Αποχαιρετούμε σήμερα τον Γιάννη Μπουτάρη, έναν ζεστό άνθρωπο, έναν σπουδαίο οραματιστή, έναν μεγάλο αιρετικό της εποχής μας. Όχι με δάκρυα αλλά με χαμόγελα, όπως είμαι σίγουρος ότι θα το ήθελε κι εκείνος.
Τιμούμε έτσι τη μακρά διαδρομή του, που δεν είναι τίποτα άλλο από μία απόδειξη της διαρκούς αναζήτησης, της δύναμης που κρύβει η θέληση και του αποτελέσματος που φέρνει η αφοσίωση.
Του απευθύνω το «ύστατο χαίρε» ως φίλος, τολμώ να πω και ως θαυμαστής. Γιατί αν και συχνά βρεθήκαμε απέναντι, μείναμε πάντα στην ίδια όχθη του διαλόγου. Μέτρο της δημοκρατίας και του πολιτισμού, άλλωστε, δεν είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε αυτούς που συμφωνούν μαζί μας, αλλά η στάση μας απέναντι σε όσους μπορούν να διαφωνούν μαζί μας και ενίοτε να μας προκαλούν, με την καλή έννοια. Και ο κυρ-Γιάννης ήξερε να προκαλεί καλύτερα από τον καθένα.
Γεννημένος εδώ, στη Θεσσαλονίκη το 1942, μεγάλωσε σε μια περίοδο που η πατρίδα πάλευε να επουλώσει τις πληγές του εμφυλίου. Γι’ αυτό και η φωνή του έβγαινε μέσα από την ίδια του τη ζωή όταν μιλούσε για συμφιλίωση. Το ίδιο και όταν αποφάσιζε να αποκαταστήσει την ιστορική μνήμη, δίνοντας στην εβραϊκή κοινότητα της πόλης τη θέση που της αξίζει. Όπως και όταν θέλησε να δώσει τη δική του πνοή στα κοινά, ως Δήμαρχος.
Όλοι ξέρουμε τη διαδρομή του. Σκέφτομαι, όμως, τώρα, αυτό που αισθανόμουν, αυτό που ένιωθα κάθε φορά που τον συναντούσα, ότι δηλαδή ο Γιάννης Μπουτάρης με τον τρόπο του ενσωμάτωνε την παράδοση στη σύγχρονη εξέλιξη, όχι μόνο ως επιχειρηματίας αλλά και ως άνθρωπος. Υπήρξε ταυτόχρονα Βλάχος, όπως έλεγε, αλλά και κοσμοπολίτης. Υπήρξε Σαλονικιός, αλλά ταυτόχρονα Ευρωπαίος. Υπήρξε ένας οικολόγος μπροστά από την εποχή του, μέσα όμως στην πολύβουη πόλη. Υπήρξε ένας αιώνιος έφηβος με σκουλαρίκι.
Και αυτές οι πολλές ταυτότητες στο ίδιο πρόσωπο, νομίζω δίνουν την ιδανική απάντηση σε όσους αναρωτιούνται στις μέρες μας για τις δήθεν απειλές της πολυπολιτισμικότητας, για τις παλιές αξίες που τάχα χάνονται ή για τον πατριωτισμό που κάποιοι τον περιορίζουν στο μίσος προς τους άλλους αντί να τον ανοίγουν στην αγάπη για την Ελλάδα.
Το Γιαννακοχώρι, λοιπόν, έγινε η πρωτεύουσα της αληθινής σύνθεσης. Και σε ευχαριστώ, Στέλιο, που μου έδωσες την ευκαιρία να επισκεφτώ το Γιαννακοχώρι, αυτόν τον τόπο που τόσο αγάπησε, μαζί με τον Γιάννη Μπουτάρη πριν από λίγους μήνες.
Και αυτός είναι και ο λόγος που τον αποκαλώ «ευπατρίδη της καθημερινότητας», έχοντας στο μυαλό μου όλες εκείνες τις αρχές που ο Γιάννης τις μετουσίωνε σε συμπεριφορές της εποχής μας. Έτσι, άλλωστε, μπόρεσε να συνομιλήσει όσο λίγοι με τους νέους. Πολύ περισσότερο, όταν αυτές είχαν τη βαθιά σφραγίδα και της δικής του νικηφόρας αναμέτρησης με τους προσωπικούς του δαίμονες, ένα μέτωπο και μια πτυχή του βίου του που αξίζουν τον παντοτινό σεβασμό όλων.
«Η υπερβολή είναι ύβρις», έλεγε και ξανάλεγε, «και ο μόνος δρόμος για τη λύτρωση περνάει μέσα από την ταπείνωση». Η μεγάλη του κατάκτηση είναι ότι αυτά τα λόγια δεν ακούστηκαν ποτέ ως μια στερνή συμβουλή, αλλά ήταν μια μεταφορά εμπειρίας, με το βάρος και την εμβέλεια μιας εξομολόγησης για την τρωτότητα ως πηγή δύναμης.
Γνωρίζω καλά ότι απεχθανόταν τον όρο «πρότυπο», επιμένοντας ότι δεν ήθελε κανείς να του μοιάσει. Και όμως, αποτέλεσε πρότυπο, όχι μόνο για όσα πέτυχε στο επιχειρείν και στην πολιτική αλλά κυρίως γιατί ενσάρκωνε την Θεσσαλονίκη, την Ελλάδα της τόλμης και της αυτοπεποίθησης, προσφέροντας στην κοινωνία ένα άρωμα έντονο και ξεχωριστό και μία γεύση ακόμα πιο δυνατή από τα κρασιά του.
Καλό ταξίδι, φίλε Γιάννη. Όλοι σε αποχαιρετούμε με σεβασμό και ευγνωμοσύνη.