Το ΕΔΑΔ εξέδωσε πολύ σημαντική απόφαση – «ράπισμα» για την τυπολατρική ερμηνεία των προϋποθέσεων παραδεκτού της αναίρεσης από το ΣτΕ. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου, στην όλως πρόσφατη απόφαση Τσιώλη κατά Ελλάδος της 19 Νοεμβρίου 2024 (Προσφυγή με αριθ. 51774/17) έκρινε ότι το Συμβούλιο Επικρατείας παραβίασε το δικαίωμα του προσφεύγοντος σε δίκαιη δίκη, δια της απόρριψης της αίτησης αναίρεσης ως απαράδεκτης, ελλείψει τεκμηρίωσης της έλλειψης νομολογίας επί του κρίσιμου θέματος ή προσκόμισης (αντίθετης) νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος.
Ειδικότερα, στη συγκεκριμένη υπόθεση ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση για επέκταση του ιχθυοτροφείου του. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος απέρριψε την αίτηση, κρίνοντας ότι η ιχθυοτροφική μονάδα βρισκόταν σε ειδική ζώνη προστασίας των υγροτόπων του Αμβρακικού Κόλπου και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να λειτουργήσει. Ο προσφεύγων άσκησε αγωγή αποζημίωσης. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών την απέρριψε και στη συνέχεια άσκησε αίτηση Αναίρεσης. Το ΣτΕ απέρριψε την Αίτηση Αναίρεσής του, λόγω μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παραδεκτού, σύμφωνα με το Ν. 3900/2010.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να αποφεύγουν την υπερβολική τυπολατρία που αντιβαίνει στην απαίτηση εξασφάλισης πρακτικού και αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.
ΕΔΑΔ καταδίκασε την Ελλάδα για υπερβολική τυπολατρία του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω της νομολογιακής προσέγγισης που ακολουθεί το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή της διαδικασίας των απαιτήσεων του παραδεκτού για την απόρριψη των λόγων αναίρεσης.
Κατά το Δικαστήριο, το ΣτΕ δεν μπορεί να απαιτεί την προσκόμιση νομολογίας εκ μέρους του αναιρεσείοντος όταν το σύνολο των αποφάσεων των διοικητικών και εθνικών εν γένει δικαστηρίων, δεν δημοσιεύονται σε κανένα επίσημο έντυπο ή σε προσβάσιμη βάση δεδομένων στην οποία ο διάδικος ή ο δικηγόρος του να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση.
Το ΕΔΑΔ διαπίστωσε ότι το ΣτΕ ερμηνεύοντας την επίμαχη απαίτηση χωρίς να λάβει υπόψη τα πρακτικά εμπόδια που αντιμετώπισε ο αναιρεσείων όσον αφορά την πρόσβαση στην νομολογία, υιοθέτησε μια υπερβολική τυπολατρική προσέγγιση, που δεν ήταν αναγκαία για την κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου ή την ορθή απονομής της δικαιοσύνης. Με τον τρόπο αυτό προσβλήθηκε ο πυρήνας και η ουσία του θεμελιώδους δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο.
Χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα που κρίνει όχι μόνο δυσανάλογη, αλλά και παράλογη (unreasonable) την απαίτηση του ΣτΕ: «Ο προσφεύγων όφειλε να προσκομίσει νομολογία με την οποία ήταν αντίθετοι οι ισχυρισμοί της απόφασης του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ή να επικαλεστεί την έλλειψη νομολογίας. Το Δικαστήριο υπογραμμίζει εν προκειμένω ότι οι αποφάσεις που εξέδωσε η διοικητική δικαιοσύνη δεν δημοσιεύθηκαν σε κανένα επίσημο έντυπο ή προσβάσιμη βάση δεδομένων που να περιέχει το σύνολο της νομολογίας στην οποία είχε πρόσβαση ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του. Αυτό θα εμπόδιζε σημαντικά την ικανότητά του να βρει τη σχετική νομολογία, ακόμη και αν ο προσφεύγων είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Το να θεωρηθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν διατυπώθηκε κατά τρόπο παραδεκτό και να αναμένεται ότι ο προσφεύγων θα έχει τεκμηριώσει περαιτέρω το επιχείρημά του ότι δεν υπήρχε σχετική νομολογία δεν είναι μόνο παράλογο, αλλά συνιστά και δυσανάλογη επιβάρυνση γι' αυτόν».
Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και καταδίκασε την χώρα μας σε καταβολή 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη του προσφεύγοντος.
Επισυνάπτεται η απόφαση του ΕΔΑΔ.