του Marc Pierini
Η τουρκική ηγεσία φαίνεται να βρίσκεται στην κορυφή του παιχνιδιού της. Η χώρα κυβερνάται από μια ισχυρή ηγεσία: ο πρόεδρος Recep Tayyip Erdogan εξελέγη τον Αύγουστο του 2014 με 52% των ψήφων, ενώ το κόμμα του, ΑΚΡ -αφού έχασε τις κοινοβουλευτικές εκλογές στις 7 Ιουνίου φέτος- έκανε μια δυναμική επιστροφή στις πρόωρες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου. Επίσης το Νοέμβριο, η Τουρκία προήδρευσε της συνόδου της G20 για πρώτη φορά και φάνηκε να ανοίγει μια νέα εποχή με την ΕΕ μετά από τη σύναψη της αποκαλούμενης "συμφωνίας για το προσφυγικό”.
Είναι αυτή μια εικόνα τέλειας πολιτικής; Όχι ακριβώς. Η χώρα βρίσκει τον εαυτό της να διεξάγει πόλεμο, σε πολλά μέτωπα. Στο εσωτερικό, η ηγεσία της Τουρκίας ασχολείται με την πάταξη των media, του δικαστικού σώματος και όλο και περισσότερο, του κουρδικού πληθυσμού. Στο εξωτερικό, η σχέση της με την Δύση παραμένει δύσκολη, η πολιτική της στη Μέση Ανατολή βρίσκεται σε χάος και η χώρα έχει εμπλακεί σε μια άγρια, προσωπική και ίσως μακροχρόνια, διαμάχη με την Ρωσία.
Ο Erdogan έχει μια επιβλητική πολιτική προσωπικότητα στην Τουρκία εδώ και 13 χρόνια. Ενώ απέχει ακόμη πολύ από τον στόχο του να μετατρέψει το κοινοβουλευτικό σύστημα της Τουρκίας σε εκτελεστικό, με λιγότερους ελέγχους και ισορροπίες σε σχέση με τη Γαλλία ή τις ΗΠΑ, ο Τούρκος ηγέτης ουσιαστικά κυβερνά ώς ένας εκτελεστικός πρόεδρος και αφήνει ισχυρό αποτύπωμα στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Αυτό φαίνεται στην αντιπολίτευσή του στον Assad και στη διαφωνία του με τον Putin.
Στη Μέση Ανατολή, η πολιτική των "μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες” της Τουρκίας, που εισήχθη το 2009, έχει φθάσει σε μια πλήρη διακοπή μετά από τις επαναστάσεις στην Αίγυπτο, στη Λιβύη και στη Συρία, και πλήττεται από την επικράτηση των εντάσεων με το Ιράν, το Ισραήλ και το Ιράκ (όπου αναπτύχθηκαν προσφάτως τα τουρκικά στρατεύματα, για να αποσυρθούν μετά αμέσως). Η κατάσταση εχει επιδεινωθεί σημαντικά από τον ΙΟύνιο του 2014 όταν το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος ανακήρυξε ένα χαλιφάτο, εξαπολύοντας πρωτοφανή βία σε αμάχους και παίρνοντας Τούρκους ομήρους στη Μοσούλη. Ως αποτέλεσμα, οι Κούρδοι του Ιράκ και της Συρίας, αντιμέτωποι με την προοπτική της εθνοκάθαρσης, έχουν μετατραπεί στο καλύτερο προστατευτικό από τη βία εναντίον της ISIL, σσε σημείο που να κερδίζει στρατιωτική ή/και πολιτική στήριξη από τη Δύση και τη Ρωσία.
Όπως το βλέπει η Άγκυρα, τα πράγματα έχουν αντιστραφεί: το φάντασμα ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν στα νότια σύνορα της Τουρκίας έχει επιστρέψει, καθιστώντας τις σχέσεις με τους Κούρδους της Τουρκίας πολύ πιο περίπλοκες, ενώ το κουρδικής καταγωγής Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα (HDO) έχει γίνει το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο κοινοβούλιο.
Σε αυτό το περίπλοκο σκηνικό, η Τουρκία προσφάτως υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει δύο εξελίξεις που αλλάζουν περαιτέρω το παιχνίδι.
Πρώτον, η ρωσική παρέμβαση στη Συρία τον Σεπτέμβριο, δεν σκόπευε απλώς να σώσει τον Assad από το χείλος του γκρεμού, αλλά επίσης να καθιερώσει μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας στη Δυτική Συρία, παρεμποδίζοντας έτσι τον στόχο του Erdogan να προωθήσει την ανατροπή του Assad, ενός αλεβίτη ηγέτη. Η κίνηση της Ρωσίας, εκτροχίασε επίσης τα σχέδια της Τουρκίας να δημιουργήσει μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων στη Βόρεια Συρία, που επισήμως σκοπό είχε να προσφέρει προστασία στους Σύριους αμάχους, αλλά που στην πραγματικότητα ήθελε να αποτρέψει την εδαφική επέκταση των Κούρδων της Συρίας. Η στήριξη της Ρωσίας στους Κούρδους της Συρίας, περιέπλεξε περαιτέρω την πολιτική της Τουρκίας. Η Άγκυρα, ηδη δυσαρεστημένη από την επανένωση των κουρδικών περιοχών του Κομπανί και της Al-Jazira, αντιμετώπισε με ανησυχία την στενή αεροπορική στήριξη που όθηκε από τις ΗΠΑ στο YPG. Η Τουρκία είναι ανένδοτη στο να αποτρέψει την YPG να διασχίσει τον Ευφράτη και να περάσει προς τα δυτικά, και πιθανώς, να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των συνόρων της Συρίας. Πολιτικά, οι συζητήσεις για μια λύση στη Συρία κυριαρχούνται τώρα από το Ιράν και τη Ρωσία. Η Τουρκία θα πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα αυτή πραγματικότητα.
Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας ήταν η τραγωδία στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου, μια επιχείρηση πολλαπλών στόχων που σχεδιάστηκε από τη Ράκκα της Συρίας και συντονίστηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Η σφαγή οδήγησε σε νέες αποφάσεις αναφορικά με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για το Ισλαμικό Κράτος, όχι μόνο στο Παρίσι, αλλά επίσης στο Λονδίνο και στο Βερολίνο, ασκώντας τεράστια πίεση στην Άγκυρα να γίνει ένας ενεργός εταίρος στη συμμαχία κατά του ISIL και να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια για να σφραγίσει την έκταση των συριακών συνόρων που είναι ακόμη υπό τον έλεγχο της ISIL. ομοίως, η κατάρριψη ενός εμπορικού αεροσκάφους της πάνω από το Σινά, αύξησε την αποφασιστικότητα της ρωσικής επέμβασης στη Συρία. Η σύνοδος της G20 που διεξήχθη στην Αττάλεια στις 16 Νοεμβρίου, έφερε αισθητά πιο δυναμικά αιτήματα από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Ρωσία για αποφασιστική δράση από την Τουρκία εναντίον της ISIL. Ο Αμερικανός υπουργός Άμυνας, Ashton Carter επαναδιατύπωσε το αίτημα ενώ επισκεπτόταν την αεροπορική βάση του Ιντσιρλίκ στην Τουρκία την προηγούμενη εβδομάδα.
Αυτή η τροπή των γεγονότων βάζει την Άγκυρα σε δεινή θέση, από τη στιγμή που βασικές της προτεραιότητες ήταν να πλήξει την εξέγερση των δικών τους Κούρδων (ΡΚΚ) στην ανατολική Τουρκία και στο Βόρειο Ιράκ, παρά την ISIL, και να στηρίξει τους Σύριους Τουρκμένους αντάρτες στη Βορειοδυτική Συρία. Το θανατηφόρο συμβάν μετά από την εισβολή της Τουρκίας στον τουρκικό εναέριο χώρο, περιέπλεξε περαιτέρω την κατάσταση, καθώς πρόσθεσε ένα στοιχείο μεγαλύτερης αβεβαιότητας σε μια ήδη περίπλοκη σχέση μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας.
Στο μεταξύ, η σχέση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να επιδιορθώνεται, τουλάχιστον οπτικά. Ο πολιτικός πανικός που προέκυψε από το τεράστιο κύμα προσφύγων από την Τουρκία στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη ΕΕ στη διάρκεια του καλοκαιριού, οδήγησε τους Ευρωπαίους ηγέτες να ξεκινήσουν ένα περίεργο παζάρι διπλωματίας με την Άγκυρα. Έχοντας συνάψει μια συμφωνία με την ΕΕ στις 29 Νοεμβρίου για το Κοινό Σχέδιο Δράσης σχετικά με τους πρόσφυγες, η Τουρκία θέλει τώρα να εμφανίζεται ως ο αξιόπιστος εταίρος της Ευρώπης. Ας ελπίσουμε ότι η συμφωνία θα καταλήξει σε βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης για τους Σύριους πρόσφυγες στην Τουρκία (συμπεριλαμβανομένης της παροχής τροφής, στέγασης, εκπαίδευσης και θέσεων εργασίας) και καλύτερο έλεγχο των δικτύων εμπορίας ανθρώπων στις ακτές του Αιγαίου, όπου έχουν τώρα συλληφθεί οι λαθρέμποροι.
Αλλά παρά τις τολμηρές ανακοινώσεις και από τις δύο πλευρές, οι ευρωπαϊκές υποσχέσεις προς την Τουρκία για τη βίζα και τις διαπραγματεύσεις ένταξης, είναι πολιτικά μη δημοφιλείς στην Ευρώπη και υπό την προϋπόθεση τεχνικών σημείων αναφοράς καθώς και ψηφοφοριών από τις κυβερνήσεις της ΕΕ. Σε μια διπλή ανατροπή της πολιτικής, η ΕΕ φαίνεται να αγνοεί την πολιτική της επιρροή στην κατεύθυνση της αρχιτεκτονικής του κανόνα διεθνούς δικαίου της Τουρκίας, ενώ η τουρκική ηγεσία σφίγγει τον κλοιό της στα ΜΜΕ και στο δικαστικό σύστημα, και απομακρύνεται από τα ευρωπαϊκά πρότυπα για εσωτερικούς λόγους, ενώ ακόμη προσποιείται ότι αναβιώνει τις συνομιλίες ένταξης στην ΕΕ.
Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτή η περίεργη κατάσταση φαίνεται να βολεύει και τις δύο πλευρές. Από τη στιγμή που η τουρκική ηγεσία θα καταλήξει να χάσει μέρος της επιρροής της στην εξουσία εάν ακολουθούσε τα ευρωπαϊκά πρότυπα στην ελευθερία του Τύπου και στην ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος, η Άγκυρα προτιμά την επίφαση ενός ενεργού διαλόγου με την ΕΕ -για παράδειγμα, η έναρξη οικονομικών συνομιλιών στις 14 Δεκεμβρίου, καλό για τις ξένες επενδύσεις- παρά μια πραγματική διαπραγμάτευση για την ένταξη, όπου οι παράμετροι είναι άκαμπτες. Ομοίως, μια ΕΕ που κλίνει όλο και περισσότερο προς τα δεξιά και την ακροδεξιά, δεν έχει μεγάλη διάθεση για να ενσωματώσει το όραμα του Erdogan για την Τουρκία, αλλά θεωρεί ότι είναι καλύτερο να μην το πει φωναχτά. Εάν αυτή η άσκηση αμοιβαίας υποκρισίας είναι καλή και για τις δύο πλευρές μακροπρόθεσμα, μένει να φανεί.
Οι προοπτικές για την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας διχάζονται όλο και περισσότερο μεταξύ αποκλινουσών φιλοδοξιών και της πραγματικότητας, μεταξύ των παρελθουσών ριζών και των σκληρών επιλογών εξωτερικής πολιτικής, που επιβάλλονται από τις τρέχουσες συγκρούσεις.
Στο εσωτερικό μέτωπο, ο πρόεδρος Erdogan αμφισβητεί συνεχώς τον δυτικό προσανατολισμό του πρώην προέδρου Mustafa Kemal Ataturk (εκπαίδευση, τρόπο ζωής, κουλτούρα και τον ρόλο της θρησκείας), ενώ η σύγχρονη στρατιωτική αρχιτεκτονική και αρχιτεκτονική ασφάλειας -μέλος του ΝΑΤΟ, εφαρμογή της αντιπυραυλικής ασπίδας της χώρας και προστασίας με βάση το άρθρο 5- δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, από τη στιγμή που είναι τέτοιες ζωτικής σημασίας για την χώρα.
Ο Erdogan ευαγγελίζεται ένα όνειρο της επιστροφής σε περασμένα οθωμανικά μεγαλεία και στο να καθιερώσει γεωπολιτικά την Τουρκία ως μια δύναμη "κεντρώα”, διευθετώντας τις σχέσεις με την Δύση, τη Ρωσία, την Κεντρική Ασία και τη Μέση Ανατολή. Αυτό το όνειρο σκοντάφτει πλέον πάνω στις νέες πραγματικότητες της ISIL (συμπεριλαμβανομένης μιας δυτικής συμμαχίας που τώρα αναμένει από την Τουρκία να διευκρινίσει την αμφισημία της, και έναν μουσουλμανικό συνασπισμό, υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας, που στερεί από την Τουρκία την πρωτοβουλία), μια διαφωνία με την Ρωσία και ην εμφάνιση μιας ισχυρής βάσης των Κούρδων στο Ιράκ και στη Συρία, καθώς και στο εσωτερικό.
Για το 2016, η πιθανότητα είναι ότι η Τουρκία θα παραμείνει ο δύσκολος σύμμαχος της Δύσης, αμφιταλαντευόμενη συχνά μεταξύ του ΝΑΤΟ (στην ασφάλεια), της ΕΕ (στην οικονομία), των εθνικιστικών της τάσεων και των ανέφικτων ονείρων για το μεγαλείο της. Μια περαιτέρω συρρίκνωση του κράτος δικαίου και η επιδείνωση των εχθροπραξιών στο κουρδικό νοτιοανατολικό τμήμα, μπορεί να αποξενώσει περαιτέρω την Τουρκία από τη Δύση, την χειρότερη δυνατή στιγμή.
πηγή: National Interest, capital.gr