Οι επιστήμονες λένε ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. Δηλαδή από τη φύση του θέλει να ζει μαζί με άλλους, εξόν και πάσχουν από ψώρα καθόσον όπως λέει ο σοφός λαός, πλην ειδικών περιπτώσεων, που δεν είναι σοφός, «όλοι όλοι αντάμα και ο ψωριάρης χώρια». Αλλά αυτή είναι εξαίρεση και εμείς την αγνοούμε και περνάμε στο κανόνα.- Γράφει ο Υπτγος ε.α. Χρήστος Μπολώσης
Πάντα λοιπόν οι άνθρωποι ήθελαν να ζούνε μαζί, εκτός και όταν ήταν τσακωμένοι. Αυτός είναι ο κανόνας και εμείς τον αγνοούμε, διότι αν δεν τον αγνοήσουμε, ούτε τηλέφωνο θα εφευρεθεί ούτε τίποτα.
Και όλα αυτά συνέβαιναν όταν οι άνθρωποι, τα κοινωνικά όντα που λέγαμε, είναι κοντά. Όταν όμως απομακρυνθούν αλλήλων και μερικοί φεύγουν σε μέρη αλαργινά τι γίνεται; Τίποτα. Στα αρχαία χρόνια δεν γινόταν τίποτα. Έλεγε π.χ ο ένας:
- Θα σου τηλεφωνήσω όταν φτάσω. Απαντούσε ο άλλος
- Πώς ρε κι’ αφόσον δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα το τηλέφωνο;
- Ορθόν και δε το σκέβηκα
Και η συζήτηση τερματιζόταν εκεί.
Έχετε διαβάσει το ποίημα «Του νεκρού αδελφού» να σας σηκωθεί η τρίχα κάγκελο από την τρομάρα; Αν όχι κακώς και να το διαβάσετε. Σε μια στιγμή η αδερφή είχε πάει να βρει τον αδελφό της ο οποίος όμως είχε εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και δεν το είχε πει κανενός. Και να πως έχει η υπόθεση. Πρόκειται για την ιστορία μίας οικογένειας με εννιά γιους και μία κόρη. Η μοναχοκόρη (η Αρετή) παντρεύεται σε ξένο τόπο, ενώ τα αδέλφια της πεθαίνουν. Η μάνα μένει ολομόναχη και ένας από τους νεκρούς της γιους (ο Κωνσταντίνος) σηκώνεται από τον τάφο και φέρνει πίσω την κόρη, αφού νωρίτερα είχε συνηγορήσει θερμά να παντρευτεί στα ξένα (στην Βαβυλώνα) της είχε ορκιστεί, αν την χρειασθεί, να την φέρει πίσω.
Όταν λοιπόν ο Κωνσταντής πάει στα ξένα, στη Βαβυλώνα (Η Wikipedia, αναφέρει σχετικώς: Η Βαβυλώνα, ήταν αρχαία περίφημη πόλη που για ολόκληρους αιώνες ήταν η πρωτεύουσα του Βαβυλωνιακού κράτους. Ήταν κτισμένη πάνω στις δύο όχθες του ποταμού Ευφράτη, στην επαρχία της Βαβυλωνίας του σημερινού Ιράκ περίπου 85 χιλιόμετρα νότια της σημερινής πρωτεύουσας της χώρας Βαγδάτης στην πόλη Χιλάχ. Περιτριγυρισμένη από ένα τεράστιο τείχος, που είχε συνολικό μήκος 85 χλμ., ύψος που έφθανε τα 50 μ. και κάπου τριακόσιους εξήντα πύργους σε απόσταση πενήντα μέτρων ο ένας από τον άλλον, υπήρξε η μεγαλύτερη οχυρωμένη πόλη ολόκληρης της Ανατολής).
Εκεί λοιπόν, είχε λημεριάσει η Αρετή και αν ήταν σήμερα θα την είχε κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, τόσος χαμός που γίνεται εκεί πέρα και θα έψαχνε αναλυτές να την ενημερώσουν.
Βρίσκει το λοιπόν την Αρετή ο Κωνσταντής, αλλά επειδή αυτή δεν ήταν μούσμουλο ψυλλιάστηκε ότι κάτι δεν πάει καλά. Κάτι αδυνατίσματα του Κωνσταντή, κάτι πεσμένα μαλλιά, κάτι μυρωδιές από λιβάνια, την πονήρεψαν αλλά δεν έδωσε σημασία (Θα κάνει δίαιτα, σκέφτηκε, διότι είχε γίνει σαν παιδοβούβαλο). Όμως τα πουλάκια που συνόδευαν τους ταξιδιώτες άρχισαν τις μουρμούρες. Η Αρετή δεν ανησύχησε (Θα είναι Fake news, σκέφτηκε), αλλά την ερώτησή της την έκανε:
- Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
Η συνέχεια παρακάτω, που σας έχω ολόκληρο το ποίημα, αλλά μη το διαβάσετε βράδυ, να μην αγριευτείτε
Τα πουλάκια λοιπόν που άκουσαν της συζήτηση περί τα τηλέφωνα τη μετέφεραν αυτούσια στους επιστήμονες και τους ρώτησαν:
- Ρε σεις τι κάθεστε και ξυνόσαστε; Γιατί δεν βάζετε τον απαυτό σας κάτω να ανακαλύψετε το τηλέφωνο να μπορούν να μιλάνε οι άνθρωποι και να τα κονομάει ο ΟΤΕ και η Τέλεκομ που μπήκε αφεντικό του;
Οι επιστήμονες ξανακάθισαν και συνέχισαν να ξύνονται και μετά από ένα χρόνο είπαν:
- Συγγνώμη αλλά το τηλέφωνο δεν μπορέσαμε να το εφεύρουμε ακόμη. Μίαν ετέραν φοράν
- Και τι κάνατε ένα χρόνο ρε;
- Σας παρακαλώ και να λείπουν τα «ρε». Ανακαλύψαμε τις πιλάλες.
- Ποιες πιλάτες ρε σεις; Με γυμναστική θα επικοινωνούν οι αθρώποι;
- Συγγνώμη κύρια πουλάκια, αλλά μάλλον δεν ακούτε καλώς μετά τας οκτώ. Να πώς δουλεύει το σύστημα. Νικάμε που λέτε τους πέρσες στο Μαραθώνα, πλακώνει τις πιλάλες ο Φειδιππίδης και σε τρεις τέσσερις ώρες, φτάνει το νέο στην Αθήνα, αλλά ήταν απροπόνητος και μόλις έφτασε είπε «νενικήκαμεν» και πόθανε, εκεί στα σκαλάκια του Μαξίμου, δίπλα στον Πίνατς. Τουτέστιν έσκασε.
Τα πουλάκια στραβωμουτσουνιάσανε και είπαν στους ανθρώπους: «Α παρατάτε μας ρε. Βρείτε τα μόνοι σας».
Τα πράγματα σκούρυναν και οι επιστήμονες τα χρειάστηκαν. «Ρε δεν θες να μας πάρουμε με τις πέτρες», σκεφτήκανε και ξαναρχίσαν να σκέφτονται. Πάνω στη σκέψη τη πολλή, πετάγεται ένας από αυτούς
- Το βρήκα! Θ’ ανάψουμε φωτιές.
- Τι φωτιές ρε, θα μας μπαγλαρώσει ο Κικίλιας, ώσπου να πεις κύμινο.
- Όχι ρε, δεν λέω τέτοιες φωτιές που πιάνουνε τυχαία (εδώ κάποιος ξερόβηξε και δεν ξέρω γιατί) και τον άλλο χρόνο γεμίζουμε ανεμογεννήτριες. Λέω οργανωμένα πράγματα και εξηγούμαι. Θα φτιάξουμε λοφάκια (τούμπες θα τις πούμε), θα βάζουμε εκπαιδευμένους που θα ανάβουν φωτιές με τέτοιο τρόπο που να μεταδίδουν μηνύματα. Κάθε δύο τρία χιλιόμετρα, στήνουμε και μία τούμπα και να το δίκτυο του ΟΤΕ έτοιμο.
- Ποιού ΟΤΕ ρε; Τι είναι αυτό;
- Έτσι θα το πούνε μετά από 2.500 χρόνια. Εμείς θα τις λέμε Φρυκτωρίες.
Το πράγμα όμως δεν πολυάρεσε στα κοινωνικά όντα.
- Άντε φύγε από δω ρε που θα σηκώνουμε λόφους, θα κουβαλάμε ξύλα και τέτοια. Βρείτε ρε κάτι καλύτερο.
Τότε πέταξε πάνω από τους επιστήμονες ένα περιστέρι, που τους κουτσούλισε κιόλας.
- Το βρήκα, φώναξε κάποιος, να εκπαιδεύσουμε περιστέρια.
- Τι ρε θα τα μάθουμε να μιλάνε; είπε κάποιος εξυπνάκιας.
- Όχι. Θα τα μάθουμε να πηγαίνουν όπου τα στέλνουμε
- Και πώς θα γίνει αυτό ρε;
- Ρε δεν έχετε ακούσει το τραγούδι του Γιάννη Σπανού σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου που λέει: «Θα σου στείλω περιστέρι, με μια παραγγελιά…».
- Ρε πας καλά; είπε ο Στούμπος ο αλλήθωρος. Αυτό θα γραφτεί το 1969 ρε σύ.
Ο προλαλήσας σε μια στιγμή κόμπιασε αλλά μετά συνέχισε.
- Να πώς και παρακαλώ να λείπουν οι διακοπές και οι εξυπνάδες. Θα πιάσουμε περιστέρια, από αυτά τα μεγάλα τα ψωμομέενα, τα νευρώδη, θα τα βάλουμε να λημεριάσουν εδώ κοντά μας, να μας γνωρίσουν και να μας συνηθίσουν. Τώρα φεύγει ο στρατός μας και παγαίνει να πολεμήσει μακριά κι’ αλάργα. Θα κουβαλάει μαζί του και δυό λόχους περιστέρια από τα εκπαιδευμένα και όταν θα θέλει να στείλει μήνυμα, θα το γράφει σε ένα πάπυρο, θα τον δένει στο πόδι των περιστεριών και θα τ’ αμολάει. Το περιστέρι επιθυμεί να γυρίσει στη φωλιά του οπότε «καλώς το κι’ ας άργησε».
Το κακό, ήταν ότι η μέθοδος αυτή, δεν παρείχε ασφάλεια, καθόσον υπήρχαν κάποιοι που ντουφεκάγανε τα περιστέρια και κάποιοι άλλοι, πριν εφευρεθεί το ντουφέκι, που τα σφεντονιάζανε με τα λάστιχα, να τα κάνουνε το μεσημέρι με πιλάφι.
Είδανε λοιπόν τα κοινωνικά όντα ότι με τα πτηνά δεν γινόταν δουλειά και στριμώξανε ξανά τους επιστήμονες.
- Ρε θα κάνετε δουλειά σωστή; Ρε βρείτε κάνα τελέφωνο, κάνα τελέγραφο, κάτι τέλος πάντων, διότι τα περιστέρια και μας έχουν καταχ….σει και τα αποτελέσματα είναι πενιχρότατα.
Οι επιστήμονες τότε τα χρειάστηκαν διότι φοβήθηκαν ότι εκτός από την φάπα που ήταν επικειμένη θα τους έκοβαν και την επιδότηση και τόριξαν στη σκέψη. Και να δεις που βρήκαν λύση.
Και φτάνουμε στο 1793. Μέχρι τότε όλο και κάτι βρίσκανε αλλά το μεγάλο μπαμ γίνεται τότε όταν οι αδελφοί Chappe επινόησαν του Σημαφόρους, το οποίον πάνω σ’ έναν στύλο βάζανε κάτι κινητούς βραχίονες που ανάλογα με την θέση που έπαιρναν σχημάτιζαν και ένα γράμμα. Τρέχα γύρευε δηλαδή.
Το 1837, οι Cooke και Wheatstone, εφευρίσκουν τον τηλέγραφο, ενώ ο Morse, παρουσιάζει τον δικό του τηλέγραφο.
Και από ‘κει και πέρα άντε να τους μαζέψεις τους επιστήμονες. Γκράχαμ Μπέλ, Γουλιέλμος Μαρκόνι, Τόμας Έντισον και πολλοί άλλοι βάζουν το λιθαράκι τους (ή την κοτρώνα τους) και φτάνουμε στο σήμερα.
Σήμερα το κινητό τηλέφωνο (μάλλον «φορητό» έπρεπε να το λέμε), έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας. Γιορτάζει ό φίλος σου; Πάνε εκείνες οι φασαριόζικες και μπελαλίδικες επισκέψεις. Τώρα τον παίρνεις ένα τηλέφωνο και μάλιστα πουλώντας του και εκδούλευση του λες «χρόνια πολλά και δεν το κρατάω το τηλέφωνο διότι, μέρα που είναι, θα έχει σπάσει. Άντε γεια» και καθάρισες. Μερικοί καταφεύγουν και στο μήνυμα. «Πολύχρονος» και, έτσι, πάλι καθάρισες.
Ακόμη με το κινητό ανταλλάσσονται και πνευματοδέστατοι διάλογοι, όπως οι παρακάτω:
-Έλα πού είσαι ;
-Στο μετρό. Φτάνω σε 2 λεπτά.
– Καλά, τα λέμε. Ή
– Μαμά βγάλε τα μακαρόνια με τον κυμά από το ψυγείο να ξεπαγώσουν.
Και άλλα παρεμφερή, χωρίς βέβαια να παραβλέπονται και τα σοβαρά τηλεφωνήματα, αλλά αυτά μάλλον είναι σταγόνα στον ωκεανό.
Στο παρακάτω σχήμα, βλέπετε μια αναπαράσταση των διαβιβάσεων και των διαβιβαστών, από το 450 π.Χ. μέχρι σήμερα. Το έργο αυτό, βρίσκεται στην Σχολή Αξιωματικών Διαβιβάσεων στο Χαϊδάρι
πηγή:https://www.dimokratia.gr/apopseis/588118/epikoinonies/