ΙΔΟΥ ΤΟ ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 15023/2019!
- Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
- Ακυρώνει τα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων, που εξέδωσε το καθ’ ού – εναγόμενο για τους μήνες Ιούλιο του έτους 2015 έως Δεκέμβριο του έτους 2018, κατά το μέρος με το οποίο έλαβαν χώρα μειώσεις στη σύνταξη γήρατος της προσφεύγουσας – ενάγουσας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του Άρθρου Πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 παρ. 1 του ν. 4093/2012.
- Διατάσσει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα – ενάγουσα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού δεκαπέντε (15) ευρώ και να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το υπόλοιπο ποσό παραβόλου, ποσού δέκα (10) ευρώ.
- Δέχεται εν μέρει την σωρευόμενη αγωγή.
- Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει στην προσφεύγουσα – ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και εβδομήντα οχτώ λεπτών (6.249,78 ευρώ), νομιμοτόκως (με επιτόκιο 6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής σε αυτόν (31.1.2019) έως την εξόφληση.
ΙΔΟΥ ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΑΠΟΦΑΣΗ 15023/2019
Αριθμός 15023/2019
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 2ο Μονομελές
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριο του στις 30 Ιουλίου 2019, με δικαστή τον Άγγελο Σκουρλή, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την ………….
γ ι α να δικάσει την προσφυγή – αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 31.1.2019,
τ η ς Ε.Κ. (αναφέρεται το όνομα της προσφεύγουσας-δικαστικής λειτουργού), η οποία …
κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του και παραστάθηκε.
Το Δικαστήριο αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή – αγωγή, για την μεν πρώτη από τις οποίες καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, ύψους 25 ευρώ, η προσφεύγουσα – ενάγουσα, πρώην δικαστική λειτουργός και συνταξιούχος του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) του Ε.Φ.Κ.Α., ζητεί, κατά το μέρος που το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ασκείται ως προσφυγή, να ακυρωθούν τα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων, που εξέδωσε το καθ’ ού – εναγόμενο για τους μήνες Ιούλιο του έτους 2014 έως Δεκέμβριο του έτους 2018, βάσει των οποίων διενεργήθηκαν στο ποσό της καταβαλλόμενης από το Τ.Α.Ν. σύνταξής της περικοπές και μειώσεις λόγω της εφαρμογής των, κατά τους ισχυρισμούς της, αντικείμενων στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40) και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), καθώς και λόγω της παρακράτησης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων που διενεργήθηκε στα ποσά της σύνταξης που αυτή έλαβε κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των ν. 3863/2010 και 3865/2010.
Περαιτέρω, κατά το μέρος που το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ασκείται ως αγωγή, ζητείται να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του καθ’ ού – εναγόμενου ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην προσφεύγουσα – ενάγουσα, ως αποζημίωση κατ’ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 914 επ. Α.Κ.), με το νόμιμο τόκο από 1.7.2014 άλλως από το χρόνο επίδοσης της αγωγής, το ποσό των 12.900,60 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη ζημία που αυτή υπέστη από τις ως άνω διενεργηθείσες στην σύνταξή του Τ.Α.Ν. περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2014 έως 31.12.2018, λόγω εφαρμογής των προαναφερόμενων αντισυνταγματικών, κατά τους ισχυρισμούς της, διατάξεων των νόμων 3863/2010, 3865/2010, 4051/2012 και 4093/2012.
2. Επειδή, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία της προσφεύγουσας – ενάγουσας, ……….
3. Επειδή, στο άρθρο 38 του ν. 3863/2010 «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115), όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα, μετά την αναπροσαρμογή των σχετικών ποσοστών παρακράτησης της παρ. 2 αυτού δυνάμει της διάταξης του άρθρου 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), προβλέπεται ότι: «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). […] 2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3% β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 6% γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 7% δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 9% ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 10% στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 12% ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 13% η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 14%. 3. α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €). β. […] 4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του NAT και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία: α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης. 7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών». Εξάλλου, όμοια με την ανωτέρω ρύθμιση περιελήφθη και στο άρθρο 11 του ν. 3865/2010, με τον τίτλο «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις» (Α΄ 120).
4. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 2287-2290/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτούμενων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010, Α΄ 65), συνεχίσθηκαν δε σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1.200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011, Α΄ 226), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου» και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα.
Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων και επιβαλλόμενες, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, δεν παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, οι πιο πάνω περικοπές, ενόψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επιβλήθηκαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων.
Ενόψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θέσπισής τους, δεν απαιτείτο περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβίασης της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επιβλήθηκαν, όπως αναφέρθηκε, ενόψει έκτακτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι πιο πάνω διατάξεις, κατά το μέρος που επιβάλλονται με αυτές οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι, από των ανωτέρω απόψεων, συμβατές με το Σύνταγμα. Τέλος, οι περικοπές που θεσπίσθηκαν με τις ανωτέρω διατάξεις, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζόμενων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων.
5. Επειδή, περαιτέρω, προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012, Α΄ 28), ακολούθησαν κατά το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω, μετά τις προαναφερόμενες διαδοχικές περικοπές, περιστολή των κυρίων και επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του ν. 4051/2012 «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του Ν. 4046/2012» (Α΄ 40) μειώθηκαν αναδρομικά, από 1.1.2012, κατά 12% οι μηνιαίες κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν το ποσό των 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου ποσού 200 ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησε ο ν. 4093/2012 (Α΄ 222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφενός μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης […]».
Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων […] με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι […]» (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ.).
6. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εντωμεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, καταρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών – όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων – να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων.
Τούτο δε ενόψει και της διαπίστωσης του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων).
Τέλος, εφόσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, καταρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος.
Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπόψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή».
Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτέλειάς τους και των επιβαλλόμενων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους.
Άλλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών.
Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων και ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ.).
7. Επειδή, καθ’ εαυτή η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 ΙΑ5 παρ. 1 και ΙΑ6 παρ. 3 θα συνεπαγόταν υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περικόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορούσε η γενόμενη, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, συναφής πρότυπη δίκη.
Ενόψει των δεδομένων τούτων, το Ανώτατο Δικαστήριο (Συμβούλιο της Επικρατείας), μετά τη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερόμενο στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, όρισε, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 4274/2014 (Α΄ 147), ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέρχονταν μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασής του (2287/2015) -για τους εντεύθεν εγείροντες αξιώσεις επέκεινα- η οποία έλαβε χώρα στις 10.6.2015. Εν συνεχεία, έκρινε πως «οίκοθεν νοείται» ότι για όλους όσους έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι τον χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα (ΣτΕ 2287/2015 Ολομ. σκ. 26).
8. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ, π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος […]» και στο άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους».
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, για τη στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης, είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και εάν προκαλείται ζημία σε τρίτον, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του ΕισΝΑΚ, από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός εάν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση, όταν οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη αλλά επέρχονται από την εφαρμογή του ως άνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτήν πράξη (ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 479-481/2018 Ολομ.).
Η δε αποζημίωση προς αποκατάσταση της κατά τα ανωτέρω ζημίας περιλαμβάνει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, την πλήρη αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Συνεπώς, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν την παράνομη πράξη ή παράλειψη των δημοσίων οργάνων περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη αυτός με τη στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών τις οποίες μετά πιθανότητας, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη (ΣτΕ 528/2014, 1283, 1284/2016, 1369/2018 7/μελές κ.ά.).
9. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας και τα όσα ιστορούνται με την κρινόμενη αγωγή προκύπτουν τα εξής: Με την …../2015 απόφαση του Διευθυντή Παροχών του Τομέα Ασφάλισης Νομικών του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολούμενων απονεμήθηκε στην προσφεύγουσα – ενάγουσα σύνταξη ποσού ……….. ευρώ μηνιαίως, πληρωτέα από 1.7.2014. Επί των ποσών της ως άνω σύνταξης της προσφεύγουσας – ενάγουσας επιβλήθηκε εισφορά αλληλεγγύης καθώς και περικοπές κατ’ εφαρμογή των ν. 4051/2012 και ν. 4093/2012, το συνολικό ύψος των οποίων ανέρχεται, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της σε 12.900,60 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του έτους 2014 έως τον Δεκέμβριο του έτους 2018.
Ήδη, η προσφεύγουσα – ενάγουσα με την κρινόμενη προσφυγή – αγωγή υποστηρίζει ότι οι ως άνω περικοπές που επιβλήθηκαν στο ποσό της λαμβανόμενης από το καθ’ ού – εναγόμενο Ταμείο σύνταξης αντίκεινται στα άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και ζητεί για το λόγο αυτό αφενός να ακυρωθούν τα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων, που εξέδωσε το καθ’ ού – εναγόμενο κατά τους μήνες Ιούλιο του έτους 2014 έως και Δεκέμβριο του έτους 2018, βάσει των οποίων διενεργήθηκαν στο ποσό της καταβαλλόμενης από το Τ.Α.Ν. σύνταξής της οι προαναφερόμενες μειώσεις κατόπιν εφαρμογής των, κατά τους ισχυρισμούς της, αντικείμενων στο Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., διατάξεων περί επιβολής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων (ν. 3863 και 3865/2010), καθώς επίσης του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40) και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), αφετέρου, δε, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του καθ’ ού – εναγόμενου να της καταβάλει νομιμοτόκως το προαναφερόμενο ποσό των 12.900,60 ευρώ, ως αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που αυτή υπέστη λόγω των περικοπών που επιβλήθηκαν στην σύνταξή της, κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2014 έως και 31.12.2018, κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων.
10. Επειδή, εξάλλου, το καθ’ ού – εναγόμενο με την από 17.5.2019 έκθεση απόψεων και το κατατεθέν υπόμνημά του ζητεί την απόρριψη της αγωγής υποστηρίζοντας ότι νομίμως έλαβαν χώρα στη σύνταξη της προσφεύγουσας – ενάγουσας οι ένδικες μειώσεις και περικοπές, δυνάμει των διατάξεων των ν. 3863/2010, 4051/2012 και 4093/2012, ενώ, σε κάθε περίπτωση ισχυρίζεται ότι έχει αποσταλεί ερώτημα στο Υπουργείο αναφορικά με την εφαρμογή των 2287 και 2288/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και ότι, πάντως, οι δικαστικές αυτές αποφάσεις έχουν ισχύ μεταξύ των προσώπων που ήταν διάδικοι στις συγκεκριμένες δίκες και ότι οι σχετικές κρατήσεις διενεργούνται στις συντάξεις βάσει διατάξεων νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν.
11. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν και ερμηνεύθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας – ενάγουσας περί παραβίασης των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010 πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τούτο διότι, όπως κρίθηκε, η επιβληθείσα με τις ως άνω διατάξεις Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, ως εντασσόμενη σε μία ευρύτερη δέσμη περικοπών και μειώσεων των συνταξιοδοτικών παροχών των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, ως μέτρων «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα, συνεπεία της εμφάνισης της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, είναι, ενόψει των εν γένει χαρακτηριστικών της και των συνθηκών υπό τις οποίες επιβλήθηκε, συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 21 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος και δεν αντίκειται στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287 – 2290/2015).
Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο περιορισμός της σύνταξης της προσφεύγουσας – ενάγουσας, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων των νόμων 3863/2010 και 3865/2010, κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, ήταν συνταγματικός και νόμιμος και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, ούτε αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου ταμείου, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την 2288/2015 απόφαση του ΣτΕ και αναφέρονται ανωτέρω, οι περικοπές των συντάξεων των συνταξιούχων των φορέων υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης, οι οποίες διενεργήθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012 είναι αντίθετες στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5, άρθρο 22 παρ. 5 και άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, κρίνει ότι μη νομίμως, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, περικόπηκε κατά τα αντίστοιχα ποσά η κύρια σύνταξη που έλαβε η προσφεύγουσα – ενάγουσα από το Ε.Τ.Α.Α. – Τ.Α.Ν. και ακολούθως από τον Ε.Φ.Κ.Α. κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της ως βάσιμου.
12. Επειδή, ακολούθως, από τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα – ενάγουσα εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεων (τα οποία αφορούν τους μήνες Νοέμβριο του 2015 έως Δεκέμβριο του έτους 2018, αλλά πρέπει να γίνει δεκτό ότι και για τους μήνες Ιούλιο έως και Οκτώβριο του 2015 – κατά τους οποίους δεν επήλθε οποιαδήποτε νομοθετική μεταβολή στις ήδη εφαρμοζόμενες το χρόνο εκείνο μειώσεις ή ποσοτική μεταβολή της σύνταξης – εφαρμόζονταν κατ’ αποτέλεσμα οι ίδιες ποσοτικά μειώσεις με αυτές που αποδεικνύεται ότι διενεργήθηκαν το μήνα Νοέμβριο του 2015), προκύπτει ότι το ύψος της ζημίας που υπέστη αυτή από την εφαρμογή, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, των ανωτέρω, μη νόμιμων, διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012 ανέρχεται: α) για το διάστημα από 1.7.2015 (ήτοι μετά τη δημοσίευση της 2287/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στις 10.6.2015, δεδομένου ότι το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ασκήθηκε μετά τη δημοσίευση της απόφασης αυτής), έως και τον Σεπτέμβριο του 2016 στα ποσά των 47,56 ευρώ και 101,00 ευρώ μηνιαίως, δηλαδή συνολικά σε 2.228,4 ευρώ [(47,56 + 101,00 ευρώ) Χ 15 μήνες], και για το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2016 έως και 31.12.2018, στο ποσό των 48,03 και 100,91 ευρώ, αντίστοιχα, μηνιαίως, ήτοι συνολικά 148,94 ευρώ συνολικά μηνιαίως, δηλαδή συνολικά 4.021,38 ευρώ (148,94 χ 27 μήνες), ήτοι η ζημία της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 6.249,78 ευρώ (2.228,4 + 4.021,38). Επομένως, κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του καθ’ ού – εναγόμενου να καταβάλει στην προσφεύγουσα – ενάγουσα, νομιμοτόκως, από την επίδοση της προσφυγής – αγωγής σε αυτό στις 31.1.2019 (σχετ. η έκθεση επίδοσης).
13. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει η σωρευόμενη προσφυγή να γίνει εν μέρει δεκτή, να ακυρωθούν εν μέρει, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό, τα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων της περιόδου Ιουλίου του έτους 2015 έως Δεκεμβρίου του έτους 2018 και να διαταχθεί η απόδοση στην προσφεύγουσα – ενάγουσα μέρους του καταβληθέντος παραβόλου ποσού 15 ευρώ και η κατάπτωση του υπολοίπου ποσού παραβόλου ποσού 10 ευρώ υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου (άρθρ. 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.). Ακολούθως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η σωρευόμενη αγωγή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση το καθ’ ού – εναγόμενου ταμείου να καταβάλει στην προσφεύγουσα – ενάγουσα το ποσό των 6.249,78 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της προσφυγή – αγωγής σε αυτό (31.1.2019) έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής ήττας και νίκης αυτών (άρθρο 275 παρ.1 εδαφ. γ΄ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
-Δέχεται εν μέρει την προσφυγή.
-Ακυρώνει τα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων, που εξέδωσε το καθ’ ού – εναγόμενο για τους μήνες Ιούλιο του έτους 2015 έως Δεκέμβριο του έτους 2018, κατά το μέρος με το οποίο έλαβαν χώρα μειώσεις στη σύνταξη γήρατος της προσφεύγουσας – ενάγουσας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του Άρθρου Πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 παρ. 1 του ν. 4093/2012.
-Διατάσσει να αποδοθεί στην προσφεύγουσα – ενάγουσα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού δεκαπέντε (15) ευρώ και να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το υπόλοιπο ποσό παραβόλου, ποσού δέκα (10) ευρώ.
-Δέχεται εν μέρει την σωρευόμενη αγωγή.
-Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει στην προσφεύγουσα – ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων διακοσίων σαράντα εννέα ευρώ και εβδομήντα οχτώ λεπτών (6.249,78 ευρώ), νομιμοτόκως (με επιτόκιο 6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής σε αυτόν (31.1.2019) έως την εξόφληση.
-Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 24.10.2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ