Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Στρατιωτικοί εξοπλισμοί & Εθνική Οικονομία





Αποτέλεσμα εικόνας για φωτο πολεμικων αεροπλανων-αρματων πλοιωνΑποτέλεσμα εικόνας για φωτο ημερας ενοπλων δυνάμεων




Η χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες αντιμετωπίζει απροκάλυπτα απειλή από την Τουρκία και το ρόλο που της ανατίθεται στο πλαίσιο των πολιτικοστρατιωτικών ολοκληρώσεων για τη διαμόρφωση περιφερειακών συστημάτων ασφαλείας.

Η τουρκική επιθετικότητα εκδηλώνεται με τους συνεχείς εξοπλισμούς και τους διακηρυσσόμενους στόχους της. Από τις αρχές του ΄90 παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές σε όλα σχεδόν τα κράτη, ως προς τη δομή στρατιωτικής οργάνωσης και την παραγωγή και διεθνή διακίνηση οπλικών συστημάτων. 

Οι χώρες του ΝΑΤΟ ακολουθούν πολιτική μείωσης των στρατιωτικών δαπανών λόγω της κατάρρευσης του αντιπάλου στρατιωτικού συνασπισμού αλλά και της ανάγκης μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων με μόνη εξαίρεση την Τουρκία, που μολονότι το κατά κεφαλήν εισόδημα βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, συγκρινόμενο με τις άλλες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, εν τούτοις, ο τουρκικός κοινωνικός σχηματισμός αποδέχεται τις υψηλές στρατιωτικές δαπάνες τη στιγμή που ως χώρα αντιμετωπίζει πολλά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Το πολιτικό καθεστώς της χώρας αυτής υλοποιεί την στρατηγικά φιλόδοξη πολιτική της προκειμένου να διαδραματίσει ρόλο τοπικής υπερδύναμης, κάτι που ασφαλώς θα έχει θετικές επιπτώσεις στο σύνολο της τουρκικής κοινωνίας.

Είναι δικαίωμα και υποχρέωση κάθε χώρας να φροντίζει για την ασφάλειά της. Όμως οι εξόφθαλμα μεγάλες στρατιωτικές δαπάνες, συμβάλλουν στην περιφερειακή αστάθεια, εκτός από τις σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις. Οι μεγάλοι εξοπλισμοί, αντί να ενισχύσουν την ασφάλεια, δημιουργούν συχνά αβεβαιότητα και ένταση μεταξύ των κρατών ενώ μειώνουν τις ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη. Στις περισσότερες περιοχές όπου υπάρχει ένταση και αστάθεια, οι επιπτώσεις των αμυντικών δαπανών στην ευημερία των πληθυσμών είναι πολύ συχνά δραματικές. Η υπεροπλία της επιπρόσθετα, καθιστά την Τουρκία απρόβλεπτη στη συμπεριφορά της, που πολλές φορές μάλιστα περιφρονεί τους διεθνείς κανόνες δικαίου, προβάλλοντας την επιθετικότητά της όπου και όταν εξυπηρετούνται οι στρατηγικοί της στόχοι. 

Η χώρα μας, που έχει γευθεί όχι μόνο την φραστική αλλά την έμπρακτη απειλή εκ μέρους της Τουρκίας, οφείλει να διατηρεί ισχυρή αποτρεπτική δύναμη. Η αμυντική θωράκιση της χώρας έχει προτεραιότητα γιατί χωρίς εθνική ανεξαρτησία δεν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη. Χωρίς όμως οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η συνεχής και συνεπής αμυντική θωράκιση, χωρίς οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρχει αμυντική στρατηγική.

Για να διασφαλίσουμε την αμυντική μας επάρκεια είμαστε υποχρεωμένοι να εξασφαλίζουμε τη διάθεση επαρκών οικονομικών πόρων που να κατευθύνονται στο χώρο των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι αμυντικές δαπάνες, που μετά το 1974 απορροφούν περίπου το 5% του ΑΕΠ, είναι μία δυσάρεστη αναγκαιότητα και έχουν αρνητικές αλλά και θετικές επιπτώσεις στην εθνική οικονομία. Οι αρνητικές συνίστανται στο ότι πρέπει να γίνουν σε ορισμένο χρονικό πλαίσιο και επειδή δεν μπορούμε να παράγουμε τα οπλικά συστήματα που μας αναγκαιούν, ένα μεγάλο τμήμα του κεφαλαίου φεύγει έξω από τη χώρα μας. Επιπρόσθετα οι αμυντικές δαπάνες μειώνουν τις δυνατότητες της χώρας μας για κοινωνικές δαπάνες ή δαπάνες παιδείας. Στις θετικές επιπτώσεις υπολογίζονται οι δυνατότητες ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, η απορρόφηση τεχνογνωσίας και οι δευτερογενείς επιδράσεις στην υπόλοιπη βιομηχανία (την μη αμυντική).

Από πολλές πλευρές υποστηρίζεται η άποψη ότι οι αγορές οπλικών συστημάτων ή οι επενδύσεις γενικότερα στην άμυνα ισοδυναμούν με απώλεια πόρων. Αυτή η προσέγγιση δεν είναι ορθή γιατί η άμυνα είναι δημόσιο αγαθό. Κανείς ποτέ δεν σκέφθηκε να καταργήσει την Αστυνομία, το Λιμενικό, τα Δικαστήρια, διότι μας εξασφαλίζουν το δημόσιο αγαθό που είναι η εσωτερική ασφάλεια. Η άμυνα και οι κάθε είδους επενδύσεις σε αυτή, ισοδυναμούν σε επενδύσεις, σε μονάδες αποτροπής που μας εξασφαλίζουν την ειρήνη, τη σταθερότητα και γενικά την ομαλή ανάπτυξη της οικονομίας. Ακούγονται διαμαρτυρίες για τα υψηλά ποσοστά των αμυντικών μας δαπανών δεν έχουμε όμως ακούσει όμως διαμαρτυρίες για τις επιχορηγήσεις που εδίδοντο κάθε χρόνο για τις ΔΕΚΟ που από το έλλειμμα ενός μόνο έτους θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η αγορά του συγκεκριμένου πολεμικού υλικού που θα χρησιμοποιηθεί για περίοδο 20 ετών περίπου.Εάν υπολογισθούν και τα Αντισταθμιστικά Οφέλη που οι ξένες εταιρείες από τις οποίες προμηθευόμεθα οπλικά συστήματα προσφέρουν στη χώρα μας, ιδιαίτερα μάλιστα όταν υπάρχει μεταφορά υψηλής τεχνολογίας, τότε από τις αμυντικές δαπάνες προκύπτει μετρήσιμο οικονομικό όφελος.

Το ουσιαστικό κέρδος από τα Αντισταθμιστικά Οφέλη προκύπτει μόνο όταν γίνονται σωστές προτάσεις και αποφεύγονται οι εύκολες λύσεις. (Έχουμε περίπτωση που υπολογίσθηκε ως αντισταθμιστικό όφελος οι αφίξεις τουριστών από συγκεκριμένη Ευρωπαϊκή χώρα προς την πατρίδα μας οι οποίοι μάλλον θα έκαναν διακοπές στη χώρα μας έτσι και αλλιώς. 

Το αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το ηθικό του προσωπικού, η εκπαίδευση, η οργάνωση, ο εξοπλισμός με σύγχρονα μέσα κ.λ.π. Εάν αντιπράξουμε τα πιο σύγχρονα οπλικά συστήματα δεν θα έχουμε κανένα αποτέλεσμα χωρίς τις ενέργειες των χειριστών και αυτό σηματοδοτεί την κύρια επίδραση του ανθρώπινου παράγοντα και η προς αυτόν μέριμνα της πολιτείας πρέπει να έχει υψηλή προτεραιότητα. Αν δεν φροντίσουμε για τους ανθρώπους, οπλικά συστήματα τεχνολογικής αιχμής από μόνα τους δεν πρόκειται να μας σώσουν. Επένδυση για την βελτίωση του προσωπικού δεν κινδυνεύει να απαξιωθεί ή να εξουδετερωθεί και είναι σίγουρα αποδοτική.

Για την κάλυψη των αναγκών σε σύγχρονα οπλικά συστήματα, τα Γενικά Επιτελεία των Κλάδων συντάσσουν 5ετές εξοπλιστικά πρόγραμμα. Η σχεδίαση γίνεται βάσει των συμπερασμάτων αναλυτικής μελέτης της απειλής, των ειδικών συνθηκών χρήσης των οπλικών συστημάτων, της αναδυόμενης σε κάθε τομέα τεχνολογίας και βεβαίως του ανθρώπινου παράγοντα. Η δόμηση του εξοπλιστικού παράγοντα πρέπει να έχει ως στόχο την αντιμετώπιση της απειλής και όχι τον εξοπλιστικό ανταγωνισμό. Πρέπει να σχεδιάζεται κατά τρόπο που να εξυπηρετεί την αμυντική στρατηγική της χώρας μας και όχι έναν άνευ λογικής εξοπλιστικό ανταγωνισμό που προσπαθούν να επιβάλουν τα οικονομικά συμφέροντα των μεγάλων αμυντικών βιομηχανιών και οι πολιτικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα αυτά.

 Ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα είναι ρεαλιστικό όταν στηρίζεται στην ποιοτική υπεροχή των οπλικών συστημάτων και την επαγγελματική εξειδίκευση του ανθρώπινου δυναμικού που θα χειρισθούν τα συστήματα και κινείται στο πλαίσιο των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική ανάπτυξη και πορεία της χώρας ούτε να οδηγεί σε υπέρμετρο εξωτερικό δανεισμό διότι τότε συνδυάζεται η υλοποίησή του με εξαρτήσεις (πολιτικές ή οικονομικές) με προφανή αρνητικά αποτελέσματα.

Σε ότι αφορά την επιλογή των κυρίων οπλικών συστημάτων που αναγκαιούν στις ένοπλες δυνάμεις (Άρματα – Α/Φ – Πυροβόλα – Πολεμικά Πλοία – κ.λ.π) που εντάσσονται στα εξοπλιστικά προγράμματα, από μελέτη της διεθνούς πρακτικής προκύπτει ότι το υλικό των Ε.Δ. διαχωρίζεται σε τρεις βασικές κατηγορίες, στο σύγχρονο πολεμικό υλικό που καλύπτει χρονική περίοδο χρησιμοποίησης 15 ετών περίπου, το εκσυγχρονισμένο υλικό (στο υπάρχον υλικό ενσωματώνονται οι σύγχρονες βελτιώσεις) και το παλαιό υλικό. Αυτή τη διάκριση του υλικού οφείλουν τα Γενικά Επιτελεία να την λαμβάνουν υπόψη τους στη σύνταξη των εξοπλιστικών προγραμμάτων. Επίσης τα Γενικά Επιτελεία πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους ότι το έδαφος ως παράγοντας ισχύος έχει υποβαθμισθεί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το έδαφος έχει πάψει να έχει σημασία στον σημερινό «παγκοσμιοποιημένο» κόσμο. Αποτελεί στοιχείο ισχύος αλλά με διαφορετική θεώρηση, διατηρεί δηλαδή τη στρατηγική του σημασία όχι η επιφάνεια αλλά μάλλον ως αφετηρία για επιχειρήσεις (κυρίως αεροπορικές) στο εσωτερικό της χώρας του αντιπάλου για επιχειρήσεις ελέγχου δρομολογίων κ.λ.π.

Αυτό που εξέφρασε κατά θαυμαστό μάλιστα τρόπο το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν του Αλβανικού Έπους «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους», σήμερα δεν μπορεί να αποτελεί στρατηγικό μας στόχο με την έννοια ότι οι μικρές χώρες δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα αντισταθούν για πολύ στηριζόμενοι ισχυρά στην στατική εδαφική άμυνα. Την άμυνά μας σήμερα οφείλουμε να την εξασφαλίσουμε με κατάλληλα οπλικά συστήματα με οργανωμένες ένοπλες δυνάμεις στη λογική της ισχύος ενός ισχυρού κράτους με την οποία μπορεί να προστατεύσει την εδαφική μας ακεραιότητα χρησιμοποιώντας οικονομικά, διπλωματικά και στρατιωτικά μέσα και πιέσεις που ασκούνται σε περιφερειακή αλλά και διεθνή κλίμακα.
Ένας λαός πρέπει να είναι ισχυρός ώστε να μην κινδυνεύει να απολέσει το έδαφός του. Οι όροι του παιχνιδιού έχουν αλλάξει και ευρίσκονται σε πλεονεκτική θέση τα κράτη (μικρά ή μεγάλα) που διαθέτουν τα πλεονεκτήματα που απαιτεί η σημερινή πραγματικότητα υπό την βασική προϋπόθεση ότι θα προσαρμόσουν ανάλογα την συμπεριφορά τους εγκαταλείποντας ξεπερασμένες αμυντικές στρατηγικές.

 Η ασφάλεια μιας μικρής χώρας όπως είναι η Ελλάδα, κατοχυρώνεται με αξιόπιστη αποτρεπτική δύναμη, διπλωματικές υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και απόδοσης, αποτελεσματικές υπηρεσίες πληροφοριών, ανεπτυγμένη οικονομία και υψηλό επίπεδο πολιτισμικού τομέα που διαμορφώνει την εικόνα της χώρας και των ανθρώπων που επιδρά στις πολιτικές αποφάσεις των μεγάλων δυνάμεων.

Αυτές οι σκέψεις οφείλουν να προβληματίζουν τους υπεύθυνους προκειμένου να γίνουν οι σωστές επιλογές των οπλικών συστημάτων που θα αποκτήσουμε. Σε ότι αφορά τώρα την επιλογή του οπλικού συστήματος από οικονομικής και μόνο προσέγγισης ισχύει η αρχή «το ακριβότερο είναι το πιο φθηνό». Αυτό προκύπτει από τους δείκτες κόστους αποτελεσματικότητας. Για να γίνει αντιληπτή η αρχή θα την εξειδικεύουν σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Η εμπειρία από τον Πόλεμο του Κόλπου αλλά και από τους πρόσφατους πολέμους στην πρώην Γ/Β μας έδειξε ότι ο βαθμός αποτελεσματικότητας ενός τόνου κατευθυνόμενης βόμβας ήταν 51,25 μεγαλύτερος από ενός τόνου απλής βόμβας. Το κόστος μιας κατευθυνόμενης βόμβας είναι περίπου 10πλάσιο από ότι μια απλή της ίδιας κατηγορίας και αποτελεσματικότητας οπότε το συνολικό αποτέλεσμα είναι πως η καταστροφή ενός στόχου με κατευθυνόμενη βόμβα στοιχίζει 5 φορές λιγότερο από ότι με απλές. Αυτή η σχέση ισχύει για όλα τα είδη των οπλικών συστημάτων σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό.

Παλαιότερα τα Γενικά Επιτελεία ήταν υπεύθυνα για το σχεδιασμό και την υλοποίηση των εξοπλιστικών των προγραμμάτων. Θεωρήθηκε το σύστημα εξοπλισμών εντός των ΓΕ ότι παρουσιάζει αδυναμίες και μετά από προβληματισμούς και παλίνδρομους σχεδιασμούς το 1995 ψηφίζεται ο νόμο 1992/95 με τον οποίο θεσμοθετείται η αναδιοργάνωση του ΥΠΕΘΑ με βασική καινοτομία τη σύσταση δύο νέων υπηρεσιών του Επιτελείου Υπουργού Εθνικής Αμύνης (ΕΠΥΕΘΑ) και της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών (ΓΔΕ) που έχει την ευθύνη της υλοποίησης των προγραμμάτων αμυντικών εξοπλισμών καθώς και την αμυντική βιομηχανία, την έρευνα, τεχνολογία και αντισταθμιστικά οφέλη.
πηγή:difencenews.gr