Κάτι πάει στραβά με τη Δικαιοσύνη.
Το θέμα δεν είναι, για να μη παρεξηγηθούμε, κατά πόσον τα δικαστήρια εκδίδουν αποφάσεις εναρμονισμένες με το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Ευτυχώς, δεν το κάνουν αυτό. Ούτε θα ήταν καλύτερη η απόδοση δικαιοσύνης στην Ελλάδα αν το έκαμαν αυτό οι δικαστές (και οι δικαστίνες).
Το πρόβλημα, όπως το βλέπω, είναι μάλλον ότι το δικαιακό σύστημα εμφανίζεται συχνά-πυκνά, λες και βρίσκεται σε άλλον κρατικό… πλανήτη.
Κανείς, πολιτειακός παράγοντας εννοείται, δεν έχει αμφισβητήσει πως η Δικαιοσύνη είναι ένας από τους τρεις πυλώνες του Κράτους.
Είναι, επομένως, απολύτως λογικό, όταν τόσοι πολλοί (και συχνά, δυστυχώς) ασκούν βαριά κριτική στις άλλες δύο εξουσίες, το δικαστικό σύστημα να συμπεριφέρεται ως να μην ακούει τίποτε από τις δυσαρέσκειες που εκφράζονται. Ως όλα όσα απασχολούν και ανησυχούν πολίτες και επιχειρήσεις να εμπίπτουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα βουλευτών και υπουργών.
Στην έρευνα της «διαΝΕΟσις» (Τι πιστεύουν οι Έλληνες), που μόλις ολοκληρώθηκε, οι δικαστικές υπηρεσίες βρίσκονται στο χαμηλότερο επίπεδο αξιολόγησης μεταξύ των άλλων κρατικών υπηρεσιών. Μόνον το 27% των πολιτών βλέπει μάλλον θετικά τη δουλειά (και όχι τις αποφάσεις…) της Δικαιοσύνης.
Κάτι πρέπει να λέει αυτό για τους πιο ακριβοπληρωμένους -και ορθώς- κρατικούς λειτουργούς παρόμοια αυστηρή κρίση.
Όμως, την ίδια στιγμή, ο πολίτης, ο καθείς προσωπικά, κατατάσσει στην πρώτη θέση μεταξύ των «σημαντικότερων αξιών» τη Δικαιοσύνη (20,3%) και ακολουθούν οι συμπληρωματικές προς αυτήν αξίες, δηλαδή η Ελευθερία (18,3%), η Αξιοκρατία (17,2%) και ο Σεβασμός (14,1%).
Θα μου πείτε, τι να κάνουν οι δικαστές, αφού δικάζουν στη βάση τους νόμους που ψηφίζουν οι βουλευτές. Αυτοί οι είναι οι διαμορφωτές της καθημερινής Δημοκρατίας και αυτοί έχουν την ευθύνη, εκεί στο Κοινοβούλιο, να ορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι λειτουργοί της Θέμιδος. Αν σκεφτούμε την άμεση επιρροή επί του
Μόλις προχτές, ο υπουργός Δικαιοσύνης Φλωρίδης εξήγησε ότι μετά τις αλλαγές που εισηγήθηκε ο ίδιος στη Βουλή, θα έπρεπε, ένας από τους τελευταίους γυναικοκτόνους άνδρες, να έχει κρατηθεί μέχρις ότου ολοκληρωθεί η δίκη του ώστε να κριθεί για την καταγγελία η οποία μάλιστα είχε επιβεβαιωθεί από τη δουλειά της αστυνομίας και της τακτικής ανάκρισης.
Πόσο τυφλή μπορεί να είναι η δικαιοσύνη, ώστε να μένει στους νομικούς τύπους και να μη ρίχνει μια ματιά στον φάκελλο του ανθρώπου που έχει να δικάσει ώστε να μπορέσει να δει τον προφανή κίνδυνο δολοφονικής απόπειρας ή πράξης, όπως σε αυτή την περίπτωση;
Μάλλον ήταν στραβή.
Και ως να μη φτάνει αυτό, κάνει και τα «στραβά μάτια» σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Όχι μόνον στα ανθρώπινα, αλλά και στα επιχειρηματικά.
Η περίπτωση της επιχειρηματικής απάτης με την υπόθεση της Folli-Follie οδηγείται στα όρια της αρνησιδικίας.
Αλλά και στα μεγάλα θέματα της διακυβέρνησης.
Η εξωφρενική μαλθακότητα στη δίκη για το φονικό στο Μάτι, απαίτησε την παρέμβαση του ανώτερου δικαστικού προκειμένου να ξαναγίνει η δίκη από την αρχή.
Οι περιπτώσεις είναι πλέον πάρα πολλές.
Έχουν οι δικαστές τα δίκηα τους; Προφανώς. Αλλά ως ανεξάρτητοι που είναι (όπως αποδεικνύουν οι αποφάσεις του Μισθοδικείου), θα έπρεπε να πείθουν ότι είναι σε θέση να πράξουν ορθώς και στα τα υπόλοιπα θέματα καλής λειτουργίας του δικαστικού συστήματος.
Οι διαβόητες καθυστερήσεις στην τελέσφορη διαδικασία, η προφανής έλλειψη γνώσεων και προετοιμασίας και οι ανεπίτρεπτες εξωτερικές παρεμβολές καταλήγουν συμποσούμενες σε ένα πολύ καθυστερημένο σύστημα Δικαιοσύνης.
Εκτός από το ηθικό ζήτημα, η κατάσταση αυτή κοστίζει έναν απροσδιόριστο πακτωλό χρημάτων που λείπουν από το περίφημο ΑΕΠ με το οποίο λαϊκίζουν εσχάτως οι πολιτικοί μας.
Εννοώ ότι η χαμηλή ποιότητα του συστήματος δικαιοσύνης είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η Ελλάδα είναι φτωχότερη χώρα σε σύγκριση με τις άλλες.
Μόλις στα τέλη του προηγούμενου μήνα, στη συζήτηση για τις νέες αλλαγές στις δικαστικές διαδικασίες ο πρωθυπουργός διατύπωσε της εξής σκέψη: «Θα όριζα ως μεταρρύθμιση κάθε σημαντική αλλαγή, η οποία έχει ενδεχομένως αργήσει να υλοποιηθεί.»
Μήπως όμως, εκτός από όλα αυτά, είναι ώρα να συζητηθεί η μεγάλη μεταρρυθμιστική αλλαγή στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης;
Μήπως πρέπει να αφαιρέσουμε τα φάλτσα που σίγουρα οφείλονται στην πραγματική παρεμβατικότητα της εκάστοτε κυβέρνησης και των βουλευτών «της»;
Αν θέλουμε να ελέγχουμε με την απαιτούμενη αυστηρότητα τη Δικαιοσύνη και αφού επείγει να ξαναβρεθεί η ευθύτητα και η διορατικότητα που απαιτεί η Δημοκρατία από τους δικαστές, χρειάζεται και η πλήρης κατοχύρωση του αυτοδιοίκητου.
Για να πούμε και της «στραβής» το δίκηο.