Το ΣΤ’ Τµήµα του ΣτΕ δείχνει τον δρόµο στην Ολοµέλεια, κρίνοντας αντισυνταγµατική την πλήρη περικοπή του 13ου και του 14ου µισθού.
Με µία σειρά αποφάσεών του (υπ’ αριθµόν 2626/2018 έως 2635/2018) το ΣΤ’ Τµήµα του Συµβουλίου της Επικρατείας έδειξε για µία ακόµη φορά τον δρόµο για την Ολοµέλεια του ανώτατου δικαστηρίου, κρίνοντας ότι οι περικοπές που έγιναν στα δώρα (13ο και 14ο µισθό) στους εν ενεργεία δηµοσίους υπαλλήλους και τους ενστόλουςµε το δεύτερο µνηµόνιο (σ.σ.: µε το οποίο καταργήθηκαν τα δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας) είναι αντισυνταγµατικές.
Μέσα στον επόµενο χρόνο, όπως όλα δείχνουν, το ακυρωτικό δικαστήριο θα έχει εκφράσει την κρίση του για το µείζον αυτό θέµα που απασχολεί όλους τους δηµοσίους υπαλλήλους αλλά και τους ενστόλους, καθώς στις 23 Ιανουαρίου έχει οριστεί η συζήτηση στην Ολοµέλεια, µετά την παραποµπή του θέµατος από το ΣΤ’ Τµήµα.
Το δικαστήριο, για µία ακόµη φορά, αφού αναφέρθηκε στις µειώσεις που έγιναν στους δηµοσίους υπαλλήλους µε τους εφαρµοστικούς του πρώτου µνηµονίου νόµους, έκρινε ότι ο νοµοθέτης µπορεί να παίρνει µέτρα περιστολής των δαπανών, όµως η δυνατότητα που έχει δεν είναι απεριόριστη. Αντίθετα, όπως σηµειώνεται, «έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανοµή των δηµοσίων βαρών και του σεβασµού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, οι οποίες επιτάσσουν το βάρος της δηµοσιονοµικής προσαρµογής να κατανέµεται µεταξύ όλων των κατηγοριών απασχολουµένων τόσο στον δηµόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τοµέα, όπως, επίσης, και των ασκούντων ελευθέριο επάγγελµα, δεδοµένου, µάλιστα, ότι η βιωσιµότητα των δηµόσιων οικονοµικών είναι προς όφελος όλων». Και αυτό γιατί, όπως αναφέρουν στο σκεπτικό τους, στο άρθρο 25 του Συντάγµατος, προβλέπεται ρητά ότι όλοι οι πολίτες πρέπει να συνεισφέρουν το ίδιο στα κοινωνικά βάρη, καθώς δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα µέτρα που λαµβάνονται προς αντιµετώπιση της δυσµενούς και παρατεταµένης οικονοµικής συγκυρίας να κατανέµεται πάντοτε σε συγκεκριµένες κατηγορίες πολιτών.
«Έχουν ήδη υποστεί περικοπές»
Στο πολυσέλιδο σκεπτικό τους, οι δικαστές υπενθυµίζουν ότι οι δηµόσιοι υπάλληλοι έχουν ήδη υποστεί περικοπές στους µισθούς και στα δώρα τους µε νόµους που κρίθηκαν συνταγµατικοί (σ.σ.: πρώτο µνηµόνιο), σηµειώνοντας µάλιστα ότι τότε ο νοµοθέτης εκτίµησε πως υπάρχει άµεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονοµίας και χρεοκοπίας της χώρας και ότι ο µόνος τρόπος για να αντιµετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηµατοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο. Τότε ο νοµοθέτης έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, σειρά µέτρων περιστολής των δηµοσίων δαπανών, µεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και µειώσεων των αποδοχών των υπαλλήλων του ∆ηµοσίου. Τα µέτρα αυτά στη συνέχεια κρίθηκαν αναγκαία και από το Συµβούλιο της Επικρατείας για να αντιµετωπιστεί η δηµοσιονοµική κρίση.
Οπως όµως λένε, µε την επίµαχη διάταξη του νόµου 4093/2012 «επιχειρείται νέα για πολλοστή φορά, περικοπή των αποδοχών της ίδιας οµάδας θιγοµένων, ειδικότερα δε, θεσπίζεται πλέον, µε αυτήν, κατάργηση -και όχι απλώς περαιτέρω µείωση- ενός διακριτού τµήµατος των καταβαλλόµενων συνολικών ετήσιων αποδοχών». Για τους δικαστές του ΣΤ’ Τµήµατος «ο νοµοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην υιοθέτηση του επίµαχου καταργητικού µέτρου, χωρίς να έχει προηγουµένως εκτιµήσει, κατά πρώτον, την προσφορότητα του µέτρου αυτού, εν όψει και της διαπίστωσής του ότι τα αντίστοιχα µέτρα που είχε λάβει έως τότε (µειώσεις µισθών και συντάξεων) δεν είχαν αποδώσει τα αναµενόµενα και ότι η οικονοµική ύφεση είχε ενταθεί µε ρυθµούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Όφειλε δε, περαιτέρω, ο νοµοθέτης, αποφαινόµενος τεκµηριωµένα και για την αναγκαιότητα του ίδιου ως άνω µέτρου, να εξετάσει την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και να συγκρίνει τα πλεονεκτήµατα και τα µειονεκτήµατα της καθεµιάς για τον επιδιωκόµενο δηµόσιο σκοπό της δηµοσιονοµικής προσαρµογής, καθώς και αν οι επιπτώσεις της συγκεκριµένης περικοπής αποδοχών στο βιοτικό επίπεδο των θιγοµένων, αθροιζόµενες µε τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά µέτρα αντιµετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα προεκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόµενες µε τις ευρύτερες κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες της διανυόµενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, ανεργία, έκταση και περιεχόµενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων κ.λπ.), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη µείωση του επιπέδου ζωής των υπαλλήλων κάτω του κατά το άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγµατος επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης».
Τον τελικό λόγο θα έχει η Ολοµέλεια του Συµβουλίου της Επικρατείας.
πηγή:https://www.ethnos.gr/oikonomia/12856_ste-oi-apofaseis-poy-sozoyn-dora-kai-epidomata