Aνάλυση του Πάνου Κορφιάτη *
Την 1η Ιανουαρίου 2022 θα τεθεί σε ισχύ η συμβολική επί της ουσίας αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, έπειτα από τρία χρόνια «παγώματός» του, μετά την αύξησή του κατά 11% από την 1η Φεβρουαρίου 2019 -και την παράλληλη κατάργηση του «υπο-κατώτατου» μισθού. Την ίδια στιγμή στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί το ζήτημα της ανόδου του πληθωρισμού -3.4% για τον Οκτώβριο του 2021- που έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα στα χαμηλότερα εισοδήματα. Εστιάζοντας στο ζήτημα, η πρόσφατη «Ενδιάμεση έκθεση για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση» του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι η σημαντικά υψηλότερη του πληθωρισμού αύξηση στο κόστος ενέργειας, στέγης και τροφίμων οδηγεί σε απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού κοντά στο 10%[1], ενώ ήδη από το 2020 το 35.5% των νοικοκυριών αντιμετώπιζε μεγάλη δυσκολία στην κάλυψη των βασικών αναγκών του.[2] Ακόμη και στο ευνοϊκότερο σενάριο της σταθεροποίησης των τιμών στα σημερινά επίπεδα, η αύξηση του 2% θα έχει υπερκαλυφθεί από την άνοδο στο κόστος ζωής, αυξάνοντας το ποσοστό των άτομα που διαβιώνουν σε συνθήκες υλικής αποστέρησης.[3]
Tο βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης για τη «λελογισμένη» αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν πως μια υπέρμετρη αύξηση θα έθετε σε κίνδυνο θέσεις εργασίας, οδηγώντας σε απολύσεις. Η επιστημονική τεκμηρίωση της θέσης αυτής στο σχέδιο πορίσματος του ΚΕΠΕ για την αύξηση του κατώτατου μισθού γίνεται με έναν ομολογουμένως «πρωτότυπο» τρόπο, αφού αντιστρέφει τις εμπειρικές διαπιστώσεις που η ίδια επικαλείται. Συμφώνα με αυτήν, από τη μείωση του κατώτατου μισθού το 2012 που συνοδεύτηκε με εκτίναξη της ανεργίας[4] και την αύξηση του κατώτατου μισθού τον Φεβρουάριο του 2019 (με την ανεργία να μειώνεται κατά 2,9 μονάδες σε έναν χρόνο) προκύπτει το συμπέρασμα ότι υπάρχει «μία μάλλον αρνητική σχέση μεταξύ του επιπέδου της απασχόλησης και του ύψους του κατώτατου μισθού»[5]. Πέρα από τον ανακόλουθο συσχετισμό του συμπεράσματος με την πρόσφατη εμπειρική πραγματικότητα, λίγους μήνες μετά τη δημοσίευση του πορίσματος ήρθε η απονομή του βραβείου Νόμπελ οικονομίας στον David Card, για την συμβολή του στην κατάδειξη του ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού δεν οδηγεί σε μείωση της απασχόλησης. Η προσπάθεια εμφάνισης μιας πολιτικής απόφασης ως «τεχνοκρατικής» εν προκειμένω υπονομεύει την αξιοπιστία και της πολιτικής και της επιστήμης. Όταν μάλιστα και οι πλέον μετριοπαθείς αναλύσεις καταδεικνύουν ότι «η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι αρνητικές επιπτώσεις των κατώτατων μισθών στην απασχόληση συχνά υπερτιμώνται» και ότι ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την Ελλάδα «η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να συμβάλλει τόσο στην καταπολέμηση της φτώχειας, όσο και στην αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας».[6]
Το πάγωμα του κατώτατου μισθού τη διετία 2020-2021 κατέστησε την Ελλάδα ευρωπαϊκή εξαίρεση. Ακόμη και μέσα στη διάρκεια τις πανδημίας οι κατώτατοι μισθοί αυξήθηκαν πανευρωπαϊκά κατά μέσο όρο 8,4% το 2020 και 3% το 2021. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας με σημαντικές διαδοχικές αυξήσεις.[7] Αξιοσημείωτο είναι επίσης και ότι οι δύο χώρες έχουν θέσει συγκεκριμένο στόχο για το ύψος του κατώτατου μισθού: το 60% του μέσου μισθού στην Ισπανία και τα 750 ευρώ στην Πορτογαλία ως το 2023.
Το πιο ενδιαφέρον ίσως παράδειγμα είναι η σταθερή προσήλωση του Ηνωμένου Βασίλειου στην αύξηση του κατώτατου μισθού (το 2022 ο κατώτατος μισθός θα έχει αυξηθεί κατά 41.17% από το 2015)[8] σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την μονοπώληση της διακυβέρνησης του από διαδοχικές κυβερνήσεις των Συντηρητικών. Ορίζοντας των αυξήσεων είναι ο εθνικός βιώσιμος μισθός να φτάσει τα 2/3 των μέσων αποδοχών το 2023. Περιγράφοντας την οικονομική λογική πίσω από αυτήν την απόφαση ο τότε υπουργός για τη Μαθητεία και τις Δεξιότητες τόνισε πως: «Η επιβολή μιας μισθολογικής αύξησης μπορεί να ωθήσει τους εργοδότες να κάνουν επενδύσεις που διαφορετικά δεν νιώθουν αναγκασμένοι να κάνουν».[9]
Το ελληνικό πρόβλημα δεν περιορίζεται απλά σε μια συγκυριακή απόκλιση. Αφορά το πώς έχουν εξελιχθεί οι μισθοί την τελευταία δεκαετία, με τη χώρα μας να είναι η μόνη με χαμηλότερο κατώτερο μισθό σήμερα σε σχέση με το 2011. Ενδεικτική, μάλιστα, είναι και η υποχώρηση του μεριδίου της εργασίας «κατά την περίοδο 2007-2017 από 40,8% σε 32,2% του Εθνικού Εισοδήματος που παράγεται από τον ιδιωτικό τομέα».[10]
Προφανώς βάζοντας στη συζήτηση το τί συμβαίνει στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης αναφερόμαστε σε διαφορετικές κοινωνικές, πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες καθώς και σε αποκλίνουσες πολιτικές –που με την εξαίρεση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας δεν χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη ζέση για «παραχωρήσεις» σε διεκδικήσεις του κόσμου της εργασίας.
Η τάση αύξησης των κατώτατων μισθών όμως είναι πραγματική και οφείλεται σε μια παραδοχή και σε μία σε εξέλιξη μετατόπιση:
Πρώτον, στο ότι η υποχώρηση του παραδοσιακού ευρωπαϊκού μοντέλου οργάνωσης των εργασιακών σχέσεων[11] μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις, οδήγησε πολύ μεγαλύτερο κομμάτι του εργατικού δυναμικού στα κατώτατα επίπεδα αμοιβών, με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση των ανισοτήτων και των εργαζόμενων φτωχών. Σε αυτό το πλαίσιο η αύξηση του κατώτατου μισθού αποτελεί μια στοιχειώδη προσπάθεια αντίδρασης σε περαιτέρω διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής.
Δεύτερον, αντανακλά μια σταδιακή επανατοποθέτηση της συζήτησης για τη σχέση μισθών και ανάπτυξης. Η ανάγκη για την προσέλκυση εργαζόμενων με υψηλό επίπεδο δεξιοτήτων σε μια ουσιαστικά ευρωπαϊκή αγορά εργασίας, οι σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις των ανισοτήτων στην οικονομική ανάπτυξη και η ανάγκη για μετάβαση σε ένα οικονομικό μοντέλο βασισμένο στη γνώση και την υψηλή προστιθέμενη αξία δημιουργούν συνθήκες ακύρωσης του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος από την υπερβολική συμπίεση των μισθών, που παραπέμπει σε ένα παρωχημένο μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης.
Αποτέλεσμα των παραπάνω και της πίεσης που ασκούν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι και η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ένα δίκαιο και επαρκή κατώτατο μισθό.[12]
Σε πολύ μεγάλο βαθμό τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα της χώρας αλλά και τα αδιέξοδα και οι καθημερινές αντιξοότητες των πολιτών της οφείλονται στην διατήρηση της συνταγής της υποτίμησης της εργασίας. Από τη μονοκαλλιέργεια υπηρεσιών χαμηλής προστιθέμενης αξίας, το χαμηλό εργασιακό ηθικό και την ελλιπή ύπαρξη κινήτρων που χαρακτηρίζουν την εργασία στην Ελλάδα ως το brain drain και τη διαρκή κατάσταση επισφάλειας, η κοινή ρίζα εντοπίζεται στην πολιτική επιλογή συμπίεσης του επίπεδου των μισθών –για την οποία ο περιορισμός του κατώτατου μισθού σε οριακά επίπεδα του είναι ένα ιδιαίτερο κρίσιμο εργαλείο, το οποίο αποτέλεσε το βασικό μοχλό υλοποίησης της στρατηγικής της οικονομικής προσαρμογής μέσω της εσωτερική υποτίμησης μετά το 2010.
Η ανάγκη για την άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού σε επαρκή επίπεδα σε συνθήκες ενεργειακής κρίσης, πληθωριστικών πιέσεων και στεγαστικού ζητήματος, σε ό,τι αφορά το βραχύ χρόνο, αλλά και η μεσομακροπρόθεσμα σταδιακή μετάβαση σε έναν βιώσιμο μισθό (living wage) που να επιτρέπει η εργασία να εξασφαλίζει ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης αποτελεί πιεστική ανάγκη για τον κόσμο της εργασίας, αλλά και το πρώτο βήμα για ένα μοντέλο ανάπτυξης βιώσιμο, ανθεκτικό και συμπεριληπτικό.
* Αναλυτής επιχειρησιακών δεδομένων στον τομέα της ασφάλισης, πρ. Ειδικός Γραμματέας ΣΕΠΕ, μέλος Ομάδας Κοινωνικών Εξελίξεων ΕΝΑ – Υπεύθυνος της θεματικής «Εργασία, αμοιβές & πολιτικές απασχόλησης»
πηγή:https://www.enainstitute.org/publication/%ce%b1%cf%80%cf%8c-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%ba%ce%b1%cf%84%cf%8e%cf%84%ce%b1%cf%84%ce%bf-%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%b2%ce%b9%cf%8e%cf%83%ce%b9%ce%bc%ce%bf-%ce%bc%ce%b9%cf%83%ce%b8%cf%8c/