Το σημερινό κείμενο αγαπημένοι μου φίλοι, είναι λίγο εξειδικευμένο και απευθύνεται, κυρίως, στους φίλους του ποδοσφαίρου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι απαγορευμένο για τους υπολοίπους. Ίσα – ίσα που σ’ αυτό θα βρουν στοιχεία για το πώς πρέπει να είναι το ποδόσφαιρο και ίσως αναθεωρήσουν μερικές απόψεις τους γι’ αυτό.
- γράφει ο Υπτγος ε.α. Χρήστος Μπολώσης
Την περασμένη Πέμπτη και ύστερα από άνιση μάχη με τον καρκίνο, έφυγε από την ζωή ο Δημήτρης Χατζηχρήστος. Ποιος όμως ήταν ο Δημήτρης Χατζηχρήστος και ήταν τόσο σπουδαίος ώστε να μας ταλαιπωρείς σήμερα με αυτό το κομμάτι θα αναρωτηθείτε σχεδόν όλοι και δικαίως.
Ο Χατζηχρήστος ήταν ο ιδρυτής της μεγαλύτερης οπαδικής οργάνωσης στην Ελλάδα. Της «Ορίτζιναλ 21» την οποία αποτελούσαν οπαδοί της ΑΕΚ, με τελική έδρα της το περίφημο «δωματιάκι» στην Πλατεία Αργεντινής Δημοκρατίας στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ήταν ένα μικρό δωμάτιο στο ισόγειο της πολυκατοικίας που έμενε ο Χατζηχρήστος. Εκεί γίνονταν οι συνεδριάσεις για λήψη αποφάσεων, εκεί σχεδιάζονταν οι εκστρατείες στις επαρχίες όπου αγωνιζόταν η ΑΕΚ, εκεί και οι καυγάδες, που φυσικά δεν έλειπαν.
Ο Χατζηχρήστος, όπως ήταν φυσικό, ήταν και ο καθοδηγητής της εξέδρας, της θρυλικής «σκεπαστής» στο παλιό γήπεδο της ΑΕΚ. Αυτός έφτιαχνε τα συνθήματα και αυτός διηύθυνε την «χορωδία» των φανατικών οπαδών.
Προχθές ζήσαμε μία εφιαλτική βραδιά, στον δεύτερο αγώνα μπάσκετ μεταξύ Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού, όπου τα εμετικά συνθήματα μόλυναν, όχι μόνο τον ουρανό του ΣΕΦ αλλά και όλης της Ελλάδος. Ακριβώς εκεί λοιπόν, έγκειται η κολοσσιαία διαφορά των συνθημάτων του Χατζηχρήστου. Ήταν συνθήματα κόσμια, τα οποία μπορούσες να πεις παρουσία του παιδιού σου και να τα τραγουδήσεις ακόμα και στο γραφείο σου κα να μη σοκάρεις κανένα. Τραγουδούσε η «σκεπαστή» πάνω στην μελωδία της Γέφυρας του ποταμού Κβάι: «ΑΕΚ, αγάπη μου γλυκιά, ΑΕΚ θα σ’ έχω στην καρδιά, ΑΕΚ όπου κι’ αν παίζεις οι οπαδοί σου θα είναι κοντά».
Μένα τέτοιο σύνθημα τον αποχαιρέτησαν οι χιλιάδες φίλοι της ΑΕΚ, όταν πάνω στην μελωδία του «Είμαστε δυό, είμαστε τρεις» τραγουδούσαν: «ΑΕΚ ολέ, ΑΕΚ ολέ καλό ταξίδι Αρχηγέ».
Παρακολούθησα από τον υπολογιστή εκτεταμένα στιγμιότυπα από την κηδεία του Χατζηχρήστου από τα οποία απλώς επιβεβαιώθηκε η λατρεία του κόσμου προς το πρόσωπό του.
Σκέφτηκα να ζητήσω από κάποιον που τον είχε ζήσει από πιο κοντά να μου πει δυό λόγια για τον Δημήτρη και μου είπε:
- Τι να σου πω. Έχουν γραφεί και ειπωθεί όλα. Και είχε δίκιο.
Μα τα πιο πολλά ειπώθηκαν από τις ανακοινώσεις και τα στεφάνια που έστειλαν όλες οι μεγάλες ομάδες στον Δημήτρη, ενώ ένα οπαδός του Παναθηναϊκού, πήγε φορώντας την φανέλα με το τριφύλλι, εκφράζοντας έτσι την αγάπη και τον σεβασμό του για τον νεκρό.
Την ημέρα του θανάτου του Δημήτρη, έπαιζαν χαντ μπολ ο Ολυμπιακός με την ΑΕΚ στην έδρα του πρώτου. ΗΑΕΚ ζήτησε και ο Ολυμπιακός δέχτηκε, να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή στην μνήμη του. Ενώ λοιπόν όλο το γήπεδο τηρούσε ευλαβικά την σιγή ο τηλεοπτικός φακός «συνέλαβε» ένα πιτσιρικά να γυρίζει πίσω και κάτι να λέει σε κάποιον. Αμέσως ο πατέρας του, ο οποίος φορούσε την φανέλα του Ολυμπιακού τον επανάφερε στη τάξη. Σεβασμός
★★★★★★★★★★★★★★★★★★★★★★★
Στη μνήμη του Δημήτρη Χατζηχρήστου είναι αφιερωμένο το παρακάτω σημείωμα
Μια Κυριακή στο Γήπεδο, τότε…
Προσέξτε το ντύσιμο των φιλάθλων. Σαν να πηγαίνουν σε εκδήλωση της Ακαδημίας
Οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι πίστευαν στο δίπτυχο «Άρτος και Θεάματα». Εμείς ως γνήσιοι απόγονοί τους, το ακολουθούμε πιστά. Βεβαίως πολλές φορές, το ένα σκέλος του διπτύχου, ο Άρτος, υστερεί χαρακτηριστικά του άλλου, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να θεοποιούμε, ενίοτε, το δεύτερο.
Μια θεοποιημένη μορφή του θεάματος, τόσο στη χώρα μας αλλά και παγκο-σμίως, είναι το ποδόσφαιρο. Το ποδόσφαιρο γύρω από το οποίο έχει δημιουργηθεί ένα ολόκληρος κόσμος που τον αποτελούν Ποδοσφαιρικές Ανώνυμες Εταιρίες, Οργανισμοί προγνωστικών με στοιχήματα στα οποία «παίζονται» καθημερινώς, όχι και τόσο καθαρά, τεράστια ποσά, αγοραπωλησίες ποδοσφαιριστών με εξωπραγματικά ποσά, αθλητικές εφημερίδες κ.λπ. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Αθήνα σήμερα κυκλοφορούν 5 αθλητικές εφημερίδες (και αναρίθμητες σε όλες τις Ελληνικές πόλεις), όταν στη Γερμανία των 80.000.000 κατοίκων κυκλοφορούν μόνο δύο !
Ήταν όμως πάντα έτσι;
Δεν σκοπεύω να «δω» το θέμα ως κοινωνικό φαινόμενο. Άλλοι είναι αρμόδιοι γι’ αυτό. Θα προσπαθήσω όμως να σκαλίσω τις αναμνήσεις, ώστε να μάθουν και να συγκρίνουν οι νέοι και να μελαγχολήσουν οι παλαιότεροι, ζώντας ξανά μια Κυριακή στο γήπεδο τότε…
Το 1956, ο λαμπρός σκηνοθέτης μας Βασίλης Γεωργιάδης, είχε «γυρίσει» μια ταινία με τίτλο «Οι άσσοι των γηπέδων», η οποία προβλήθηκε πολύ αργότερα και από την τηλεόραση με τίτλο «Οι ήρωες της Κυριακής», σε νέα έκδοση και με ορισμένες προσθήκες.
Αυτή η ταινία, η οποία αποτελεί πλέον ιστορικό ντοκουμέντο, δίδει μια σχεδόν πλήρη εικόνα.
Οι σημερινοί φίλαθλοι, είναι αδύνατον να φαντασθούν την εικόνα που παρουσίαζε τότε, πριν 50 χρόνια, μια «ποδοσφαιρική» Κυριακή, σε σχέση με την σημερινή.
Σήμερα, όσοι δεν κάθονται μπροστά στην τηλεόραση για να απολαύσουν (ή «απολαύσουν»…) την αγαπημένη τους ομάδα, ξεκινώντας για το γήπεδο και μάλιστα για να παρακολουθήσουν ένα από τα λεγόμενα ντέρμπυ (για τους αμύητους ντέρμπυ λέγονται οι αγώνες μεταξύ περίπου ισοδυνάμων ομάδων με τις ίδιες επιδιώξεις και σκοπούς), γνωρίζουν ότι μπορεί να συναντήσουν και πολεμική ατμόσφαιρα. Μπορεί να πέσουν σε μπλόκο οπαδών της αντιπάλου ομάδος, με απρόβλεπτες συνέπειες. Μπορεί να βρεθούν στην δίνη επεισοδίων μεταξύ των ένθεν κακείθεν οπαδών. Μπορεί να δεχθούν κάποια αδέσποτη πέτρα ή, στην καλύτερη περίπτωση, μπουκάλι με νερό. Μπορεί να υποστούν τις συνέπειες από την χρήση δακρυγόνων. Και αν τα αποφύγουν όλα αυτά και αφού υποστούν σωματική έρευνα πριν μπουν στο γήπεδο, θα πάνε στην θέση τους, η οποία βέβαια θα απέχει πολύ από τις θέσεις των αντιπάλων (αν έχει επιτραπεί να υπάρχουν τέτοιοι), που βρίσκονται στην άλλη πλευρά του γηπέδου, ενώ ενδιαμέσως, υπάρχουν κάποιες εκατοντάδες αστυνομικών για να προληφθεί τυχόν σύρραξη. Και όταν αρχίσει ο αγώνας και ο διαιτητής άθελα ή ηθελημένα (γιατί γίνονται και αυτά) κάνει κάποιο φαλτσοσφύριγμα ή κάποιος ποδοσφαιριστής χτυπήσει κάποιον αντίπαλο, τότε αρχίζει η εν χορώ αποδοκιμασία με τέτοια συνθήματα, που θα έκαναν να κοκκινίσει και πτυχιούχος των φυλακών του Αλκατράζ, ο οποίος έχει κάνει μεταπτυχιακό στο Σινγκ -Σινγκ.
Και όταν όλα τελειώσουν, όπως τελειώσουν τέλος πάντων, οι φίλαθλοι θα αποχωρήσουν χωριστά, πρώτα οι γηπεδούχοι και μετά οι φιλοξενούμενοι (τώρα τι σόι φιλοξενία είναι αυτή…) για τον φόβο των συμπλοκών, ενώ οι ποδοσφαιριστές θα μπούνε στα πολυτελή ΙΧ τους και θα αναχωρήσουν οι μεν νικητές για τα μπουζούκια, οι δε ηττημένοι… πάλι για τα μπουζούκια!
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι τα πράγματα. Ας πάμε πολλά χρόνια πίσω να δούμε πώς ήταν…
Ήταν ένα όμορφο φθινοπωρινό πρωινό, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Σε ένα μεσοαστικό νεόκτιστο και αυθαίρετο (…) σπιτάκι, το πατρικό μου, σε μια γειτονιά του Περιστερίου, ένα συνεργείο της ΔΕΗ 4 ατόμων, δούλευε για να τοποθετήσει το «ρολόι» και να ηλεκτροδοτηθεί το νέο νοικοκυριό που είχε στηθεί.
Όμως αυτό το συνεργείο είχε κάτι το διαφορετικό. Κάτι που το ξεχώριζε από άλλα παρόμοιά του. Κάτι που είχε προσελκύσει όλη τη «μαρίδα» της γειτονιάς, που περίεργη είχε σχηματίσει έναν κλοιό γύρω του και το περιεργαζόταν αχόρταγα.
Τι ήταν όμως αυτό που είχε προκαλέσει αυτή τη μεγάλη αναστάτωση στη γειτονιά;
Ήταν απλό. Τα μέλη του συνεργείου της ΔΕΗ, ήταν όλοι εν ενεργεία ποδοσφαιριστές και μάλιστα διεθνείς!
Δύο παίκτες του Ολυμπιακού, ένας του Παναθηναϊκού και ένας της ΑΕΚ, συγκροτούσαν το ιδιότυπο, για τα σημερινά δεδομένα, συνεργείο, το οποίο όμως ήταν τόσο συνηθισμένο για τότε. Πράγματι ήταν πολύ συνηθισμένο τότε, να βλέπεις διεθνείς ποδοσφαιριστές, τους «ήρωες των γηπέδων», με τον χαρακτηριστικό εξοπλισμό των τεχνικών της ΔΕΗ, να γυρίζουν στις γειτονιές της Αθήνας και να τοποθετούν μετρητές, να «τραβούν» γραμμές, να ξεδιπλώνουν καλώδια και να σκαρφαλώνουν στις ξύλινες κολώνες με εκείνα τα χαρακτηριστικά πέδιλα.
Δεν κρίνω σκόπιμο να αναφέρω τα ονόματα των διεθνών του συνεργείου, διότι όταν πριν λίγα χρόνια συνάντησα έναν απ’ αυτούς στο Εθνικό Στάδιο της Ρόδου, με την ευκαιρία κάποιου τουρνουά παλαιμάχων και του θύμισα, με πολύ ρομαντική και νοσταλγική διάθεση εκ μέρους μου το γεγονός, είδα ότι μάλλον ενοχλήθηκε και με την εν γένει στάση του, μου έδειξε, με ευγένεια βέβαια, ότι η συζήτηση είχε τελειώσει, πριν καν αρχίσει…
Όταν λοιπόν κάποτε το συνεργείο τελείωσε την δουλειά του και το σπιτάκι φωτίστηκε με το ηλεκτρικό, οι διεθνείς ξεκουράζονταν και απολάμβαναν το γλυκό κουταλιού που τους κέρασε η μητέρα μου. Ξαφνικά ένας πιτσιρικάς, ο πιο «θρασύς» της παρέας, έριξε την ιδέα:
-Παίζουμε μπάλα;
Αυτό ήταν! Διεθνείς και παιδομάνι έγιναν ένα, εκεί στην αλάνα της γειτονιάς και το ντέρμπυ στήθηκε στο άψε – σβήσε και δεν θα σταμάταγε αν δεν εμφανιζόταν το υπηρεσιακό όχημα της ΔΕΗ που μάζευε τα διάσπαρτα συνεργεία της.
Η εικόνα αυτή στους σημερινούς φιλάθλους δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για δημιούργημα ή της πιο αχαλίνωτης φαντασίας ή της… τεχνητής νοημοσύνης. Είναι αδύνατο – απολύτως δικαιολογημένα βέβαια – να πιστέψει κάποιος ότι αυτοί οι «Ημίθεοι», τα «Λιοντάρια», οι «Τιτάνες», οι «Ήρωες», οι «Πάνθηρες», όπως τους αποκαλούν κάθε Δευτέρα οι αθλητικές εφημερίδες, που θαυμάζουν κάθε Κυριακή στα γήπεδα ή στις οθόνες των τηλεοράσεων, υπήρξε εποχή που τρέχανε, πράγματι σαν ήρωες, για να μπορέσουν να ζήσουν τις οικογένειές τους.
Ας δούμε όμως πώς ξεκίναγε και πώς κυλούσε μια «ποδοσφαιρική» Κυριακή τότε, πριν μισό αιώνα.
Εκείνα τα χρόνια το ποδόσφαιρο δεν ήταν τόσο δημοφιλές και γνωστό στις λεπτομέρειές του, όσο είναι σήμερα. Οι επίδοξοι Ριβάλντο της εποχής, παίζαμε κρυφά από τους πατεράδες μας και ουαί και αλλοίμονο αν μας τσακώνανε να παραβαίνουμε την εντολή τους. Οι λόγοι που επέβαλλαν την απαγόρευση ήταν πολλοί. Πρώτα για να μη χαλάμε τα παπούτσια μας (βασικός λόγος για τους τότε δύσκολους καιρούς. Αλήθεια και πότε οι καιροί δεν ήταν δύσκολοι για την Πατρίδα μας…) ή να μη παραμελούμε τα μαθήματά μας ή να μην ιδρώνουμε και αρπάξουμε καμιά πούντα και πού χρήματα για φάρμακα ή να μη γεμίζουμε χώματα και σκόνες (το μπάνιο τότε ήταν μια σκάφη η οποία «λειτουργούσε» μόνο κάθε Σάββατο) κ.λπ. Πού σήμερα που οι πατεράδες πηγαίνουν με τα ΙΧ τους κανακάρηδες στις Ακαδημίες των μεγάλων συλλόγων…
Οι αθλητικές εφημερίδες ήσαν μόνο δύο, η «Αθλητική Ηχώ», που μας αποχαιρέτησε το 2007 και «Το Φως των Σπορ», που κυκλοφορεί μέχρι σήμερα.
Από τα μέσα της εβδομάδος, λοιπόν, ψήναμε τον πατέρα να μας αφήσει να πάμε την Κυριακή στο γήπεδο. Αφού δεν παίζαμε, τουλάχιστον να βλέπαμε. Χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια για να αποσπάσουμε την πατρική συγκατάθεση και αυτό συνέβαινε αφού εν τω μεταξύ είχαμε δώσει ένα σωρό υποσχέσεις («θα είμαστε καλά παιδιά», «θα διαβάζουμε τα μαθήματά μας», «θα ακούμε την μητέρα» και άλλες ων ουκ έστι αριθμός). Και όταν ακούγαμε το πολυπόθητο «ναι», άρχιζε η…Οδύσσεια.
Το παιχνίδι άρχιζε π.χ. στις 17:00. Εμείς ξεκινούσαμε από τις 14:00, αφού καταπίναμε σχεδόν αμάσητο το κυριακάτικο κρέας. Να επισημάνω εδώ ότι η ώρα έναρξης ήταν κάπως…ελαστική και μπορούσε το 17:00 να γίνει 17:30, ιδίως όταν εξακολουθούσε να προσέρχεται κόσμος στο γήπεδο.
Η ώρα άρχισε να τηρείται ακριβώς με την εμφάνιση του ΠΡΟ-ΠΟ και για προφανείς λόγους.
Λόγος για ΙΧ εκείνη την εποχή δεν μπορούσε να γίνει, συνεπώς παίρναμε το λεωφορείο του ΙΚΑ στο Περιστέρι, που μας κατέβαζε στο τέρμα, στην οδό Αγησιλάου κοντά στον Άγιο Κωνσταντίνο. Από εκεί λίγος ποδαρόδρομος μέχρι την πλατεία Λαυρίου και μπαίναμε στο άλλο λεωφορείο Αθήνα – Ν. Φιλαδέλφεια. ΑΕΚτζήδες γαρ… Συνολικά η διαδρομή ήταν πάνω από μια ώρα. Πολλές φορές στο λεωφορείο συνταξιδεύαμε και με ποδοσφαιριστές, που σε λίγο θα θαυμάζαμε μέσα στο γήπεδο. Εκεί μας δινόταν η ευκαιρία να δούμε από κοντά τα ινδάλματά μας, να τα…αγγίξουμε και να ακούσουμε τα προγνωστικά και τις αναλύσεις τους. Φαντάζεστε τώρα τον Μάνταλο ή τον Ιωαννίδη ή τον Ρέτσο, να συνωστίζονται μαζί σας στο μετρό; Αστεία πράγματα.
Κάποια μέρα ξεκίνησα από το σπίτι με βροχή. Φθάνω στο γήπεδο της ΑΕΚ και στη σιδερένια θύρα, που ήταν στη νότια μάντρα προς την εκκλησία, εκεί που μέχρι πριν από λίγο ήταν η σκεπαστή εξέδρα και τώρα ο αετός. Εκεί είχαν κολλήσει μια χειρόγραφη ανακοίνωση, ταλαιπωρημένη από την βροχή, που μας ενημέρωνε ότι ο αγώνα δεν θα γίνει λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών! Δίπλα μου διάβαζε την ανακοίνωση και ενημερωνόταν από αυτήν και ο Λάκης Εμμανουηλίδης, μεγάλο αστέρι της τότε ΑΕΚ. Έτσι ενημερώνονταν και οι ποδοσφαιριστές…
Η ατμόσφαιρα έξω από το γήπεδο, δεν διέφερε πολύ από την σημερινή. Οι πωλητές αναψυκτικών, ξηρών καρπών, σάντουιτς κ.λπ. χρωμάτιζαν την όλη ατμόσφαιρα
Οι θέσεις στο γήπεδο δεν ήσαν αριθμημένες όπως τώρα, εκτός από πολύ λίγες «στα επίσημα» και συνεπώς καθόσουν όπου έβρισκες. Γι’ αυτό έπρεπε να πας νωρίς, για να βρεις θέση προς το κέντρο. Αφού λοιπόν καθόσουν όπου έβρισκες, ήταν επόμενο δίπλα σου να κάτσει όποιος τύχει, από πλευράς ποδοσφαιρικών φρονημάτων εννοώ. Όμως αυτό δεν είχε καμία απολύτως σημασία. Φορούσε ο καθένας το κινέζικου στυλ καπελάκι του για τον ήλιο με τα χρώματα της ομάδος του, τα κασκόλ δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα, κουβέντιαζαν μεταξύ τους και αντάλλασαν τις απόψεις τους κοσμίως και ευπρεπώς, ενώ τα πειράγματα που γίνονταν δεν έχουν καμιά σχέση με τα σημερινά… πολεμικά ανακοινωθέντα («Εδώ θα γίνει ο τάφος σας» και πολλά άλλα τα οποία για ευνοήτους λόγους παραλείπω). Σε κάποιες παλιές ελληνικές ταινίες φαίνεται αυτό.
Μέχρι να αρχίσει ο αγώνας γύριζαν στις εξέδρες μεταξύ των φιλάθλων διάφοροι γνωστοί τύποι που προσπαθούσαν να τσοντάρουν στον οικογενειακό προϋπολογισμό τους, διάφοροι ευκαιριακοί «έμποροι», όπως ο Κώστας ο ΑΕΚτζής που πουλούσε μόνο πασατέμπο (1 δραχμή το σακουλάκι τότε, 1 ευρώ σήμερα…), ή οι άλλοι με τους λαχνούς. Αυτοί οι τελευταίοι κρατούσαν στα χέρια τους ένα μάτσο προκλητικά «καλούδια» (τσιγάρα αμερικάνικα, είδος πολυτελείας τότε, μπουκάλια με ουίσκι, μεγάλες πλάκες σοκολάτες, λαϊκά λαχεία κ.λπ.) και όλα αυτά τα κλήρωναν μπροστά στα μάτια των φιλάθλων, που είχαν εν τω μεταξύ αγοράσει, φθηνά σχετικά, τους λαχνούς. Το σλόγκαν αυτών, επειδή ήθελαν να τονίσουν το αδιάβλητο των κληρώσεων, ήταν: «Η σακούλα ελέγχεται ρε παιδιά», εννοώντας ότι ο καθένας μπορούσε να ελέγξει την σακούλα με τους κλήρους για να διαπιστώσει ότι όλα τα νούμερα, άρα και αυτά που είχε αγοράσει αυτός, ήσαν μέσα στην κληρωτίδα, δηλαδή την σακούλα.
Σημειωτέον ότι η κλήρωση γινόταν, εκ το πονηρού βεβαίως, αμέσως μετά τη σέντρα (την έναρξη δηλαδή) του παιχνιδιού, οπότε ουδείς είχε διάθεση να ασχοληθεί με το αδιάβλητο ή όχι αυτής και ο νοών νοείτω…
Κάποια στιγμή ακούγονταν ενθουσιώδη χειροκροτήματα. Μάταια οι αδαείς έψαχναν να βρουν τον αποδέκτη των χειροκροτημάτων νομίζοντας ότι πρόκειται για κάποιον ποδοσφαιριστή. Οι φίλαθλοι χειροκροτούσαν την υδροφόρα του Δήμου, που κάνα μισάωρο πριν αρχίσει το παιχνίδι, έμπαινε και κατάβρεχε τον αγωνιστικό χώρο για να κατακάτσει ο κουρνιαχτός και να αποθεωθεί από το φιλοθεάμον κοινό που είχε σκυλοβαρεθεί να περιμένει.
Αν ο αγώνας ήταν ντέρμπυ (δώσαμε τον ορισμό παραπάνω), τότε η προσέλευση των φιλάθλων άρχιζε πολύ νωρίς και πολλές φορές, 3 ώρες πριν αρχίσει το ματς, οι πόρτες έκλειναν αφού το γήπεδο είχε πλέον γεμίσει. Τότε υπήρχε ένα σοβαρό πρόβλημα: Πώς θα περάσει η ώρα. Όμως η εφευρετικότητα των φιλάθλων έδινε την λύση. Φορητό τάβλι, σκάκι, τράπουλες και εφημερίδες σκότωναν την ώρα μέχρι να βγει η…υδροφόρα.
Όταν επιτέλους έφθανε η ώρα, έκανε την εμφάνισή του το διαιτητικό τρίο, το οποίο βέβαια ήταν άκρως υποτιμητικό για τους Έλληνες, αφού σε όλα τα ντέρμπυ μετακαλούνταν ξένοι διαιτητές, καλή ώρα όπως τώρα. Υποτίθεται για να εξασφαλισθεί το αδιάβλητο, αλλά τις περισσότερες φορές αυτοί ήσαν τρισχειρότεροι από τους δικούς μας. (Η πολύ καλή εβδομαδιαία αθλητική εφημερίδα «ΟΜΑΔΑ», του Συγκροτήματος «Λαμπράκη», που κυκλοφορούσε τότε, σαρκάζοντας την πρακτική αυτή, υποστήριζε ότι θα έπρεπε κάποτε να κληθεί…κινέζος διαιτητής που θα ήταν σίγουρα ακέραιος, λόγω της αποστάσεως Ελλάδος – Κίνας…).
Μετά τους διαιτητές, έβγαινε η φιλοξενουμένη ομάδα και τελευταία η γη-πεδούχος, η οποία όπως ήταν φυσικό εισέπραττε και τα περισσότερα χειροκροτήματα.
Ο αγώνας κυλούσε ως το ημίχρονο, οπότε πάλι έκανε την εμφάνισή της η υδροφόρα, χωρίς όμως να γνωρίσει την αποθέωση αυτή τη φορά, αφού όλος ο κόσμος ασχολείτο με τα διαδραματισθέντα στο α΄ μέρος.
Άρχιζε το δεύτερο ημίχρονο και κάποτε τελείωναν όλα. Εδώ δεν θα πούμε το κλασικό «χαμηλώνουν τα φώτα», διότι τότε εκτός από το ιστορικό γήπεδο του Παναθηναϊκού στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας δεν υπήρχε άλλο γήπεδο με προβολείς ώστε τα φώτα να… χαμηλώνουν όταν τελείωνε το ματς.
Τότε άρχιζε η αντίστροφη πορεία. Ουρές ατέλειωτες στην αφετηρία των λεωφορείων και φυσικά κριτική του αγώνα από φιλάθλους αμφοτέρων των ομάδων, που το ξανατονίζω, βλέπανε δίπλα-δίπλα τον αγώνα χωρίς να τους χωρίζουν…ηλεκτροφόρα καλώδια και αντιαρματικές τάφροι όπως σήμερα.
Βέβαια, οι συζητήσεις και τα σχόλια για τον αγώνα τερματίζονταν μαζί με τη διαδρομή του λεωφορείου, καθώς τότε δεν υπήρχε συνέχεια με την «Αθλητική Κυριακή» και του «Διακογιάννη τη φωνή», αφού δεν υπήρχε καν τηλεόραση. Αλλά και στο ραδιόφωνο οι αθλητικές εκπομπές ήσαν σχεδόν ανύπαρκτες. Υπήρχε τότε ένας και μοναδικός αθλητικός σπήκερ, ο αείμνηστος Μιχάλης Γιαννακάκος που περιέγραφε τους αγώνες με χαρακτηριστική άνεση και χρώμα. Αργότερα εμφανίστηκε ο Νίκος Φώσκολος, επίσης χαρισματικός σπήκερ, ο οποίος βέβαια αργότερα διέπρεψε ως συγγραφέας και σκηνοθέτης. Και ύστερα ο Στάθης Γαβάκης, ο Μιλτιάδης Παναγιωτόπουλος, ο Βασίλης Γεωργίου, ο Θεσσαλονικιός Αντώνης Λογοθέτης και άλλοι
Ήταν τότε η ηρωική εποχή του ποδοσφαίρου μας. Ηρωική, όχι βέβαια από πλευράς ποιότητος, αλλά από πλευράς συνθηκών. Οι ποδοσφαιριστές ήσαν κάποιοι από εμάς, που πάλευαν όλη την εβδομάδα για το μεροκάματο, έκαναν 1-2 προπονήσεις και την Κυριακή στο γήπεδο.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι τότε το ποδόσφαιρό μας ήταν καλύτερο. Υπήρχαν «παιχταράδες». Μπορεί να είναι κι έτσι. Δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τον Μπέμπη, τον Πούλη, τον Πολυχρονίου, τον Νεστορίδη, τον Λινοξυλάκη, τον Υφαντή, τον Ρωσίδη, τον Πετρόπουλο, τον Κανάκη, τον Μανταλόζη, τον Θανάση Σαραβάκο, τον Σταματιάδη, τον Νεμπίδη, τον Πανάκη και τόσους άλλους. Όμως φευ, οι σημερινοί «Ημίθεοι», «Λέοντες», «Θηρία» κ.λπ. είναι αυτοί που μας χάρισαν ένα Πρωτάθλημα Ευρώπης. Πιστεύω ότι επιχειρώντας να συγκρίνουμε το τότε ποδόσφαιρό μας με το τωρινό, επιχειρούμε να συγκρίνουμε εντελώς ανόμοια πράγματα. Τότε που όλη η Ευρώπη έπαιζε προ πολλού σε γήπεδα με χόρτο, εμείς πολύ αργότερα φτιάξαμε ένα γήπεδο με χλοοτάπητα, αυτό του Παναθηναϊκού με ένα χορτάρι εντελώς κακορίζικο και μαραγκιασμένο που αντί να διευκολύνει τους ποδοσφαιριστές, μάλλον τους δυσκόλευε.
Τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι ποδοσφαιριστές ήταν προ πολλού επαγγελματίες οι δικοί μας παίκτες έβαζαν ρολόγια της ΔΕΗ ή εργάζονταν σε μαγαζιά και εργοστάσια. Είναι και άλλα πολλά (Προπονητές, Γυμναστήρια, Εργομετρικά μέσα, Ιατρική παρακολούθηση και άλλα), τα οποία μας έλειπαν τότε. Επομένως κάθε σύγκριση θα ήταν άδικη.
Ας αφήσουμε λοιπόν εκείνη την μακρινή εποχή μέσα στα πέπλα του μυθικού κι ας τη θυμόμαστε, όσοι την ζήσαμε, με νοσταλγία και αγάπη. Δεν ήταν καλύτερη από την σημερινή. Δεν είχε τίποτα καλύτερο. Μπορούμε να πούμε ότι υστερούσε όσο η νύχτα με τη μέρα. Είχε πολλές δυσκολίες, πολλές ταλαιπωρίες, πολλές πίκρες (και αθλητικές και άλλες). Είχε όμως ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Είμαστε νέοι. Αλήθεια αυτό το πλεονέκτημα ισοφαρίζεται με τίποτε άλλο; Όσο καλός ποδοσφαιριστής και αν είσαι, αποκλείεται να ισοφαρίσεις αυτό το ματς. Πάντοτε το παλιό θα προηγείται στο σκορ του νέου. Ιδίως αν ποδοσφαιριστές του παλιού είμαστε εμείς…