Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2020

Γεωπολιτική εναντίον Γεωοικονοµίας; - Ανάγκη για Plan B της Δύσης στη Γωνιά µας;



Γράφει ο 


ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΤΡΗΣ 

Αντιστράτηγος ε.α. 

Πρόεδρος ΕΑΑΣ







Για αιώνες η αγγλοσαξωνική προσπάθεια (στην αρχή της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και ακολούθως των διαδόχων της ΗΠΑ ) ήταν να δηµιουργήσουν µια ζώνη αποκλεισµού της Ρωσίας/Σοβιετικής Ένωσης από τις θερµές θάλασσες. 

Ο αποκλεισµός αυτός είχε έννοια πολιτική και οικονοµική µε τους δύο αυτούς παράγοντες να αλληλοεπηρεάζονται. Το εάν η Πολιτική επεβάλλετο στην Οικονοµία ή το αντίθετο είναι ένα µεγάλο ακαδηµαϊκό θέµα και συζητείται όλο και πιο έντονα στις δυτικές κοινωνίες . Η τοποθέτηση επί αυτού εκφεύγει του παρόντος. Είναι πάντως φανερό ότι οι πολιτικές των χωρών στη διεθνή σκηνή περιλαµβάνουν µέτρα πολιτικά , οικονοµικά, διπλωµατικά και στρατιωτικά για να επηρεάσουν το περιβάλλον συµφερόντων τους. 

Μετά τον Β’ΠΠ η ζώνη αυτή δηµιουργήθηκε µε τη σύµπηξη 3 συµµαχιών που οι παλαιότεροι θα θυµούνται, των NATO (North Atlantic Treaty Organization, 1949-µέχρι τώρα), CENTO (Central Treaty Organization, 1955-1979) και SEATO (Southeast Asia Treaty Organization, 1954- 1977). Στην πορεία οι δύο εξ αυτών έπαυσαν τη λειτουργία τους, αλλά οι στρατηγικές επιδιώξεις παρέµειναν σταθερές και υπηρετούντο µε διάφορες πολιτικές. Μέχρι την κατάρρευση του σοβιετικού µπλοκ ο Κόσµος παρουσίαζε µια “απλότητα” µε την επικράτηση του διπολισµού. 

Κοµβικός γεωπολιτικός χώρος σε αυτή την αντιπαράθεση αποτελούσε η γεωγραφική ενότητα Ελλάδας και Τουρκίας. Η κάθε χώρα παρουσιάζει συµπληρωµατικά αλλήλων γεωπολιτικά πλεονεκτήµατα. Στην πράξη δεν µπορείς να υπολογίζεις στον έναν χωρίς τον άλλο. Γι’ αυτούς τους λόγους λοιπόν και ο Αγγλοσαξωνικός παράγων έδινε τόση µεγάλη σηµασία στην «ηρεµία»του χώρου µε την αποφυγή συγκρούσεων µεταξύ των δυο χωρών, παρότι από την πρώτη στιγµή δηµιουργήθηκαν σοβαρές τριβές µεταξύ τους µε αφορµή το Κυπριακό. Εδώ πρέπει να επισηµάνουµε ότι το Ηνωµένο Βασίλειο άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου, όταν τη δεκαετία του ’50 έβαλε την Τουρκία στο Κυπριακό για να αντιµετωπίσει το Ενωτικό κίνηµα των Ελλήνων Κυπρίων, εξυπηρετώντας µεν τα δικά της πρόσκαιρα συµφέροντα, δυναµιτίζοντας όµως τη ΝΑ πτέρυγα του νεοσυσταθέντος τότε ΝΑΤΟ. Κατά περίπτωση ο αγγλοσαξωνικός παράγοντας πίεζε πότε τη µία πότε την άλλη πλευρά, για να επιτύχουν αυτή την τεχνητή «ηρεµία». 

Η κατάσταση διαφοροποιήθηκε σοβαρά µετά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και τη σταδιακή και συνεχή επί 40 χρόνια αναβάθµιση των Τουρκικών διεκδικήσεων εις βάρος των Ελληνικών συµφερόντων. Η Ελλάδα βρέθηκε από τη µια να αντιµετωπίζει µόνη έναν όλο και ισχυροποιούµενο αντίπαλο και από την άλλη να αντιµετωπίζει τα Δυτικά συµφέροντα, που δεν επέτρεπαν την καταδίκη της Τουρκικής συµπεριφοράς. 

Τις τρεις τελευταίες δεκαετίες στη διεθνή σκηνή παρουσιάζονται διάφοροι πόλοι που προσπαθούν να απεµπλακούν από την “κλασική” µέχρι σήµερα δυναµική των µεγάλων δυνάµεων και να ικανοποιήσουν τα στρατηγικά τους συµφέροντα και διεθνείς φιλοδοξίες . Η Τουρκία είναι ένας από αυτούς τους διεθνείς παράγοντες που σταδιακά αναπτύσσει και παρουσιάζει τάσεις αυτονόµησης και περιφερειακής κυριαρχίας. Συγκεκριµένα η συµπεριφορά της Τουρκίας τα τελευταία χρόνια πήρε τα παρακάτω κύρια χαρακτηριστικά: 

H πολιτική ελίτ δηµιουργεί µεγαλοϊδεατική γεωστρατηγική η οποία ενσταλάζεται στο κοινωνικό σώµα . Το ένδοξο ιστορικό παρελθόν, το µεγαλείο του Τουρκικού Έθνους, η “ευγενής” αποστολή επιστροφής στα παλαιά Οθωµανικά εδάφη, η κατάκτηση µε το ξίφος δηµιουργεί δικαιώµατα και άλλα τέτοια επιχειρήµατα προσπαθούν να διαµορφώσουν το εσωτερικό κοινωνικό “µέτωπο” που θα αποδεχθεί την µεγαλοϊδεατική στρατηγική ως εθνική επιταγή. 

Η χώρα προσπαθεί να αναλάβει ρόλο περιφερειακής δύναµης και υιοθετεί συγκρουσιακή προσέγγιση µε τις παραδοσιακές µεγάλες δυνάµεις, όταν τα συµφέροντά της το απαιτούν (γεωστρατηγική). 

Η κοινωνία αποµακρύνεται από τη Δύση, υιοθετώντας δικό της πολιτικοκοινωνικό µοντέλο και µάλιστα βαθαίνει τη διαφοροποίηση αυτή, δηµιουργώντας αντιδυτικές ρίζες στο κοινωνικό σώµα. Έχουν αναπτυχθεί σηµαντικές αντιδυτικές οµάδες, όπως οι Ισλαµιστές, οι Εθνικιστές και οι Ευρασιατιστές, µε διαφορετική πολιτική θεώρηση και επιδιώξεις που κατά περίπτωση συµµαχούν µεταξύ τους στη χάραξη της στρατηγικής. 

Οι αντιδυτικές πολιτικές οµάδες θέλουν δεν βλέπουν τις στενότατες οικονοµικές σχέσεις της Τουρκίας µε τη Δύση και κυρίως µε τις χώρες της ΕΕ ως γέφυρα συνεργασίας και προώθησης της ειρηνικής συµβίωσης, αλλά ως µέσον πολιτικής επιρροής προς τη Δύση, για την επίτευξη των Τουρκικών στρατηγικών επιδιώξεων (γεωοικονοµία). 

Στην σχέση µε όλους τους γείτονες, εδάφη της πάλαι ποτέ Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και οπωσδήποτε προς την Ελλάδα και την Κύπρο, αυξάνει σταθερά την παντοειδή πίεση κάνοντας έντονη χρήση της στρατιωτικής διάστασης και παρουσιαζόµενη ως επισπεύδουσα, σαν να κυνηγά κάποια χρονική επιδίωξη (ίσως το 2023, χρόνια εορτασµού των 100 ετών από την ίδρυση της Τουρκικής Δηµοκρατίας;). 

Αυξάνει τις επαφές της µε εξτρεµιστικά µουσουλµανικά στοιχεία. 

Επιδιώκει την κυριαρχία της στον µουσουλµανικό κόσµο. 

Αυτή η Τουρκική διεθνής συµπεριφορά δηµιουργεί συνθήκες “υπερεξάπλωσης”, φαινόµενο κατά το οποίο µια δύναµη “απλώνεται” πέρα από τις πραγµατικές της δυνατότητες µε αποτέλεσµα την κατάρρευση . Επίσης θα µπορούσε να αναγνωριστεί το φαινόµενο της “Θουκυδίδειας Παγίδας”, δηλαδή η κατάσταση εκείνη που η αύξηση της δύναµης ενός κράτους οδηγεί αντανακλαστικά κάποιο άλλο ή κάποια άλλα να αναλάβουν δράση εναντίον του λόγω του φόβου που αυτή η αύξηση δύναµης τους προκαλεί. 

Η όλη κατάσταση φαίνεται ότι δηµιουργεί σοβαρές αναταράξεις στις δοµές εξουσίας των δυτικών κρατών . Όλο και περισσότεροι φορείς στη Δύση αντιλαµβάνονται ότι κατά πάσα πιθανότητα η Τουρκία χάνεται, αν δεν έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, από τους ευρύτερους γεωπολιτικούς σχεδιασµούς της Δύσης. Με τις ενέργειές της δείχνει να προσανατολίζεται προς άλλες κατευθύνσεις και να δηµιουργεί γεωπολιτική «τρύπα» για τα συµφέροντά τους. Η Τουρκική συµπεριφορά προκαλεί αντιδράσεις ακόµη και σε οµόθρησκα κράτη της Μέσης Ανατολής. Το µεγάλο ερώτηµα που δηµιουργείται είναι εάν το πρόβληµα δηµιουργεί ο Ερντογάν , οπότε η πιθανή αντικατάσταση του θα λύσει το θέµα και η Δύση απλά πρέπει να κάνει υποµονή ή η στρατηγική στροφή της Τουρκίας οφείλεται σε άλλους λόγους και δεν είναι προσωπικό θέµα του Τούρκου Προέδρου, οπότε η λύση είναι στην αλλαγή της στρατηγικής της Δύσης απέναντι στην χώρα. 

Οι εµπορικές συναλλαγές µε τα κράτη της ΕΕ και της Αµερικής, οι Δυτικές επενδύσεις σε διάφορους τοµείς της Τουρκικής οικονοµίας και τα δάνεια που η Τουρκία έχει εξασφαλίσει από Δυτικά κράτη και τράπεζες έχουν δηµιουργήσει ένα πλέγµα οικονοµικής αλληλεξάρτησης που αντί να φέρνει τα κράτη κοντά το ένα, σύµφωνα µε τους θιασώτες µιας θεωρίας, φαίνεται ότι από την πλευρά της Τουρκίας χρησιµοποιείται εκβιαστικά προς τα Δυτικά κράτη. 

Συγκρούεται λοιπόν η γεωπολιτική µε τη γεωοικονοµία; Προσωπικά τολµώ να ισχυριστώ πως όχι. 

Στην γεωοικονοµία ο Τουρκικός εκβιασµός µπορεί να αντιστραφεί σε Δυτική οικονοµική πίεση την οποία δεν αντέχει η Τουρκία . Οι αντοχές της είναι πολύ µικρότερες απ ’ ότι της Δύσης. Εάν ληφθεί η πολιτική απόφαση η Τουρκία θα γονατίσει. Οι περισσότερες Ευρωπαϊκές δυνάµεις µε προεξάρχουσα τη Γερµανία διστάζουν είτε διότι δεν κατανοούν απόλυτα την όλη κατάσταση είτε διότι τα οικονοµικά τους συµφέροντα είναι µεγάλα και προς το παρόν φαίνεται να επηρεάζουν τις αποφάσεις. Άλλες όµως, µε προεξάρχουσα τη Γαλλία, φαίνεται ότι έχουν ξεπεράσει τέτοιες αναστολές και έχοντας πληρέστερη γεωστρατηγική εικόνα προχωρά σε οικονοµικά µέτρα. Παροµοίως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς έχουν απαγορεύσει πωλήσεις συγκεκριµένων µέσων και υλικών αµυντικής βιοµηχανίας προς την Τουρκία. Η στάση της Γαλλίας αποτελεί το γεωοικονοµικό υπόδειγµα που πρέπει να στηρίξουµε. 

Στην γεωπολιτική πώς µπορεί να καλυφθεί το δηµιουργούµενο κενό ; Η Γεωγραφία µε την κατάλληλη Πολιτική υποδεικνύει µια λύση. Η παλιά ζώνη αποκλεισµού των Βορείων µπορεί να µετεξελιχθεί σε µια ζώνη προστασίας έναντι της αντιδυτικής Τουρκίας η οποία µετατοπιζοµένη νοτιότερα αφήνει αναγκαστικά έξω την Τουρκία και περιλαµβάνει την Ελλάδα, την Κυπριακή Δηµοκρατία, το Ισραήλ και όλο και περισσότερες Αραβικές χώρες (Αίγυπτο, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ, Ιορδανία κ.α.). Αυτό θα µπορούσε να αποτελέσει το δυτικό γεωπολιτικό Plan B στην περιοχή µας. 

Με ένα τέτοιο στρατηγικό σχέδιο αλλάζουν τα δυναµικά στο Κυπριακό, παύει η οιανδήποτε υποστήριξη της Τουρκίας σε διχοτοµικού τύπου επεξεργασίες και γίνεται εφικτή µια λύση που θα εξασφαλίζει τα δικαιώµατα όλων των Κυπρίων χωρίς να µετατρέπει µια ανεξάρτητη χώρα, την Κυπριακή Δηµοκρατία, σε Τουρκικό προτεκτοράτο. Επίσης καθίστανται δύσκολα εφαρµόσιµα τα Τουρκικά αναθεωρητικά µεγαλοϊδεατικά οράµατα της “Γαλάζιας Πατρίδας ” σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. 

Από γεωστρατηγικής πλευράς δηµιουργείται για άλλη µια φορά ένα εξαιρετικό παράθυρο ιστορικής ευκαιρίας σύµπλευσης των Ελληνικών συµφερόντων µε τα Δυτικά, αλλά και µε τα αραβικά, ανάλογο µε αυτό του Α΄ΠΠ, το οποίο ο Βενιζέλος εκµεταλλεύτηκε τότε για να υλοποιήσει τα εθνικά οράµατα . Η Αγγλική βέβαια «βροντώδης» και ασυνήθιστη αφωνία στα γεγονότα του τελευταίου οκταµήνου στην περιοχή µας εκπλήσσει. Οι πρόσφατες όµως Αµερικανικές και Γαλλικές κινήσεις δείχνουν να κατανοούν τις αλλαγές στο γεωστρατηγικό πεδίο. Οποιοσδήποτε βέβαια Ελληνικός στρατηγικός σχεδιασµός θα καταντούσε ουτοπία χωρίς σοβαρή ισχυροποίηση των Ενόπλων Δυνάµεων. 

Μπορούµε να υιοθετήσουµε, να υποδείξουµε και να στηρίξουµε ένα τέτοιο σχέδιο;


Από την Εθνική Ηχώ μηνός Οκτωβρίου