά επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος [ΕΔΔΑ της 25ης Νοεμβρίου 2010, Lilly France κατά Γαλλίας (20429/2007). Βλ. και ΣτΕ 6/2010, 414, Ολ 1663/2009, 2993/2007 7μ. Πρβλ. ΣτΕ Oλ 1663/2009, 1620/2011]. 
5.2. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΔΑ) έχει κατ’ επανάληψη κρίνει ως αντίθετη με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α.  νομοθετική ρύθμιση μη υπαγορευόμενη από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, η οποία έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
α) θεσπίζεται με αναδρομική ισχύ,
β) ρυθμίζει θέμα, για το οποίο υφίσταται ήδη εκκρεμής δίκη με διάδικο το Δημόσιο και
γ) με τη θέσπισή της η έκβαση της δίκης αυτής αποβαίνει υπέρ του Δημοσίου [βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. της 11.4.2002, Σμοκοβίτης κ.λπ. κατά Ελλάδος (σκ. 20 επ.), της 28.9.2001, Αγούδημος κατά Ελλάδος (σκ. 27 επ.), της 28.10.1999, Zielinski κ.λπ. κατά Γαλλίας (σκ. 50 επ.), της 22.10.1997, Παπαγεωργίου κατά Ελλάδος (σκ. 33 επ.), της 21.11.1994, Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Σ. Ανδρεάδης κατά Ελλάδος (σκ. 41 επ.) κ.ά.
5.3. Επειδή, μετά τη δημοσίευση, στις 10.06.2015 των ανωτέρω αποφάσεων του ΣτΕ (2287/2015, 2288/2015), με τις οποίες κρίθηκε ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 είναι αντισυνταγματικές ως εκ τούτου ανίσχυρες, δημοσιεύθηκε ο ν. 4387/2016 και ειδικότερα οι διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2α «Μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις της προηγούμενης παραγράφου συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, σύμφωνα με τις τότε ισχύουσες διατάξεις».
5.4. Όπως ευθέως προκύπτει από την απλή και μόνον ανάγνωση της νέας αυτής διάταξης δεν ρυθμίζεται η αναδρομική καταβολή των συντάξεων στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014. Επομένως η διάταξη αυτή με βεβαιότητα δεν καταλαμβάνει καταρχήν το προ της δημοσίευσής της χρονικό διάστημα ήτοι από την 01.01.2013 μέχρι και την 11.05.2016.
5.5. Περαιτέρω δεν μπορεί να υποστηριχθεί αξιοπρεπώς ούτε ότι καταλαμβάνει το χρονικό διάστημα από την 12.05.2016 κι εντεύθεν διότι διαφορετική εκδοχή θα οδηγούσε σε εξόφθαλμη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στο έργο της δικαστικής. 
5.5.1.Υπό το ως άνω περιεχόμενό της και ενόψει των πραγματικών και νομικών συνθηκών της υποθέσεως, ιδίως δε ενόψει του ότι :
α) αντίδικος στην παρούσα δίκη είναι το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ», β) σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2α του ν. 4387/2016,  μέχρι την 31.12.2018, οι συντάξεις συνεχίζουν να καταβάλλονται στο ύψος που είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, με αποτέλεσμα η νέα αυτή διάταξη να μην εισάγει πάγια ρύθμιση, αλλά ρύθμιση της οποίας η εφαρμογή είναι πεπερασμένη χρονικά με απώτατο χρόνο εφαρμογής την 31.12.2018, γ) η εν λόγω ρύθμιση εισήχθη μετά τη δημοσίευση των αποφάσεων 2287/2015 και 2288/2015 της Ολομέλειας του ΣτΕ, με τις οποίες κρίθηκαν  αντισυνταγματικές οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 και υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 3 του ν. 4093/2012 κατά συνέπεια ανίσχυρες και δ) η εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4387/2016 στην παρούσα δίκη θα είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη όλων των εκκρεμουσών αγωγών, μεταξύ των οποίων και της δικής μας, αντιδίκων του Ε.Φ.Κ.Α., οι εν λόγω διατάξεις των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 συνιστούν, δοθέντος και ότι δεν δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, νομοθετική επέμβαση που αποσκοπεί πράγματι στο να επηρεάσει την έκβαση όλων των συναφών εκκρεμουσών δικών υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α., κατά παράβαση του ανωτέρω άρθρου 6 §1 της ΕΣΔΑ και συνεπώς δεν εφαρμόζεται στη δίκη αυτή (ΣτΕ 372/2005, Τμήμα Δ΄).
5.5.2.Επιπλέον το ζήτημα του ανεπίτρεπτου επηρεασμού του αντικειμένου της δίκης δεν ρυθμίζεται αποκλειστικά από τη διάταξη της §1 του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αλλά και από τη διάταξη της §1 του άρθρου 20 του Συντάγματος, την οποία έχουν επίσης υποχρέωση να εφαρμόζουν τα Δικαστήρια. Επομένως το ζήτημα διέπεται από τη συρρέουσα εφαρμογή των διατάξεων της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Συντάγματος.
5.5.3. Συμπληρωματικά με τις εν λόγω διατάξεις του ν. 4387/2016  κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. 
6. 1.Επιπροσθέτως και σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας έτσι όπως περιλαμβάνεται στην υπό στοιχ. 19 ενότητα της υπ’ αριθ. 1891/2019 αποφάσεως της ολομελείας του ΣτΕ, στο πλαίσιο νέου ασφαλιστικού συστήματος ο νομοθέτης μπορεί να προβεί και σε επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων προκειμένου να επιτύχει θέσπιση ενιαίων κανόνων για παλαιούς και νέους συνταξιούχους στο όνομα των αρχών της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, του εξορθολογισμού και της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
6.2. Όταν όμως το νέο ασφαλιστικό σύστημα, προκειμένου να καθορίσει τις καταβλητέες στο μέλλον συντάξεις στους ήδη κατά την έναρξη, της ισχύος του συνταξιούχους, λαμβάνει, στο πλαίσιο επανυπολογισμού τους, ως αφετηρία, το ύψος των συντάξεων, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί μετά από τις περικοπές, οι οποίες είχαν θεσπισθεί με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 και είχαν κριθεί ως αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, για το λόγο ότι, καίτοι είχαν επιβληθεί σε συνέχεια αλλεπάλληλων διαδοχικών προηγούμενων περικοπών, οι οποίες είχαν κριθεί συνταγματικώς ανεκτές για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής οικονομικής συγκυρίας, και είχε παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως, οι σχετικές διατάξεις που τις προέβλεπαν δεν συνοδεύονταν από την ειδική επιστημονική μελέτη που περιγράφεται στις εν λόγω αποφάσεις που να δικαιολογεί την αναγκαιότητά τους, ο νομοθέτης οφείλει να αιτιολογήσει τη σχετική επιλογή του, παραθέτοντας τα ειδικότερα εκείνα δεδομένα από τα οποία να προκύπτει ότι χωρίς τη διατήρηση των ως άνω αντισυνταγματικών περικοπών το ασφαλιστικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο.
6.3.Η αιτιολογία αυτή είναι κατά μείζονα λόγο αναγκαία ενόψει του ότι, ανεξαρτήτως των κριθέντων με τις ανωτέρω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, στην αιτιολογική έκθεση του ίδιου του ν. 4387/2016 επισημαίνονται οι δυσμενείς συνέπειες που επέφεραν στο ασφαλιστικό σύστημα τα μέτρα που είχαν ληφθεί με βάση τους προγενέστερους νόμους, μεταξύ των οποίων προφανώς περιλαμβάνονται και οι θεσπισθείσες με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 περικοπές.
6.4.Ειδικότερα στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4387/2016 αναφέρονται τα εξής: «Τα μέτρα που ελήφθησαν έως σήμερα κατά την διάρκεια της κρίσης επιδείνωσαν αντί να θεραπεύσουν τις δομικές … αδυναμίες [του ασφαλιστικού συστήματος]. Οι σημαντικές περικοπές των συντάξεων αλλοίωσαν σημαντικά την αναλογική (ανταποδοτική) τους πλευρά. Οι περικοπές, περαιτέρω, υπονόμευσαν την αξιοπιστία των υποσχέσεων του συστήματος. Το μέσο εισόδημα από συντάξεις μειώθηκε από 1200 Ευρώ περίπου το 2010 σε 833 ευρώ περίπου σήμερα. Στην ουσία, έχει τεθεί σε λειτουργία μια διαδικασία συνεχούς απαξίωσης, όπου δημοσιονομικά θέματα οδηγούν σε προσαρμογές συντάξεων που υποτιμούν ακόμη περισσότερο το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των γενεών, οδηγώντας σε τάσεις απεμπλοκής, κυρίως εκ μέρους των νεότερων».
6.5.Εν προκειμένω, από τα κείμενα που επικαλείται η Διοίκηση για την τεκμηρίωση του ν. 4387/2016, η μόνη ειδική αναφορά στην ανάγκη υιοθετήσεως των κριθεισών ως αντισυνταγματικών περικοπών για να καθορισθεί το ύψος των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων κατά τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (παλαιών συνταξιούχων), που θα ληφθεί ως βάση για τον επανυπολογισμό αυτών με βάση τις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου, γίνεται στο ανωτέρω «ενημερωτικό σημείωμα» της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Συγκεκριμένα, στη σελίδα 9 του σημειώματος αυτού υπό τον τίτλο: “Εξέλιξη συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριων και επικουρικών συντάξεων)” αναφέρονται τα εξής: “Στο συνημμένο πίνακα 2, παρουσιάζεται η εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης κύριων και επικουρικών συντάξεων για την περίοδο 2009-2015 και οι αντίστοιχες προβολές του βασικού σεναρίου για την περίοδο 2016-2019, χωρίς τη δαπάνη για τις παροχές του ΕΚΑΣ. Σύμφωνα με τα στοιχεία εξέλιξης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, διαπιστώνεται σημαντική μείωση σε απόλυτα μεγέθη, τα έτη 2010 και 2013, λόγω της εφαρμογής των διαδοχικών νόμων περιορισμού της (ν. 4024/2011, ν. 4051/2012, ν. 4093/2012), ενώ ως ποσοστό του ΑΕΠ παρατηρείται αύξηση, η οποία οφείλεται στη σημαντική μείωση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Οι προβολές του βασικού σεναρίου έως το 2019 (πριν δηλαδή τη σύνταξη του σχεδίου νόμου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση), παρουσιάζουν τη σταδιακή αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε απόλυτα μεγέθη (32,06 δις το 2019) για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, αύξηση της μέσης σύνταξης των νέων συνταξιούχων). Στο βασικό αυτό σενάριο το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης το έτος 2019 αντιστοιχεί στο 16,3% του ΑΕΠ (το υψηλό ποσοστό οφείλεται στο μειωμένο κατά 17% ΑΕΠ 2019 έναντι του ΑΕΠ 2009). Επισημαίνεται ότι στις προβολές αυτές έχει συμπεριληφθεί η δημοσιονομική επίπτωση των ν. 4051/2012 και 4093/2012, η οποία αντιστοιχεί σε εξοικονόμηση της τάξης 2% του ΑΕΠ. Αν εξαιρεθεί η δημοσιονομική επίπτωση των προαναφερθέντων νόμων, η συνταξιοδοτική δαπάνη το έτος 2019 θα φθάσει το 18,5% του ΑΕΠ (ποσοστό εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με τους αντίστοιχους μέσους Ευρωπαϊκούς Δείκτες).” Ακολουθεί δε ο πίνακας 2 στη σελίδα 10 του ως άνω σημειώματος με την εξέλιξη της συνταξιοδοτικής δαπάνης κατά τα έτη 2009-2019.
6.6.Από το παρατεθέν ανωτέρω περιεχόμενο του προαναφερθέντος σημειώματος, το οποίο συνετάγη μετά την κατάθεση του σχεδίου του ν. 4387/2016 στη Βουλή, συνάγεται ότι μόνη αιτιολογία για την υιοθέτηση από το νέο ασφαλιστικό σύστημα ως αφετηρίας για τον υπολογισμό του ύψους των χορηγούμενων από αυτό παροχών στους ήδη συνταξιούχους των παροχών, κύριων και επικουρικών, όπως είχαν διαμορφωθεί ύστερα από την επιβολή των περικοπών που κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι ότι με τις εν λόγω περικοπές επέρχεται εξοικονόμηση της τάξεως του 2% του ΑΕΠ και ότι, αν δεν λαμβάνονταν υπόψη οι περικοπές αυτές, η συνταξιοδοτική δαπάνη θα έφθανε το έτος 2019 το 18,5% του ΑΕΠ. Από την αιτιολογία αυτή συνάγεται ότι η διατήρηση των επιβληθεισών με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 περικοπών αποσκοπούσε στην επίτευξη δημοσιονομικού και μόνον σκοπού – τη μείωση της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστού του ΑΕΠ – και μάλιστα βραχυπροθέσμου έως και το έτος 2019 και δεν εντασσόταν στο πλαίσιο μέτρων προς εξασφάλιση της βιωσιμότητας του θεσπιζομένου με τον ν. 4387/2016 ασφαλιστικού συστήματος, η βιωσιμότητα του οποίου εξετάζεται ως προς τον φορέα κύριας ασφάλισης (ΕΦΚΑ) κατʼαρχήν έως το έτος 2060, όπως προκύπτει από Απριλίου 2016 έγγραφο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής.
6.7. Και η άποψη της μειοψηφίας όπως αυτή διατυπώθηκε στην υπ’ αριθ. 1891/2019 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ καταλήγει συμπερασματικά ότι υπό τα ανωτέρω δεδομένα ο προβαλλόμενος λόγος ότι εν προκειμένω, κατά τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 και της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο νομοθέτης διατήρησε τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές (με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας) περικοπές των συντάξεων που επιβλήθηκαν με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 χωρίς να αιτιολογήσει τη σχετική επιλογή του, θα έπρεπε να γίνει δεκτός.
Επειδή οι διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2α και 33 του ν. 4387/2016 δεν έχουν αναδρομική ισχύ δεν καταλαμβάνουν ρυθμιστικά το χρονικό διάστημα από 01.01.2013 μέχρι και 11.05.2016.
Επειδή περαιτέρω και σύμφωνα με όσα αναλύθηκαν ανωτέρω οι διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2α και 33 του ν. 4387/2016 συνιστούν νομοθετική επέμβαση που αποσκοπεί πράγματι στο να επηρεάσει την έκβαση όλων των συναφών εκκρεμουσών δικών υπέρ του Ε.Φ.Κ.Α., κατά παράβαση του άρθρου 6 §1 της ΕΣΔΑ και άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά συνέπεια δεν μπορούν να εφαρμοσθούν ούτε για το χρονικό διάστημα από 12.05.2016 κι εντεύθεν.
Επειδή ακόμα οι ως άνω διατάξεις του ν. 4387/2016 παραβιάζουν το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ.
Επειδή το έννομο συμφέρον μας για την άσκηση της παρούσας είναι προφανές.
Επειδή η παρούσα μας είναι νόμιμη και βάσιμη, ασκείται δε εμπρόθεσμα.
ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
Ζ Η Τ Ο Υ Μ Ε
Να γίνει δεκτή η παρούσα μας.
Να απορριφθεί για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ», όπως επί τω τέλει γίνει δεκτή στο σύνολό της η εκκρεμής αγωγή μας.
Να καταδικασθούν οι αντίδικοι στη δικαστική μας δαπάνη και αμοιβή των πληρεξουσίων δικηγόρων μας.
Αντικλήτους μας διορίζουμε τους δικηγόρους Αθηνών Αλέξιο Μητρόπουλο (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 7780) και Δέσποινα Μεταξά (Α.Μ./Δ.Σ.Α. 16728), κατοίκους Αθηνών, Σίνα 18, ΤΗΛ. 2103603340.
                                                Αθήνα 20 Δεκεμβρίου 2019
                                                Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι»