«Η [ελληνική] προσφορά του Καστελλόριζου στην Τουρκία δεν μπορεί να θεωρηθεί πολύ γενναιόδωρη. Το νησί είναι γενικά άγονο, δεν έχει κάποιο σημαντικό αγροτικό ή βιοτεχνικό τομέα και υποστηρίζει έναν μειούμενο πληθυσμό. Διαθέτει ένα μικρό προστατευμένο λιμάνι αλλά δεν είναι εξοπλισμένο με εγκαταστάσεις επισκευής πλοίων, αποθηκών ή ανεφοδιασμού. [Επίσης] το Καστελλόριζο δεν είναι κατάλληλο για εγκαταστάσεις αεροπορίας».
Η παραπάνω παράγραφος αποτελεί τμήμα της απόρρητης αναφοράς της CIA για το Καστελλόριζο που συντάχθηκε τον Αύγουστο του 1964, στο αποκορύφωμα των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, και αφορούσε την ελληνική πρόταση να δοθεί στους Τούρκους το Καστελλόριζο με αντάλλαγμα μια λύση που θα οδηγούσε στην Ενωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Οι Αμερικανοί πήγαιναν πολλά βήματα πιο πέρα και όπως επιβεβαιώνουν αποχαρακτηρισμένα έγγραφα της CIA και του Λευκού Οίκου, εξέταζαν το ενδεχόμενο ανταλλαγής πληθυσμού μεταξύ Δωδεκανήσων και Κύπρου. Σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, που πάντως δεν είχε τεθεί στο τραπέζι, τα Δωδεκάνησα θα περνούσαν στην Τουρκία, οι Τουρκοκύπριοι θα μετακόμιζαν εκεί και οι Ελληνες Δωδεκανήσιοι θα μετακόμιζαν στην Κύπρο…
Συνάντηση στο Καστρί
Σε ό,τι αφορά τις διαπραγματεύσεις που βρίσκονταν σε εξέλιξη, είναι αποκαλυπτική η εμπιστευτική συζήτηση μεταξύ του Ελληνα πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και του Χένρι Λαμπουίς που έγινε στις 19 Ιουλίου 1964. Ο Χένρι Λαμπουίς ήταν ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα από τον Μάρτιο του 1962 έως τον Μάιο του 1965. Νομικός με ευρύτατη μόρφωση είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο την Εύα Κιουρί, θυγατέρα της Μαρίας και του Πιερ Κιουρί. Ο Λαμπουίς είχε αναπτύξει ανθρωπιστική δράση στην Παλαιστίνη προτού έλθει στην Ελλάδα. Το 1965 ανέλαβε τα ηνία της UNICEF και αμέσως παρέλαβε το Νομπέλ Ειρήνης στο όνομα της οργάνωσης. Το βράδυ της Κυριακής 19 Ιουλίου 1964, ακριβώς στις 11.00, απέστειλε στην Ουάσιγκτον ένα τηλεγράφημα που αφορούσε τη συνάντηση που είχε γίνει το ίδιο απόγευμα με τον Γεώργιο Παπανδρέου στο Καστρί. Στο τηλεγράφημα αυτό αναφέρει ότι ο Παπανδρέου του είπε ότι θα μπορούσε να συμφωνήσει ώστε να δώσει η Ελλάδα το Καστελλόριζο στην Τουρκία ως βάση σε αντάλλαγμα για μια καλή λύση για την Ελλάδα στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, ο Λαμπουίς αναφέρει στο τηλεγράφημά του:
«Σε συνομιλίες μιας ώρας με τον πρωθυπουργό την Κυριακή το απόγευμα, επέμεινε ότι είναι επείγον να βρεθεί λύση στο πρόβλημα της Κύπρου. Υπογράμμισε ότι ήθελε να διευκολύνει όσο γίνεται τη δουλειά του [ΥΠΕΞ των ΗΠΑ] κ. Ατσεσον και τόνισε ότι γι’ αυτόν τον σκοπό χθες βράδυ κατά το ραδιοφωνικό του διάγγελμα για πρώτη φορά τόνισε ότι είναι θέμα των συζητήσεων η ασφάλεια του τουρκικού κράτους και η προστασία της τουρκικής μειονότητας».
«Ο Παπανδρέου έδειξε με υπερηφάνεια μια νέα φωτογραφία του προέδρου Τζόνσον που είχε στη βιβλιοθήκη του και είπε ότι αισθάνεται άσχημα που έδωσε την εντύπωση αδιαλλαξίας [κατά το ταξίδι του] στην Ουάσιγκτον [23-27 Ιουνίου 1964] ως αντιτιθέμενος στην προτεινόμενη διαδικασία αντιμετώπισης του κυπριακού προβλήματος. Είπε ότι πίστευε ειλικρινά τότε, όπως και τώρα, ότι αν δεν έχουν γίνει οι απαιτούμενες προετοιμασίες, οι απευθείας συνομιλίες μπορεί να οδηγήσουν σε αδιέξοδο και στο ενδεχόμενο μιας σύγκρουσης. Ανέφερε τις τουρκικές ταραχές στην Κωνσταντινούπολη το 1955 ως παράδειγμα του τι κάνουν οι Τούρκοι όταν οι συνομιλίες δεν οδηγούν εκεί που θέλουν.
Είπε ακόμα ότι θέλει να αποφύγει τον πόλεμο με κάθε κόστος (ανέφερε τη φράση “ο πόλεμος είναι 100 φορές πιο σοβαρός για την Ελλάδα από όσο είναι για τις ΗΠΑ”) και δήλωσε απογοητευμένος ότι δεν έγινε συζήτηση για κάποια λύση στην Ουάσιγκτον παρά υπήρξε μόνον η πίεση να ξεκινήσουν άμεσα συνομιλίες με τους Τούρκους. Με τις διαρκείς τουρκικές απειλές κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό. Ωστόσο [πρόσθεσε ότι] οι συνομιλίες, που τώρα βρίσκονται σε εξέλιξη στη Γενεύη, είναι η σωστή προσέγγιση για την εύρεση λύσης και η ελληνική κυβέρνηση θέλει να διευκολύνει τις συνομιλίες αυτές ως ένα θέμα άμεσης προτεραιότητας. [Ο Παπανδρέου πρόσθεσε ότι] το επείγον του πράγματος οφείλεται στο γεγονός ότι ο Μακάριος βρίσκεται πιο κοντά στους Σοβιετικούς και στον [ηγέτη της Αιγύπτου] Νάσερ και κάνει κινήσεις χωρίς να ρωτήσει την ελληνική κυβέρνηση. Άφησε να εννοηθεί ότι αν περάσει πολύς χρόνος, μια πλήρως ελεύθερη Κύπρος, κάτω από την ισχυρή ανατολική επιρροή, ίσως πάψει να επιδιώκει την Ένωση».
Το καθεστώς των βάσεων
«Σε ό,τι αφορά τη λύση, επανέλαβε ότι θα πρέπει να προσφερθούν στην τουρκική μειονότητα όλες οι απαραίτητες εγγυήσεις, συμπεριλαμβανομένης της επιτήρησης από τον ΟΗΕ (είπε συγκεκριμένα “οτιδήποτε θέλετε” – “whatever you want”). Για την ασφάλεια της Τουρκίας και για να καλυφθεί η πλευρά του προβλήματος που αφορά το τουρκικό “εθνικό γόητρο” είπε ότι η Ελλάδα θα συμφωνούσε στη μετατροπή των βρετανικών βάσεων σε νατοϊκές βάσεις με τουρκικά στρατεύματα και διοικητή. Από τον [ΥΠΕΞ και μετέπειτα πρόεδρο της Κύπρου, Σπύρο] Κυπριανού είχε ακούσει ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίλσον και άλλοι στη βρετανική κυβέρνηση ήταν έτοιμοι να αξιολογήσουν αυτή την πρόταση. Είπε ότι η Βρετανία θα μπορούσε να διατηρήσει ή να εγκαταλείψει την κυριαρχία της στις βάσεις – σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαν να γίνουν οι κατάλληλες ενέργειες έτσι ώστε να περάσουν [οι βάσεις] υπό τη δικαιοδοσία του ΝΑΤΟ με Τούρκο διοικητή».
«Το τελευταίο αυτό σημείο, κατά την αντίληψη του Παπανδρέου, θα καλύψει κάθε τουρκική απαίτηση τόσο σε ό,τι αφορά την ασφάλεια, όσο και σε ό,τι αφορά το γόητρο. Ο Παπανδρέου δεν βλέπει καμία πιθανότητα για [να δημιουργηθεί] μια περιοχή τουρκικής κυριαρχίας στο νησί. [Σύμφωνα με τον Παπανδρέου] Οι συμφωνίες Λονδίνου – Ζυρίχης επέτρεψαν μόνον την παρουσία τουρκικού στρατού στο νησί. Το να δοθεί τώρα στην Τουρκία κυριαρχική παρουσία, έπειτα από 100 χρόνια στα οποία δεν είχε καμία διεκδίκηση κυριαρχίας, θα ήταν ένα βήμα μη αποδεκτό για κάθε ελληνική κυβέρνηση, αλλά και για τους Κυπρίους. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση θα ήταν έτοιμη να δώσει το Καστελλόριζο ως βάση [η ακριβής φράση του Λαμπουίς είναι: to turn over Kastellorizon as a base]. Υπήρξε μια υπόνοια ότι και κάποιες άλλες παραχωρήσεις μπορεί να είναι πιθανές, αλλά αυτές δεν διατυπώθηκαν».
Προς το τέλος του τηλεγραφήματος, λέει ο Παπανδρέου με νόημα, σύμφωνα πάντα με τον Αμερικανό πρέσβη: «Οι Ελληνες και οι Αμερικανοί πρέπει πάντα να μιλάνε ως συγγενείς γιατί ο Μακάριος, η ΕΣΣΔ και η Αίγυπτος μιλούν τώρα σαν συγγενείς».
Ανταλλαγή πληθυσμών Δωδεκανησίων – Τουρκοκυπρίων
Έγγραφο από τη Βιβλιοθήκη του Αμερικανού προέδρου Λίντον Τζόνσον με ημερομηνία 24 Αυγούστου 1964 αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Κατά τη διάρκεια συνομιλιών με υπουργούς στο Λονδίνο ο Παπανδρέου (σ.σ.: στις 20 Ιουλίου 1964) επιβεβαίωσε ότι θα μπορούσε να προσφέρει μια βάση στο Καστελλόριζο ως αντάλλαγμα για μια συμφωνία στην Κύπρο» (που θα ήταν υποχωρητική από πλευράς της Τουρκίας) – (σ.σ.:
Ο Παπανδρέου φαίνεται ότι επιδίωκε μια λύση που θα οδηγούσε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα). Σε άλλο σημείο της μακροσκελούς αναφοράς αναφέρεται η αμερικανική ιδέα για ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Κύπρου (Τουρκοκυπρίων) και Δωδεκανήσων, κάτι που προφανώς, κατά τους Αμερικανούς, θα ήταν η απαραίτητη «ανταλλαγή» για να δεχθεί η Τουρκία την ένωση Ελλάδας – Κύπρου: «Από “πρακτικής” πλευράς, μια ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Κύπρο και στα Δωδεκάνησα θα ήταν πιθανή και εφικτή. Ο συνολικός αριθμός των Τούρκων στην Κύπρο είναι περίπου 114.000-120.000 και είναι σχεδόν ο ίδιος με τον αριθμό των Ελλήνων που ζουν στα Δωδεκάνησα, που είναι 90.000-100.000. Επιπλέον, οι διαφορετικές όψεις του φυσικού περιβάλλοντος (κλίμα, γεωγραφία, υδρογραφία κ.λπ.) είναι συγκρίσιμα, αν όχι ίδια».
Η αιτία που η Ουάσιγκτον εξέταζε το ενδεχόμενο ανταλλαγής πληθυσμών και παραχώρησης των Δωδεκανήσων στην Τουρκία ήταν το γεγονός ότι εκείνες τις εβδομάδες του καλοκαιριού του 1964 διαμορφώνονταν οι συνθήκες ελληνοτουρκικής σύγκρουσης με επίκεντρο την Κύπρο. Η έκθεση της CIA της ίδιας περιόδου είναι χαρακτηριστική. Ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα: «Από τις αρχές Ιουνίου 1964, όταν μια τουρκική εισβολή αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Οι Ελληνες, που όπως φάνηκε αιφνιδιάστηκαν τον Ιούνιο, μετακινούν άντρες και όπλα στην Κύπρο τις τελευταίες έξι εβδομάδες. Αποβιβάζονται τη νύχτα και κάτω από συνθήκες μέγιστης ασφάλειας στο λιμάνι της Λεμεσού».
«Μπορεί να υπάρχουν 7.000-8.000 Ελληνες στρατιώτες στο νησί, πολλοί από αυτούς Ελληνοκύπριοι. Υπάρχουν τρία συντάγματα πεζικού, εκτός από μονάδες πυροβολικού και ειδικές δυνάμεις που κρύβονται στο όρος Τρόοδος στην κεντρική Κύπρο».
«Η ελληνική κυβέρνηση έχει παραδεχθεί ότι μόνο περίπου 100 αξιωματικοί έχουν “αυτομολήσει” για να ακολουθήσουν τον στρατηγό Γρίβα. Οι αξιωματούχοι του ΟΗΕ συμφωνούν ότι ελληνικές δυνάμεις έχουν φθάσει στο νησί, αλλά πιστεύουν ότι δεν είναι πάνω από 1.200-1.500 άντρες… Οι δυνάμεις των Ελληνοκυπρίων, διασκορπισμένες σε όλο το νησί, αριθμούν περίπου 30.000-35.000. Οι αντίστοιχες δυνάμεις των Τουρκοκυπρίων δεν ξεπερνούν τις 13.000 και δεν διαθέτουν εξοπλισμό και μέσα μεταφοράς. Και οι Τούρκοι προωθούν λαθραία άντρες και εξοπλισμό στο νησί, αλλά τα μεγέθη είναι ασήμαντα σε σχέση με αυτά των Ελληνοκυπρίων. Μπορεί να υπάρχουν όχι περισσότεροι από 1.000 Τούρκοι επιπλέον των 650 που επιτρέπει η συμφωνία (σ.σ.: Ζυρίχης – Λονδίνου). Αυτό δείχνει ότι μια τουρκική επέμβαση ίσως είναι κάτι πολύ πιο δύσκολο από όσο ήταν τον Ιούνιο».
Ρόδος, 31.3.1947. Ο αντιναύαρχος Περικλής Ιωαννίδης έχει μόλις παραλάβει τη διοίκηση των Δωδεκανήσων από τον Βρετανό στρατιωτικό διοικητή, ταξίαρχο Πάρκερ. Δεκαέξι χρόνια μετά, «ενεπλάκησαν» στην προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού. (Φωτ. ΜΙΧΑΛΗΣ Ν. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ «ΕΛΛΑΔΑ 20ός ΑΙΩΝΑΣ, ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ»)
«Η μεγάλη ενίσχυση των ελληνικών και ελληνοκυπριακών δυνάμεων έχει αυξήσει την αυτοπεποίθηση του καθεστώτος του Μακαρίου. Ο Μακάριος έχει κάνει δηλώσεις ότι δεν μπορεί να υπάρξει οποιοσδήποτε συμβιβασμός ή παραχώρηση αφού τώρα η Κύπρος είναι ένα “απόρθητο κάστρο”. Η ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα, έχοντας γνώση ότι οποιαδήποτε βεβιασμένη ενέργεια από τον Μακάριο και τους ατάκτους θα μπορούσε να προκαλέσει πολεμική σύρραξη μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας, προσπαθεί να βεβαιώσει ότι όλες οι δυνάμεις που βρίσκονται κάτω από την ελληνική επιρροή παίρνουν εντολές από τον Γρίβα και όχι από τον Μακάριο, υπολογίζοντας ότι ο πρώην ήρωας του αντάρτικου είναι παράγοντας σύνεσης».
«Την ίδια ώρα, ο Ντιν Ατσεσον προχωρεί σε διαβουλεύσεις στη Γενεύη με αντιπροσώπους των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Αυτές οι συνομιλίες είναι συνέχεια των συνομιλιών που είχε ο πρόεδρος Τζόνσον με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ινονού και στη συνέχεια με τον Ελληνα πρωθυπουργό Παπανδρέου στην Ουάσιγκτον τον Ιούνιο. Η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση δεν έχει αντιπροσωπεία στη Γενεύη και ο Μακάριος έχει αποδοκιμάσει τις συνομιλίες δημοσίως. Οι συνομιλίες πάντως συνεχίζονται με τη λογική ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να πείσει τους Ελληνοκυπρίους να δεχθούν μια συμφωνηθείσα λύση, με ή χωρίς την αποδοχή του Μακαρίου. Πρόσφατες αναφορές από τον Αμερικανό πρέσβη στη Λευκωσία και στην Αθήνα αφήνουν αμφιβολίες ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να ελέγξει σε τέτοιο βαθμό τον Μακάριο. Ο Μακάριος, ενάντια στις επιθυμίες της Αθήνας, παρήγγειλε τέσσερις τορπιλακάτους από τους Σοβιετικούς».
«Ο κ. Ατσεσον δεν προσφέρει κάποιο “Αμερικανικό Σχέδιο” στη Γενεύη, αλλά μάλλον μια σειρά από διερευνητικές προτάσεις. Οι προτάσεις του περιλαμβάνουν τη δημιουργία τουρκικής βάσης στην Κύπρο, μεγάλο βαθμό τοπικής αυτοδιοίκησης για την τουρκική μειοψηφία και διεθνή παρουσία στο νησί για να εγγυηθεί ότι θα γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα της μειοψηφίας. Οι Τούρκοι, παρότι επιμένουν σε κάτι που θυμίζει πλήρη διχοτόμηση, έχουν δείξει ευελιξία όσον αφορά τα σύνορα. Εδειξαν αρχικά ενδιαφέρον για την ελληνική προσφορά του Καστελλόριζου, αλλά μόνον ως ένα τμήμα μιας ευρύτερης φόρμουλας. Ο Τούρκος στρατιωτικός αντιπρόσωπος, στις συνομιλίες που αντανακλούν τις θέσεις του τουρκικού γενικού επιτελείου, επιμένει ότι η Τουρκία πρέπει να έχει τουλάχιστον ένα λιμάνι στο νησί –κατά προτίμηση την Κερύνεια–, επιπλέον συνδιοίκηση στην Αμμόχωστο».