Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

ΑΠΟΦΑΣΗ ΣτΕ : ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΕΣ , ΕΚΛΑΪΚΕΥΜΕΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ












Ερωτήματα:
  Μεγάλος αριθμός στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας,εν ενεργεία και αποστρατεία,  ζητούν λεπτομέρειες για την απόφαση του Συμβουλίου της   Επικρατείας, που δικαιώνει προσφυγές σχετικά με τις περικοπές σε μισθούς και συντάξεις.
 Εξειδικεύοντας και εκλαϊκεύοντας την απόφαση του Σ.τ.Ε. εστιάζουμε στα εξής:    
 α. Είναι υποχρεωτική η υλοποίησή της από την κυβέρνηση; 
 β. Η απόφαση ποιους αφορά; 
 γ. Περιλαμβάνει ΟΛΕΣ τις βαθμίδες χωρίς εξαιρέσεις και ΟΛΟΥΣ τους συνταξιούχους-αποστράτους; 
 δ. Πότε θα πρέπει να υλοποιηθεί (χρονικός ορίζοντας);

Aπαντήσεις:

 Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού έκρινε ότι οι περικοπές των αποδοχών όλων των Στρατιωτικών και όλων των Σωμάτων Ασφαλείας, που έγιναν αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012 κατ' επιταγή του μνημονιακού νόμου 4093/2012 είναι αντισυνταγματικές από την εν λόγω ημερομηνία έως και σήμερα.
 Δηλαδή, η αντισυνταγματικότητα των περικοπών ανατρέχει αναδρομικά από 1ης Αυγούστου 2012 τόσο για τους εν ενεργεία όσο και για τους συνταξιούχους (η αναπροσαρμογή της
σύνταξης προς τα κάτω έγινε λόγω των περικοπών στους μισθούς των εν ενεργεία δεδομένου ότι η σύνταξη είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον μισθό των εν ενεργεία).
Συνεπώς, με βάση την απόφαση κρίθηκαν αντισυνταγματικές οι περικοπές των αποδοχών για όσο διάστημα θα είναι σε ισχύ η απόφαση του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών που προβλέπει την περικοπή των επίμαχων αποδοχών.
Πλέον όμως της περικοπής των αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών, αστυνομικών, λιμενικών, κ.λπ., η απόφαση προβλέπει και την υποχρέωση επιστροφής των αποδοχών που είχαν ήδη καταβληθεί σε αυτούς αναδρομικά από την 1η Αυγούστου 2012. 
 Ο νομοθέτης χαρακτηρίζει την αναδρομική αυτή επιστροφή από την 1η Αυγούστου 2012 και μετά ως «αχρεωστήτως καταβληθείσες» αποδοχές.

 Σχετικά με την υποχρέωση συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ακυρωτικές διαφορές και μετά από απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ το άρθρο 95 του Συντάγματος ορίζει ότι «η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως ο νόμος ορίζει. Ο νόμος ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης».

 Με βάση τα παραπάνω η Διοίκηση υποχρεούται κατ’ αρχήν να απέχει από κάθε ενέργεια αντιτιθέμενη προς τα κριθέντα από το ΣτΕ.

  Επίσης, στo άρθρο 50 του Π.Δ 18/89 ορίζονται τα εξής:
  «1. Η απόφαση που δέχεται την αίτηση ακυρώσεως απαγγέλλει την ακύρωση της   προσβαλλομένης πράξης και συνεπάγεται νόμιμη κατάργησή της έναντι όλων, είτε πρόκειται για κανονιστική είτε πρόκειται για ατομική πράξη.
   3. Στις περιπτώσεις παραλείψεων όταν το Συμβούλιο δέχεται την αίτηση παραπέμπει την υπόθεση στην αρμόδια αρχή για να εκτελέσει την οφειλόμενη ενέργεια.

  4. Οι διοικητικές αρχές, σε εκτέλεση της υποχρέωσής τους κατά το άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος, πρέπει να συμμορφώνονται ανάλογα με κάθε περίπτωση, με θετική ενέργεια προς το περιεχόμενο της απόφασης του Συμβουλίου, ή να απέχουν από κάθε ενέργεια που είναι αντίθετη προς όσα κρίθηκαν από αυτό.

 Ο παραβάτης, εκτός από τη δίωξη κατά το άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα,υπέχει και προσωπική ευθύνη για αποζημίωση.

 5. Οι αποφάσεις της Ολομέλειας, ακυρωτικές και απορριπτικές, καθώς και των Τμημάτων, αποτελούν μεταξύ των διαδίκων δεδικασμένο που ισχύει και σε κάθε υπόθεση ή διαφορά ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής».

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η Διοίκηση συμμορφούμενη προς ακυρωτική απόφαση του ΣτΕ υποχρεούται όχι μόνο να θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη την επίμαχη υπουργική απόφαση, αλλά και να προβεί σε θετικές ενέργειες για την αναμόρφωση των νομικών καταστάσεων που δημιουργήθηκαν εξαιτίας της υπουργικής απόφασης, με απώτερο σκοπό την αποκατάσταση των πραγμάτων στη θέση που θα βρίσκονταν αν δεν είχε δημοσιευθεί η εν λόγω υπουργική απόφαση.

 Συνεπώς, η ανάκληση της υπουργικής απόφασης είναι αναγκαία και δεν υπόκειται στη
διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, εφόσον πρόκειται για ακυρωτική διαφορά.

 Ειδικότερα έχει κριθεί νομολογιακά ότι όταν ακυρώνεται ατομική διοικητική πράξη με αμετάκλητη δικαστική απόφαση η Διοίκηση υποχρεούται σε ανάκληση της πράξης μετά από αίτηση εντός ευλόγου χρόνου εκείνου που έχει το έννομο συμφέρον για την ανάκλησή της.

 Στην περίπτωση αυτή, η Διοίκηση είναι υποχρεωμένη να εξετάσει τη νομιμότητα της πράξης και να προχωρήσει στην ανάκλησή της κατ’ εκτίμηση λόγω υπέρτερων δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν ή αποκλείουν την ανάκλησή της.
  
 Με την εν λόγω απόφαση που έκρινε παράνομη ως αντίθετη σε συνταγματικές διατάξεις (αρ.
23,29&45 Σ) την επίμαχη υπουργική απόφαση ουσιαστικά καταρρίπτεται το επιχείρημα της Πολιτείας για λόγους δημοσίου συμφέροντος που έκριναν επιβεβλημένες τις εν λόγω περικοπές.

Θα πρέπει, όμως, να είμαστε επιφυλακτικοί για τον χρόνο υλοποίησης της εν λόγω απόφασης, καθώς μπορεί να προκύψουν λόγοι καθυστέρησης υλοποίησής της ή μετάθεσης των αποτελεσμάτων που αυτή παράγει λόγω εξαιρετικού δημόσιου συμφέροντος, όπως είναι η εκτέλεση του κατ’ αρ. 79 του Συντάγματος εγκριθέντος προϋπολογισμού και η εν γένει υλοποίηση του δημοσιονομικού προγραμματισμού της χώρας.

 Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι υφίσταται υποχρέωση άμεσης εξάλειψης εκ μέρους της Πολιτείας των αδικιών που επέφερε η εν λόγω υπουργική απόφαση και επαναφορά του μισθολογίου όπως ίσχυε πριν από τις επίμαχες διατάξεις του ν. 4093/2012

πηγή:paraskinio.gr