Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Μεταναστευτικό χάος





ΕΙΚΟΝΑ---μεταναστευση-και-ελιτ,-πλούσιοι-και-φτωχοί



Στην πραγματικότητα, είναι το αποτέλεσμα της μετατροπής πολλών αναπτυσσομένων χωρών σε αποτυχημένα κράτη, με απόλυτη ευθύνη της ελίτ της Δύσης – μία διαδικασία που ξεκίνησε και στον ευρωπαϊκό νότο, με πρώτο θύμα της την Ελλάδα   .
Στις τηλεοράσεις ολόκληρης της Ευρώπης εμφανίζονται καθημερινά οι θλιβερές εικόνες προσφύγων, νόμιμων και παράνομων μεταναστών, οι οποίοι έχουν κατά κάποιον τρόπο «νομιμοποιηθεί» από τον πόλεμο που διεξάγεται στη Συρία – με τους Ευρωπαίους στην περιοχή, μαζί με τις Η.Π.Α. και τη Ρωσία, να συμμετέχουν ενεργά στον πόλεμο, πουλώντας παράλληλα στρατιωτικό εξοπλισμό τόσο στους εχθρούς, όσο και φίλους τους.
Χιλιάδες άνθρωποι από πολλές φτωχές χώρες, από το Αφγανιστάν, από τη Συρία, από τη Λιβύη, από την Τυνησία, από το Ιράκ κοκ., προσπαθούν να διασχίσουν τα σύνορα προς την Ευρώπη, πληρώνοντας σημαντικά ποσά στους επιτήδειους διακινητές – οι οποίοι προφανώς «διευκολύνονται» από κράτη όπως η Τουρκία, για λόγους που δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς.
Όσον αφορά τα ΜΜΕ, προσπαθούν να εξηγήσουν πειστικά στους Ευρωπαίους τα βασικά αίτια του μεταναστευτικού χάους – ισχυριζόμενα πως είναι οι τοπικοί εμφύλιοι πόλεμοι, η τρομοκρατία, οι δικτατορίες, οι επισιτιστικές κρίσεις, η παντελής έλλειψη μελλοντικών προοπτικών κοκ.
Παρά το ότι όμως όλες αυτές οι ερμηνείες δεν είναι παράλογες, δεν παύει να υπάρχει μία κοινή αιτιολογία για το σύνολο εκείνων που προσπαθούν να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους – σύμφωνα με την οποία όλοι προέρχονται από αποτυχημένα κράτη (failed states), τα οποία έχει δημιουργήσει η Δύση με τη βοήθεια της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» (παρόμοια με τα γνωστά μας μνημόνια), καθώς επίσης της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης.
Οι σημαντικότεροι λόγοι τώρα, ένεκα των οποίων αποτυχαίνουν τα κράτη, είναι οι κοινωνικές ανισότητες, η έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους των κεφαλαιαγορών, η ανυπαρξία ενός Κράτους Δικαίου, καθώς επίσης οι προβληματικοί Θεσμοί – ασθένειες οι οποίες δυστυχώς «ανιχνεύονται» και στην Ελλάδα, έχοντας της εν πρώτοις κοστίσει την ολοκληρωτική απώλεια της εθνικής της κυριαρχίας (άρθρο).
Τέλος, από τις τέσσερις βασικές αιτίες της αποτυχίας των κρατών, η κυριότερη φαίνεται πως είναι η έλλειψη λειτουργικών Θεσμών (πηγή) – όπως είναι, για παράδειγμα, τα πολιτικά κόμματα. Ακόμη περισσότερο, η ύπαρξη διεφθαρμένων Θεσμών που εκμεταλλεύονται την πλειοψηφία των ανθρώπων – προς όφελος μίας μικρής, εγχώριας ή/και ξένης ελίτ.
.

Οι ευθύνες της Δύσης

Με δεδομένο το ότι, οι αναδυόμενες και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι κυρίως αυτές που χαρακτηρίζονται από ελλειμματικούς Θεσμούς, κατανοεί κανείς πως η πολιτική που τους επέβαλλαν οι δυτικοί οργανισμοί είναι η βασική αιτία της αποτυχίας τους – η οποία τελικά προκάλεσε το μεταναστευτικό χάος που βιώνουμε.
Ειδικότερα η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία είναι υπεύθυνη για την αναπτυξιακή πολιτική των συγκεκριμένων χωρών, θεώρησε πως θα επιλυόταν το πρόβλημα τους με τη μεταφορά τεχνολογίας – οπότε προσπάθησε να τις βοηθήσει, διευκολύνοντας την εγκατάσταση των πολυεθνικών εταιριών σε αυτές. Η εν λόγω «διευκόλυνση» όμως προϋπέθετε την «ελκυστικότητα» τους για το διεθνές κεφάλαιο – κάτι που ακούμε συχνά και στην Ελλάδα, ιδίως το τελευταίο χρονικό διάστημα, αφού προηγήθηκε η χρεοκοπία.
Στα πλαίσια αυτά, για να γίνουν ελκυστικές οι αναδυόμενες χώρες στο διεθνές κεφάλαιο, έπρεπε να εφαρμόσουν τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον» – να απελευθερώσουν δηλαδή τις αγορές κεφαλαίου, να κάνουν ευέλικτη την αγορά εργασίας, να «απορρυθμίσουν» τις οικονομίες τους (κατάργηση κλειστών επαγγελμάτων κοκ.), να μειώσουν σημαντικά μισθούς και συντάξεις, να ιδιωτικοποιήσουν τις κρατικές επιχειρήσεις τους, καθώς επίσης να υιοθετήσουν αυστηρά προγράμματα λιτότητας (ανάλυση).
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να τονίσουμε πως εύλογα όλα τα παραπάνω φαίνονται οικεία σε όλους εμάς τους Έλληνες – αφού πρόκειται για τη γνωστή μας πολιτική των μνημονίων. Μία πολιτική που δεν είναι ουσιαστικά διαφορετική από τη «συναίνεση της Ουάσιγκτον», την οποία εφάρμοζε ανέκαθεν το ΔΝΤ σε όσες χώρες εισέβαλλε και εισβάλλει – ενώ σήμερα γίνεται αποδεκτή από το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών πολιτικών κομμάτων.
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, για να καταφέρει μία αναπτυσσόμενη χώρα με χαμηλό απόθεμα κεφαλαίων να πλησιάσει το επίπεδο μίας ανεπτυγμένης με υψηλά κεφάλαια, θα πρέπει να αυξήσει την παραγωγικότητα της σε όλα τα επίπεδα – ταυτόχρονα δε, να δρομολογήσει επαναστατικές αλλαγές στις συνήθειες των κατοίκων της, καθώς επίσης στο πρόγραμμα των προϊόντων που παράγει (μεταρρυθμίσεις).
Μεταξύ άλλων, να πάψει να στηρίζεται στα γεωργικά προϊόντα, στον πρωτογενή τομέα δηλαδή, αναπτύσσοντας τη βιομηχανία της – αμέσως μετά να εξελιχθεί στις υπηρεσίες, όπως στον τουρισμό, στην Υγεία κοκ.
Τέτοιου είδους ριζικές αλλαγές όμως, προϋποθέτουν μία σειρά ενεργειών, όπως την ευέλικτη προσαρμογή των εργαζομένων της στις νέες συνθήκες – καθώς επίσης τη συμμετοχή όλων στην αύξηση της παραγωγικότητας, έτσι ώστε να είναι αρκετή κάθε φορά η ζήτηση, για να πραγματοποιηθούν οι δομικές αλλαγές (κάτι που δεν συμβαίνει στην Ελλάδα, αφού η ζήτηση έχει καταρρεύσει, οπότε είναι ουσιαστικά αδύνατες οι αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις).
Ο δρόμος όμως αυτός είναι πολύ δύσκολος και εξαιρετικά επίπονος – επικίνδυνος επίσης, αφού η χώρα μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει, ειδικά εάν τυχόν αποδράσουν μαζικά τα ξένα κεφάλαια (όπως στην περίπτωση της ασιατικής κρίσης το 1997/98).
Ειδικότερα, η προηγμένη τεχνολογία προϋποθέτει μεγάλες επενδύσεις σε μηχανήματα κοκ., οι οποίες πρέπει να διενεργηθούν εκ των προτέρων. Παράλληλα οι επενδυτές, εγχώριοι και ξένοι, ευρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση, σε σχέση με τους εργαζομένους  – οπότε εισπράττουν ολόκληρη την υπεραξία των παραγομένων προϊόντων, εάν οι εργαζόμενοι δεν προλάβουν έγκαιρα να οργανωθούν ή εάν δεν τους στηρίξει το κράτος τους.
Ως εκ τούτου, δεν έχει συμβεί σε καμία από τις αναπτυσσόμενες χώρες στον πλανήτη οι πρώην αγρότες, οι οποίοι εξελίσσονται σε βιομηχανικούς εργάτες, να αμείβονται με μισθούς που είναι ανάλογοι με την αύξηση της παραγωγικότητας τους – με εξαίρεση ορισμένες ασιατικές χώρες, όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και μόλις πρόσφατα, σε κάποιο βαθμό, η Κίνα.
Στα υπόλοιπα κράτη της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, της Μέσης Ανατολής κοκ., δεν παρατηρείται καμία τέτοια διαδικασία – ενώ οι δυτικοί Θεσμοί και οι διάφορες οργανώσεις δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτα για να βοηθήσουν, προωθώντας τη σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα.
Αντίθετα, την εμποδίζουν με κάθε τρόπο, φτάνοντας στο σημείο να υιοθετούν μία ανάλογη αντιμετώπιση ακόμη και των δικών τους εργαζομένων – όπως στο παράδειγμα των Η.Π.Α., μετά την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού (γράφημα), όπου ουσιαστικά εκμεταλλεύονται διπλά την πλειοψηφία των εργαζομένων, αναγκάζοντας τους να συμπληρώνουν τα ελλειμματικά εισοδήματα τους με δάνεια, οπότε να κερδίζουν και από τους τόκους.
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - ΗΠΑ, παραγωγικότητα, αποζημίωση, σύγκριση

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στη Γερμανία, με κριτήριο την κατανομή των περιουσιακών στοιχείων, μεταξύ του ανώτατου 10% και του κατώτερου 50% (γράφημα που ακολουθεί) – όπου το κατώτερο 50% των Γερμανών κατέχει μόλις το 2,5% των περιουσιακών στοιχείων της χώρας, ενώ το ανώτατο 10% κατέχει το 63,7%. Το γεγονός αυτό δεν είναι μόνο άδικο αλλά, ακόμη χειρότερα, εμποδίζει την ανάπτυξη – κάτι που έχει ήδη διαπιστωθεί στη Γερμανία, η οποία ευημερεί αποκλειστικά και μόνο από την εκμετάλλευση των εταίρων της.
.
ΓΡΑΦΗΜΑ - Ευρωζώνη, πλούτος, κατανομή, ελίτ, πλούσιοι
.
Περαιτέρω, από την οικονομική ιστορία γνωρίζει κανείς πολύ καλά πόσο δύσκολη είναι η παραπάνω διαδικασία. Πόσοι αγώνες πρέπει να προηγηθούν, καθώς επίσης ποιοί Θεσμοί οφείλουν να δημιουργηθούν (συνδικάτα, συνταγματικά δικαστήρια κλπ.), για να καταφέρουν τελικά οι εργαζόμενοι να προστατεύσουν τα δικαιώματα τους – οπότε να αναπτυχθεί η οικονομία της χώρας τους, η οποία διαφορετικά είναι αδύνατη.
Πόσο μάλλον όταν στη Δύση, στο παρελθόν, υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις – όπως, για παράδειγμα, η αδυναμία του τότε βιομηχανικού προλεταριάτου να μεταναστεύσει, οπότε ήταν υποχρεωμένο να παραμείνει στον τόπο του και να αγωνισθεί (οι χώρες με ευρεία μετανάστευση, όπως η νότια Ιταλία, δεν αναπτύχθηκαν ποτέ).
Μία επόμενη προϋπόθεση που υπήρχε εκείνη την εποχή, ήταν η αδυναμία των βιομηχάνων να μεταφέρουν σε άλλες περιοχές τα εργοστάσια και την παραγωγή τους – οπότε ήταν υποχρεωμένοι να διαπραγματεύονται με τους εργαζόμενους.
Τέλος, η Δύση κατέφερε να αναπτυχθεί επειδή τα σύνορα τότε ήταν κλειστά για τους εργαζομένους, για το κεφάλαιο και για τις υπηρεσίες – σε κάποιο βαθμό επίσης για τα προϊόντα ανταγωνιστικών χωρών, με τη βοήθεια των δασμών, των νομισματικών ισοτιμιών, των επιδοτήσεων της εγχώριας βιομηχανίας κοκ.
Όσον αφορά δε την τεχνολογία, δεν ήταν τόσο υψηλή στις ανταγωνιστικότερες χώρες, ώστε να μην μπορούν να την πλησιάσουν οι άλλες, όπως συμβαίνει σήμερα – όπου, για παράδειγμα, είναι πολύ δύσκολο να αποκτήσει πλέον τη γερμανική τεχνολογία η Χιλή ή το Σουδάν.
Αντίθετα λοιπόν με τότε, οι νέες χώρες που εισέρχονται στην παγκόσμια αγορά, είναι υποχρεωμένες να έχουν ανοιχτά τα σύνορα τους, να μην προστατεύουν τις επιχειρήσεις τους κοκ. – ενώ ταυτόχρονα η τεχνολογική διαφορά τους με τις ανεπτυγμένες είναι τρομακτική. Πώς είναι δυνατόν λοιπόν να αναπτυχθούν;
.

Ο πυρήνας του μεταναστευτικού προβλήματος

Έτσι καταλήγουμε στον απόλυτο πυρήνα του προβλήματος – στην ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση, μέσω της οποίας γίνονται οι πλούσιοι πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, είτε αυτοί είναι κράτη, είτε απλοί άνθρωποι. Στο σημείο αυτό είναι αρκετό να προσθέσουμε το συμπέρασμα μίας μελέτης (πηγή), σύμφωνα με το οποίο τα εξής:
«Οι παλαιές ανεπτυγμένες χώρες έχουν εξελιχθεί περαιτέρω, ως εξαγωγείς βιομηχανικών προϊόντων. Οι αναπτυσσόμενες και οι αναδυόμενες έχουν αποβιομηχανοποιηθεί, πριν ακόμη προλάβουν να αναπτύξουν τις δικές τους σοβαρές βιομηχανίες.
Βέβαια έχουν χάσει βιομηχανικές θέσεις εργασίας και οι ανεπτυγμένες χώρες, αλλά η ποσοστιαία μείωση τους είναι πολύ χαμηλότερη. Οι βιομηχανικές χώρες έχουν εξάγει τα πλεονασματικά προϊόντα που παράγουν στις αναπτυσσόμενες, με αποτέλεσμα να είναι πολύ δύσκολη, ακόμη και αδύνατη, η ίδρυση βιομηχανιών από αυτές.
Ακόμη πιο θανατηφόρα από τη μη δημιουργία ή την απώλεια των θέσεων εργασίας στις αναπτυσσόμενες χώρες,είναι τα πολιτικά, καθώς επίσης τα κοινωνικά επακόλουθα της μη βιομηχανοποίησης τους, την οποία εμπόδισαν οι ανεπτυγμένες – αφού έχουν μεν εισάγει την απαιτούμενη τεχνολογία, αλλά τους λείπουν περισσότερο από ποτέ εκείνοι οι κοινωνικοί Θεσμοί, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για να μετατραπεί η τεχνολογία σε ευημερία.
Χωρίς τη βιομηχανοποίηση τους, καθώς επίσης χωρίς την ύπαρξη των μεγάλων επιχειρήσεων που απαιτούνται,στις αναπτυσσόμενες οικονομίες θα υπάρχουν μόνο μικρές εταιρίες, καθώς επίσης φτωχικές, άτυπες συνθήκες εργασίας. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, είναι αδύνατον στους «μη ελίτ» Πολίτες τους να αναπτύξουν μία ταξική αλληλεγγύη – να οργανωθούν με πολιτικά κόμματα, καθώς επίσης με ορθολογικά εργατικά συνδικάτα, οπότε να αναπτύξουν μία δημοκρατική κουλτούρα.
Αντί αυτού, κυριαρχούν εθνικιστικά και θρησκευτικά κινήματα, τα οποία επιτρέπουν στις ελίτ να διασφαλίζουν τα συμφέροντα τους, με το γνωστό τρόπο του «διαίρει και βασίλευε». Δεν υποχρεώνονται λοιπόν σε δεσμεύσεις οπότε, αντί για το Κράτος Δικαίου, επικρατεί η αυθαιρεσία των ισχυρών – με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε αποτυχημένα κράτη, με τους Πολίτες τους να τα εγκαταλείπουν μεταναστεύοντας μαζικά.
Ένοχος είναι η «συναίνεση της Ουάσιγκτον» (όπως αναφέραμε έχει άμεση σχέση με τα γνωστά μας μνημόνια), η οποία έχει προωθήσει αυτού του είδους τις διαδικασίες που οδηγούν στην αποτυχία των κρατών.
Η αυξημένη παραγωγικότητα πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από αντιπροσωπευτικούς Θεσμούς – οι οποίοι να επιτρέπουν ανάλογα αυξημένα εισοδήματα, μεγαλύτερη κατανάλωση και ελεύθερο χρόνο. Διαφορετικά η πρόοδος παράγει χάος, ανισότητες και ανεργία – όλα αυτά δε σε έναν πλανήτη, του οποίου τα σύνορα είναι πιο ανοιχτά από ποτέ«.
Ολοκληρώνοντας, το ξεκίνημα αυτού του χάους βιώνουμε σήμερα στην Ευρώπη η οποία, αντί να προσπαθήσει να το λύσει εκεί ακριβώς που δημιουργείται, στις πατρίδες των μεταναστών, επιχειρεί να το εκμεταλλευθεί με το χειρότερο δυνατό τρόπο – όπως στο παράδειγμα της Γερμανίας που εισάγει ανθρώπους, αφενός μεν για να αντιμετωπίσει το δικό της δημογραφικό πρόβλημα, αφετέρου για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα της,απασχολώντας σκλάβους με μηδενικές μισθολογικές απαιτήσεις στη βιομηχανία της.
.

Επίλογος

Εύλογα συνδέει κανείς τα παραπάνω, με μία αντίστοιχη κατάσταση εντός της Ευρωζώνης – στην οποία οι λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες έχουν ένα επί πλέον πρόβλημα: το κοινό νόμισμα το οποίο, σε συνδυασμό με την υπερχρέωση τους, δεν τους επιτρέπει καμία απολύτως ελπίδα για το μέλλον.
Εν τούτοις, το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι ούτε το νόμισμα, ούτε τα χρέη – αλλά το ότι πολλές από αυτές, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αποβιομηχανοποιήθηκαν προτού καν βιομηχανοποιηθούν, ενώ σήμερα δεν υπάρχει καμία αντικειμενική δυνατότητα για να διορθώσουν το λάθος τους.
Πόσο μάλλον όταν τους επιβάλλεται η «συναίνεση της Ουάσιγκτον» από το Βερολίνο (άρθρο), τα μνημόνια και η πολιτική λιτότητας δηλαδή, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται νομοτελειακά σε αποτυχημένα κράτη – όπως αυτά στην Ασία, στη Λατινική Αμερική και αλλού. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται από τα κύματα των Ελλήνων, των Ιρλανδών, των Πορτογάλων κοκ. μεταναστών, τα οποία εγκαταλείπουν μαζικά τις χώρες τους – αδυνατώντας, όπως οι ασιάτες ή οι αφρικανοί, να επιβιώσουν.
Εάν λοιπόν δεν ξεκινήσει μία συζήτηση εντός της Ελλάδας και της Ευρώπης, ειδικά όσον αφορά τον πυρήνα του προβλήματος (την αναβίωση της εγχώριας βιομηχανίας των αποτυχημένων χωρών, μαζί με τη δημιουργία των απαιτούμενων Θεσμών, σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση των ευρωπαϊκών ασυμμετριών που προκαλεί η Γερμανία), το μέλλον ολόκληρης της ηπείρου μας θα είναι πολύ σκοτεινό.
Κάτω από τη συγκεκριμένη οπτική γωνία, το θέμα του εθνικού νομίσματος είναι πραγματικά δευτερεύον – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως δεν πρέπει να αρχίσει να συζητείται ανοικτά, έτσι ώστε να ενημερωθεί ως οφείλει ολόκληρη η ελληνική κοινωνία.
Εν τούτοις από μόνο του το νόμισμα, ακόμη και αν υποθέσουμε πως υπήρχαν οι οικονομικές (μηδενισμός του χρέους), οι τεχνικές (αποθέματα, υγιείς τράπεζες κλπ.) και οι πολιτικές δυνατότητες (κόμματα, ικανά στελέχη), δεν θα έλυνε ποτέ το πρόβλημα της Ελλάδας – όπως δεν το έχει λύσει στις χώρες από τις οποίες έρχονται τα συνεχώς αυξανόμενα μεταναστευτικά κύματα στην Ευρώπη, παρά το ότι έχουν τη νομισματική τους κυριαρχία.
Συγγραφέαςπηγή:Analyst Team