Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΣΛΑΜ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ: Κάποιες άγνωστες… «λεπτομέρειες»











Ισλάμ που σημαίνει «συμφωνία», «συνθήκη» ή αλλιώς «υποταγή στο Θεό» ή «αφοσίωση» είναι πρωτίστως μία από τις μεγαλύτερες θρησκείες και δευτερευόντως πολιτισμός. Το μουσουλμανικό δίκαιο και η κοσμοθεωρία του είναι τελείως διαφορετικό από το δίκαιο που αντιλαμβανόμαστε στη Δύση. Δεν πρόκειται δηλαδή για ένα σύστημα κανόνων που ρυθμίζουν «έξωθεν και αναγκαστικώς» την ανθρώπινη συμπεριφορά αλλά πρόκειται για τον «νόμο του Θεού» ακόμη και αν δεν προβλέπει κυρώσεις.
Του Ευάγγελου Τσισιλιάνη*
Πρόκειται δηλαδή για ένα καθαρά θρησκευτικό δίκαιο το οποίο οι πιστοί του θα πρέπει να τηρούν ανελλιπώς καθώς καλύπτει ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου. Όταν λοιπόν ομιλούμε για το μουσουλμανικό δίκαιο πρέπει να έχουμε πάντοτε στο μυαλό μας ότι δεν πρόκειται για ένα σύστημα χωριστό από την θεολογία και επομένως ο νομομαθής δεν είναι μόνο νομικός! Η μόνη διαφορά που υπάρχει μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ είναι ότι οι μουσουλμάνοι δεν αποδέχονται τη θεότητα του Ιησού καθώς θεωρούν ότι δεν είναι δυνατόν ο Υιός να εξομοιώνεται με τον Θεό. Αποδέχονται δηλαδή το «Πατήρ και Άγιο Πνεύμα».
Οι πηγές του μουσουλμανικού δικαίου είναι πρωτίστως το Κοράνι και οι Σούννα, εξ ου και οι Σουνίτες. Το Κοράνι αποτελεί το θεμελιώδη λίθο όλου του Ισλάμ. Είναι το ουράνιο βιβλίο που απεστάλη στον Μωάμεθ από τον άγγελο Γαβριήλ τον μήνα Ramadan και παραδόθηκε σταδιακά στον Προφήτη για χάρη όλης της ανθρωπότητας. Αποτελείται από 114 κεφάλαια τα οποία περιέχουν διάφορους αριθμούς στίχων. Συνολικά αριθμούνται 6.219 στίχοι αλλά από αυτούς νομικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν μόνο 500 – 600. Ούτε βέβαια εμπεριέχονται γενικές αρχές δικαίου αλλά μόνον ειδικές ρυθμίσεις σε θέματα οικογενειακού, κληρονομικού και ποινικού δικαίου. Έτσι, παρατηρείται το εξής οξύμωρο: Η βασικότερη πηγή δικαίου είναι ελλιπής!
Προκειμένου να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα για τα οποία το Κοράνι δεν παρείχε ρύθμιση, αναζητήθηκε μια δεύτερη συμπληρωματική πηγή. Αυτή δεν είναι άλλη από την Σούννα, δηλαδή η παράδοση προς την οποία ιδίως οι Άραβες τρέφουν μεγάλο σεβασμό. Όπως αναφέρει ο Γιαννουλάτου, ως παράδοση νοούνται «τα περί της πράξεως και σοφίας του Μωάμεθ, ως την καθώριζον διάφορα περιστατικά, αποφθέγματα και γεγονότα μεταδιδόμενα από στόματος εις στόμα στηριζόμενα εις αυτόπτας μάρτυρας της πρώτης ισλαμικής γενεάς». Η Σούννα βέβαια θα πρέπει να αντλεί την ισχύ της από το Κοράνι και να είναι σύμφωνη με αυτό αφού ο λόγος του Θεού θα πρέπει να συμβαδίζει με την συμπεριφορά του απεσταλμένου του. Γι’ αυτό και όλοι οι «ορθόδοξοι» μουσουλμάνοι είναι σουννίτες.
Επειδή όμως και η Σούννα δεν ήταν αρκετή για να επιλύσει όλα τα προβλήματα αναπτύχθηκε η Ίτζμα. Πρόκειται για τις απόψεις φημισμένων προσώπων με βαθειά γνώση επί του Κορανίου και της Σούννα, οι οποίες δεν ήταν νομικώς δεσμευτικές. Αν όμως οι απόψεις αυτές συναντούσαν την αποδοχή όλης της μουσουλμανικής κοινότητας τότε αυτομάτως μετατρεπόταν σε κανόνα δεσμευτικό. Σήμερα δεν απαιτείται η συναίνεση όλης της κοινότητας αλλά αρκεί αυτή των «θεολόγων» και «νομικών», γνωστοί ως Imam και Mudjtahid. Το αποτέλεσμα φυσικά ήταν να μετατραπεί το Ισλάμ σε ένα δίκαιο καθαρά περιπτωσιολογικό, εμπειρικό.
Έτσι, προέκυπταν και εξακολουθούν να προκύπτουν διαφορές στην επίλυση ταυτόσημων κατά τα φαινόμενα ζητημάτων. Άλλωστε δεδικασμένο στο μουσουλμανικό δίκαιο δεν υπάρχει και η απόφαση είτε του ιμάμη είτε του δικαστή μπορεί να μεταβληθεί! Η δε νομολογία δεν αποτελεί πηγή του δικαίου όπως συμβαίνει σε όλη τη Δύση αλλά αναγνωρίζεται μονάχα ο σημαντικός της ρόλος.
Η τελευταία πηγή του μουσουλμανικού δικαίου είναι το Κιγιάς (Kiyas). Στην πραγματικότητα δεν αποτελεί πηγή αλλά τρόπο ερμηνείας. Το Κιγιάς έρχεται για να αντιμετωπίσει προβλήματα σε περιπτώσεις που δεν αναφέρονται ρητά στις ανωτέρω πηγές δικαίου και συνήθως χρησιμοποιεί την αναλογία, καθώς επίσης και τα επιχειρήματα a fortiori, a majore ad minus, a minore ad majus και a contrario. Η βάση του Κιγιάς εννοείται ότι είναι και πάλι το Κοράνι, η Σούννα ή/και η Ίτζμα. Δεν είναι δηλαδή δυνατό να δοθεί λύση με βάση το Κιγιάς (δηλαδή λύση που έχει ήδη προταθεί).
Όλα τα ανωτέρω αφορούν πρωτίστως τους «ορθόδοξους» μουσουλμάνος δηλαδή τους Σουννίτες.Εκτός όμως από αυτούς ένα άλλο μεγάλο ρεύμα έχει αναπτυχθεί εδώ και αιώνες και πρόκειται για τους Σηίτες, οι οποίοι θεωρούνται αιρετικοί. Για τους τελευταίους νόμιμος διάδοχος του Μωάμεθ είναι ο γαμπρός του και ξάδερφός του Αλή και όχι ο πεθερός του Aboou Bakr. Το πιο σημαντικό πρόσωπο για αυτούς είναι ο ιμάμης, τον οποίο οφείλουν να αγαπούν όπως αγαπούν τον Μωάμεθ και ο οποίος είναι ο μόνος ικανός να ερμηνεύσει το Κοράνι και τη Σούννα. Κανείς άλλος δεν διαθέτει τέτοιο δικαίωμα και επομένως η Ίτζμα και το Κιγιάς αποκλείονται, αφού ο ιμάμης είναι εξουσιοδοτημένος να δίδει λύσεις σε οποιοδήποτε νέο πρόβλημα προκύψει.
Το αποτέλεσμα βεβαίως ήταν να αναπτυχθεί ένα μεγάλο μίσος ανάμεσα στις δυο αυτές κοινότητες που κρατεί καλά μέχρι σήμερα. Οι διαφορές αυτές θεωρούνται τόσο σημαντικές που δίνουν το «δικαίωμα» στις ομάδες να επιτίθενται η μια στην άλλη! Άλλωστε η ελαστικότητα στις ερμηνείες που δίδονται είναι άλλο ένα πρόσχημα για πόλεμο. Ο θρησκευτικός αυτός ανταγωνισμός είναι τόσο βαθύς και έντονος που αναγκάζει ολόκληρα κράτη να ακολουθούν συγκεκριμένες πολιτικές απέναντι στους ομοδόξους τους.
Αυτό παρατηρείται ιδίως στις μέρες μας με το Σηιτικό Ιράν να υποστηρίζει τον Άσαντ μέσω της Χεζμπολάχ, ενώ τα κράτη του Κόλπου και η Σαουδική Αραβία παίζουν με τη φωτιά υποστηρίζοντας τους σουννίτες δολοφόνους του Ισλαμικού Κράτους. Όμως η διαμάχη δεν είναι μόνον θρησκευτική.Στη Δύση αδυνατούμε να αντιληφθούμε σήμερα την επιρροή που ασκεί στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς τόσο η θρησκεία όσο και η παράδοση.
Οι πληθυσμοί αυτοί δεν είναι ομοιογενείς και μέχρι και σήμερα είναι αμφίβολο αν έχουν αναπτύξει εθνική συνείδηση. Ο διαχωρισμός τους γίνεται σε φυλές, οι οποίες ελέγχουν η καθεμιά και από μια περιοχή και μόλις βρουν ευκαιρία επιτίθενται η μια στην άλλη. Οι δε κεντρικές κυβερνήσεις αδυνατούν να ελέγξουν απολύτως όλες τις περιφέρειες και να επιβάλλουν την τάξη. Αυτό συμβαίνει σήμερα σε όλη την βόρειο Αφρική και Μέση Ανατολή και κανείς δεν μένει ανεπηρέαστος. Έτσι, οι φατρίες βρήκαν την ευκαιρία να αναλάβουν την εξουσία στις περιοχές τους προχωρώντας σε φοβερά εγκλήματα πολέμου τα οποία η Διεθνής Κοινότητα απλώς παρατηρεί.
Από την άλλη πλευρά όπως εύστοχα αναφέρει ο Χένρυ Κίσσιγκερ (http://www.defence-point.gr/news/?p=110827), η θρησκεία καθίσταται όπλο στην εξυπηρέτηση γεωπολιτικών στόχων και οι άμαχοι καταδικάζονται σε εξόντωση, για τη θρησκεία ή το δόγμα τους. Η σύγκρουση που διεξάγεται τώρα είναι και θρησκευτική και γεωπολιτική. Ένας σουνιτικός όμιλος κρατών που αποτελείται από τη Σαουδική Αραβία, τις χώρες του Κόλπου και σε κάποιο βαθμό την Αίγυπτο και την Τουρκία, είναι αντιμέτωπος με έναν όμιλο, με ηγέτη το σιιτικό Ιράν, το οποίο υποστηρίζει το υπό τον Άσαντ τμήμα της Συρίας, τη Βαγδάτη και τις ιρακινές σιιτικές ομάδες που ελέγχουν την κυβέρνηση, τη Χεζμπολάχ στον Λίβανο και τη Χαμάς στη Γάζα.
Το όπλο της θρησκείας είναι «νόμιμο» αφού όλες οι συμπεριφορές ρυθμίζονται ξεχωριστά η καθεμιά λόγω έλλειψης σαφών κανόνων δικαίου. Η δε Διεθνής Κοινότητα έχει πολλά συγκρουόμενα συμφέροντα και ουδείς αυτήν τη στιγμή αναλαμβάνει την ευθύνη για πολιτική επέμβαση. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί δεν πρόκειται (τουλάχιστον σε σύντομο χρονικό διάστημα) να βρουν την άκρη από μόνοι τους και το μόνο που προβλέπεται με βεβαιότητα είναι η θανάτωση πολλών ακόμη αμάχων.
Είναι επιτακτική λοιπόν η ανάγκη οι Η.Π.Α. και η Ρωσία που ασφαλώς και έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα στην περιοχή να συμμαχήσουν και να εγκαθιδρύσουν ένα ασφαλές περιβάλλον σε μια τόσο μεγάλη γεωγραφική περιοχή. Και εδώ υπεισέρχεται ο ρόλος της Ελλάδος, η οποία θα έπρεπε από καιρό να έχει εγκαταλείψει την τυφλή πολιτική του ναι σε όλα και να μεσολαβήσει μεταξύ Η.Π.Α. και Ρωσίας με στόχο την εξεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης. Άλλωστε αυτό που στην Ελλάδα δεν έχει γίνει ακόμη απολύτως κατανοητό είναι ότι εμείς βγαίνουμε χαμένοι από τον ανταγωνισμό Ρωσίας – Η.Π.Α. και κερδισμένη φυσικά η Τουρκία, της οποίας η γεωπολιτική σημασία μεγιστοποιείται.
Μόνο να σκεφτεί κανείς τους πρόσφυγες και οικονομικούς μετανάστες που διανύουν καθημερινά το Αιγαίο είναι λόγος αρκετός για δράση. Διατυμπανίζουμε παντού ότι είμαστε μια δύναμη σταθερότητας και ασφάλειας αλλά δεν πράττουμε τίποτα απολύτως για να το αποδείξουμε στο εξωτερικό. Και κυρίως δεν πράττουμε απολύτως τίποτα ώστε να ενισχύσουμε την θέση μας έναντι της Τουρκίας που γιγαντώνεται διαρκώς εκμεταλλευόμενη την διεθνή κατάσταση.
Η Ελλάδα λοιπόν οφείλει έστω και καθυστερημένα να αναλάβει σοβαρή δράση και με αφορμή ενδεχομένως την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ιδίως των χριστιανικών πληθυσμών, να προσπαθήσει να συμβιβάσει τις μεγάλες δυνάμεις, στο μέτρο του δυνατού, με στόχο την εξεύρεση λύσης, έτσι ώστε να αποκομίσει ίδιον όφελος.
*Ο Ευάγγελος Τσισιλιάνης είναι δικηγόρος – διεθνολόγος, Σ.Α.Μ.Ε.Ε., Διευθυντής Σπουδών Ινστιτούτου ΣΕΚΑΜ – ΣΕΚΟΟΜΕΕ και εξωτερικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ISDA-ΙΑΑΑ)

πηγή:Defencepoint.gr,