Στις 13 Νοεμβρίου 2019 ο Αμερικανός Γερουσιαστής Λίντσει Γκρέιχαμ βρίσκεται στον Λευκό Οίκο, όπου μαζί με τον πρόεδρο Τραμπ και άλλους φιλότουρκους πολιτικούς των Η.Π.Α., υποδέχονται τον Ταγίπ Ερντογάν στην Ουάσιγκτον.
Είναι γνωστό πως στην Αμερικανική πρωτεύουσα υπάρχει μία οικονομικά εύρωστη ομάδα πολιτικών, οι οποίοι όπως αναφέρουν αρμενικά και αμερικανικά ρεπορτάζ, δεν είναι απλά φιλότουρκοι, αλλά ξεκάθαρα εξαγορασμένοι από τα τουρκικό λόμπι.
Ο Γκρέιχαμ λοιπόν αφού ολοκλήρωσε τη συνάντηση με τον Ερντογάν, διέσχισε μια απόσταση 10 λεπτών για να βρεθεί στο Καπιτώλιο, και εκεί με την ψήφο του μπλόκαρε την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων. Το ίδιο ακριβώς έκανε ο γερουσιαστής Ντέιβιντ Περντού, μία εβδομάδα αργότερα, ενώ το ίδιο έργο επανέλαβε και ο γερουσιαστής Κέβιν Κρέιμερ στις 5 Δεκεμβρίου. Και οι τρεις πολιτικοί, όταν πιέστηκαν από δημοσιογράφους να εξηγήσουν αυτή την προκλητική συμπεριφορά, ομολόγησαν πως τους πίεσε ο Λευκός Οίκος.
Το εν λόγω ψήφισμα του Κογκρέσου μας έδωσε την δυνατότητα να δούμε πως δουλεύει το βαθύ κράτος της Τουρκίας, εξαγοράζοντας Αμερικανούς πολιτικούς. Αυτό όμως αποτελεί απλά την κορυφή του παγόβουνου.
Υπάρχουν εκτενείς έρευνες σχετικά με τον χρηματισμό πολιτικών από το καθεστώς Ερντογάν. Το χειρότερο μάλιστα είναι πως το φαινόμενο αγγίζει τα ανώτατα επίπεδα της αμερικανικής κυβέρνησης, με τη διαφθορά λ.χ. του στρατηγού Μάικλ Φλυν, ο οποίος κατείχε το πανίσχυρο αξίωμα του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, και όπως απεδείχθη, πληρωνόταν για να εκπροσωπεί τα συμφέροντα της Τουρκίας. Αντίστοιχα σημαντική και συμβολική ήταν η καταψήφιση της αναγνώρισης της Γενοκτονίας, από τον γερουσιαστή Γκρεγκ Πενς – αδερφό του Αντιπροέδρου των ΗΠΑ.
Η διαφθορά και η εξαγορά από τους Τούρκους είναι τόσο συστημική, όπου παρατηρούνται παρόμοια περιστατικά και στο πολιτειακό επίπεδο, με φιλότουρκους πολιτικούς να κυνηγάνε τους αντιπάλους του Ερντογάν από το Οχάιο μέχρι το Τέξας!
Αυτά τα αναφέρω διότι υπάρχουν δύο δεδομένα που μας αφορούν. Πρώτον, οι ΗΠΑ είναι ένα από τα πλουσιότερα κράτη και οι πολιτικοί της απολαμβάνουν τα μεγαλύτερα προνόμια, οικονομικά και μη, από τους ομόλογούς τους στις λοιπές χώρες του κόσμου. Δεύτερον, είναι γεγονός πως μετά την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων από τους Οθωμανούς, από τη Βουλή το 1994, η Ελλάδα έχει εγκαταλείψει κάθε επίσημη προσπάθεια διεκδικήσεων για τη διεθνή αναγνώριση του απεχθούς εγκλήματος και για δικαίωση των θυμάτων.
Το πώς και αν συνδέονται τα ανωτέρω, με τις εμπειρίες που παρέχουν οι ΗΠΑ για εξαγορά πολιτικών τρίτων χωρών από την Τουρκία, τίθεται στην κρίση του καθενός.
Για να μην εθελοτυφλούμε όμως, πρέπει να αντιληφθούμε πως το πολιτικό προσωπικό της χώρας, ανεξαρτήτως κόμματος, πλην εξαιρέσεων που επιβεβαιώνουν τον κανόνα, έχει σταματήσει οριστικά και σχεδόν επίσημα την όποια προσπάθεια για την αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Η πολιτεία είναι εγκληματικά απούσα. Από τις κουμπαριές με τους σύγχρονους γενοκτόνους, τις γονυκλισίες στον τάφο του Μέγα Σφαγέα Κεμάλ, την πολιτιστική «ανάδειξη» της οικείας του ίδιου Σφαγέα στη Θεσσαλονίκη, μέχρι την συνειδητή εγκατάλειψη από το κράτος κάθε διεθνούς προσπάθειας αναγνώρισης της Γενοκτονίας, η απουσία είναι εκκωφαντική. Όχι απλά απουσία, αλλά αντιθέτως το κράτος δρα ως τροχοπέδη στις ηράκλειες και αξιέπαινες προσπάθειες των Ελλήνων της διασποράς και της Κοινωνίας των Πολιτών, βάζοντας τρικλοποδιές και ακυρώνοντας τις δράσεις τους. Εάν αυτό δεν είναι ύποπτο, τότε τι είναι;
Καλύτερα βέβαια να μην αναφερθούμε στους πολιτικούς ποντιακής καταγωγής, οι οποίοι μόλις αναλάβουν πολιτικό θώκο, λησμονούν και καταγωγή και πατρίδα. Τρανή απόδειξη οι κυβερνητικοί που τόλμησαν και πρόδωσαν τη Μακεδονία.
Επικουρικά σε αυτή την αθλιότητα, δρουν τα παραδοσιακά Μ.Μ.Ε., τα οποία και σιγοντάρουν την εγκατάλειψη του θέματος, και αρνούνται επιδεικτικά να αναδείξουν ή υποβαθμίζουν τις όποιες προσπάθειες αναλαμβάνουν μεμονωμένα οι πολίτες. Ενδεικτικό της τραγικής κατάστασης είναι πως με το ψήφισμα υπ’ αριθμ. 296 του 2019, αναγνωρίστηκε από το Αμερικανικό Κογκρέσο όχι μόνο η Αρμενική Γενοκτονία, αλλά και η Γενοκτονία των Ελλήνων από τους Οθωμανούς. Ουδείς, από τους προβεβλημένους δημοσιογράφους της χώρας, ανέδειξε αυτή τη μεγάλη και ιστορική νίκη. Εάν αυτό δεν είναι ύποπτο, τότε τι είναι;
Τέλος για να σταματήσουμε να ευλογούμε τα γένια μας, μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την επίσημη εγκατάλειψη του αγώνα, φέρουν και συγκεκριμένοι ποντιακοί φορείς και σύλλογοι, οι οποίοι είτε με κομματισμό, είτε με διχασμό, βάζουν σε προτεραιότητα την προσωπική ανάδειξη και τους εγωισμούς, "αγκαλιάζοντας" τους πολιτικούς Εφιάλτες της Ελλάδας. Δεν διεκδικείς αναγνώριση της Γενοκτονίας, με θέσεις VIP στις εκδηλώσεις για τους αρνητές, με σέλφι και δώρα λύρες στους κατευναστές των τούρκων.
Είναι προφανές πως το ζήτημα για τους πολιτικούς μας ταγούς δεν είναι εθνικό, ούτε πατριωτικό. Είναι καθαρά πολιτικό. Ακριβώς επειδή ζούμε σε ένα Ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα, αυτό του κοινοβουλευτισμού, οι πολιτικοί μας βρίσκονται επιρρεπείς σε διαφθορά και έλεγχο από εξωγενείς δυνάμεις. Το αποδεικνύουν άλλωστε και οι Ολιγάρχες των Η.Π.Α. Συνεπώς η απάντηση και συνάμα η λύση, δεν μπορεί να είναι άλλη από μία μετάβαση σε πραγματικό πολίτευμα Δημοκρατίας. Σε ένα πολίτευμα όπου οι πολιτικοί θα υπηρετούν την κοινωνία και τους πολίτες. Άρα και το εθνικό συμφέρον. Μέχρι να γίνει αυτή η αναγκαία πολιτειακή αλλαγή, η Γενοκτονία θα παραμένει εγκαταλελειμμένη και υποβαθμισμένη από την πολιτεία. Είναι αφελές να περιμένουμε κάτι διαφορετικό.
Έτσι λοιπόν βλέπουμε τη σύνδεση Δημοκρατίας και αναγνώρισης της Γενοκτονίας. Μια σύνδεση που περνάει πρώτα από την πατρίδα μας. Η δημοκρατία είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να αναδείξει ελληνόψυχους πολιτικούς στη ηγεσία της χώρας. Η μόνη δύναμη που μπορεί να διεκδικήσει επιτυχώς τη δικαίωση των Ελλήνων, και την εδραίωση της δικαιοσύνης και της ειρήνης στην περιοχή.