Γράφει ο Γιώργος Κουτρουμάνης,
Πρώην Υπουργός Εργασίας
Όσοι ισχυρίστηκαν ότι δεν θα μειωθούν οι συντάξεις διαψεύδονται όλο και περισσότερο κάθε μήνα που περνάει.
Στις αρχές Ιουλίου είχαμε το ΕΚΑΣ να καταργείται για 158.000 χαμηλοσυνταξιούχους, το Μέρισμα του Μ.Τ.Π.Υ να μειώνεται για 285.000 συνταξιούχους του Δημοσίου, ενώ ακολούθησαν οι μειώσεις στις επικουρικές συντάξεις για 225.000 περίπου συνταξιούχους, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν ακόμη και το 40%, από διάφορα ταμεία για πρώην εργαζόμενους στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.
Και δεν είναι μόνο αυτά.
Μειώσεις στα εισοδήματα έχουμε και από τη αλλαγή του αφορολόγητου, από την αύξηση των εισφορών, από την αύξηση των έμμεσων φόρων κ.λπ.
Μεγάλες μειώσεις θα δουν στις συντάξεις τους, κύριες και επικουρικές, σε σύγκριση με τους παλαιότερους, οι νέοι συνταξιούχοι , όσοι έχουν υποβάλει ή θα υποβάλουν αίτηση μετά την εφαρμογή του νέου νόμου 4387/2016, δηλαδή από 13/5/2016 και μετά.
Συντάξεις χηρείας μειωμένες κατά 30%, αναπηρίας μέχρι 35% για όσους βέβαια καταστούν δικαιούχοι, αφού οι προϋποθέσεις έχουν αυστηροποιηθεί σημαντικά.
Και είναι η πρώτη φορά που πλήττονται από τις περικοπές χαμηλοσυνταξιούχοι των 600 και 700 ευρώ. Μερικοί από αυτούς έχασαν το 1/3 ή και περισσότερο από το εισόδημά τους.
Με άλλα λόγια τα περί προστασίας των συνταξιούχων ήταν υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα, όπως απεδείχθη για μία ακόμη φορά.
Και πώς θα μπορούσαν να προστατευθούν οι συνταξιούχοι με μια οικονομία που εξακολουθεί να βρίσκεται σε ύφεση;
Πώς θα μπορούσαν να καλυφθούν τα ελλείμματα των ταμείων όταν η ανεργία παραμένει σε ποσοστά πάνω από 25% και η μία στις δύο νέες θέσεις εργασίας είναι με μερική απασχόληση;
Όταν οι αποδοχές των εργαζομένων μειώνονται συνεχώς, άρα και τα έσοδα προς τα ασφαλιστικά ταμεία;
Θα μπορούσε βέβαια η Κυβέρνηση να κάνει καλύτερες και δικαιότερες επιλογές.
Θα μπορούσε αντί να στοχοποιήσει συγκεκριμένες ομάδες συνταξιούχων και εργαζομένων, οι οποίοι σε τελική ανάλυση κάθε άλλο παρά προνομιούχοι μπορούν να θεωρηθούν, να μοιράσει δικαιότερα το βάρος, με λιγότερο επώδυνα μέτρα.
Δεν το έκανε όμως γιατί είχε εμμονές και ιδεοληψίες και κατά τη διαπραγμάτευση και μετά από αυτή. Γιατί προσπάθησε να αποδομήσει ότι επιχειρήθηκε να γίνει με τις παρεμβάσεις των προηγούμενων ετών και άνοιξε το ασφαλιστικό από μηδενική βάση.
Για να αποδεχθεί και να προωθήσει τελικά ακραίες ρυθμίσεις που είχαν αποτραπεί τα προηγούμενα χρόνια.
Τώρα ας γίνουν επιτέλους μαθήματα τα παθήματα για όλους και πρωτίστως για τους κυβερνώντες.
Και κυρίως ας γίνουν όσα πρέπει να γίνουν χωρίς άλλες κούφιες υποσχέσεις, αλλά με πολλή δουλειά.
Στη Θεσσαλονίκη πριν από δύο χρόνια, γράφτηκε η τελευταία πράξη των ψευδαισθήσεων με το περίφημο πρόγραμμα, το οποίο εξαφανίστηκε μέσα στις συμπληγάδες της σκληρής πραγματικότητας.
Σήμερα οι πολίτες δεν θυμούνται τίποτα από όσα εξαγγέλθηκαν τότε, αφού υφίστανται νέα σκληρά μέτρα και το μόνο που τους απασχολεί είναι εάν θα είναι τα τελευταία.
Κανένας όμως δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι τελειώσαμε και ότι βγαίνουμε από το τούνελ.
Για όσο διάστημα η χώρα πορεύεται χωρίς εθνικό σχέδιο, βασικό συστατικό της οποίας είναι η εθνική συνεννόηση, κανένας δεν μπορεί να υποσχεθεί και, πολύ περισσότερο, κανένας δεν μπορεί να περιμένει φως στο τούνελ.
Χωρίς ένα μεταρρυθμιστικό και αναπτυξιακό σχέδιο η χώρα θα σέρνεται και θα μετράει δυστυχώς για πολλά χρόνια ακόμη τις πληγές της.
Οι πολιτικές εκδηλώσεις στα πλαίσια της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, διαχρονικά είχαν ως βασικό στοιχείο την πλειοδοσία σε υποσχέσεις.
Αν θέλουμε να μην είμαστε μηδενιστές θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι πολλά πράγματα έγιναν στη χώρα αυτή τις τελευταίες δεκαετίες για να βελτιωθεί το βιοτικό επίπεδο και η ποιότητα ζωής
Σήμερα όμως δεν είμαστε στην ίδια κατάσταση ούτε μπορούμε να ακολουθήσουμε την ίδια πορεία με παλιά υλικά.
Η κρίση ανέδειξε τις παθογένειες και τα λάθη που παράλληλα έγιναν την ίδια περίοδο.
Σήμερα δεν μπορούμε να πορευτούμε πλέον με νέες υποσχέσεις.
Η Θεσσαλονίκη και οι εκδηλώσεις για τα εγκαίνια της Διεθνούς Έκθεσης του 2016 μπορεί να αποτελέσει μια νέα αφετηρία, μέσα από την οποία οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, αλλά, κυρίως όσες έχουν την ευθύνη της διακυβέρνησης, έχουν τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι συνειδητοποίησαν τα προβλήματα και έχουν πειστικό σχέδιο για τις λύσεις τους.
http://www.imerisia.gr/article.asp?catid=26533&subid=2&pubid=114119807