«Μήνυμα» με πολλούς αποδέκτες έστειλε ο υπουργός Δικαιοσύνης, Χαράλαμπος Αθανασίου, μιλώντας στην εκδήλωση για την 28η επέτειο καθιερώσεως του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, πολιούχου των Αθηνών και προστάτη των δικαστικών λειτουργών. Την ώρα που συνεχίζεται η διελκυστίνδα για την αξιολόγηση των δημοτικών υπαλλήλων, ο κ. Αθανασίου στην ομιλία του τόνισε ότι στη Δημοκρατία ακόμη και οι δικαστικές αποφάσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο κριτικής αυτή όμως –όπως ανέφερε χαρακτηριστικά– δεν μπορεί να φτάνει ως την μη εφαρμογή των νόμων και το μη σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων.
Αιχμηρή ήταν η τοποθέτηση της προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) Βασιλικής Θάνου, η οποία ζήτησε από τον κ. Αθανασίου να μεταφέρει στη κυβέρνηση τη δυσαρέσκεια των δικαστικών λειτουργών για την μη εφαρμογή των αποφάσεων του Μισθοδικείου, που έκρινε αντισυνταγματικές τις μειώσεις στις αποδοχές δικαστών και εισαγγελέων. «Περιμένουμε άμεσα λύση» ανέφερε χαρακτηριστικά η κυρία Θάνου απευθυνόμενη στον κ. Αθανασίου.
Υπενθυμίζεται ότι πριν από περίπου μια εβδομάδα οι πέντε δικαστικές ενώσεις της χώρας, ζήτησαν με επιστολή τους προς τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά την άμεση καταβολή των αναδρομικών τους -μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου- σε εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από το Μισθοδικείο.
Ειδικότερα, στην ομιλία του ο κ. Αθανασίου, επισήμανε ότι η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις δεν μπορεί να φθάνει ως ως την άρνηση εφαρμογής των νόμων ή το μη σεβασμό των δικαστικών αποφάσεων. «Ως ανθρώπινα δημιουργήματα και οι νόμοι και οι δικαστικές αποφάσεις είναι από τη φύση τους ατελείς» τόνισε ο υπουργός Δικαιοσύνης για να προσθέσει: «Ωστόσο ιστορικά έχουν κριθεί οι καλύτερες, αν όχι οι μοναδικές, μέθοδοι προκειμένου να δομήσουμε τη ζωή μας σε κοινωνίες. Και για τα δύο έχουν προβλεφθεί τρόποι να ανατραπούν. Οι μεν νόμοι με νέα νομοθεσία ή με δικαστική απόφαση που θα κρίνει τη συνταγματικότητά τους, οι δε δικαστικές αποφάσεις μπορούν να επανακριθούν σε ανώτερο βαθμό. Όποιος θεωρεί πως στη Δημοκρατία υπάρχουν άλλοι τρόποι να ανατρέψει είτε τους νόμους είτε τις δικαστικές αποφάσεις σφάλλει, και πιθανότατα κινείται από ταπεινά ή ιδιοτελή αίτια».
Ο κ. Αθανασίου έκανε λόγο για ανάγκη επιτάχυνσης των ρυθμών απονομής δικαίου και επισήμανε ότι «η Ελληνική Δικαιοσύνη η οποία λειτουργεί με ψυχραιμία και νηφαλιότητα ούτε φοβάται, ούτε χειραγωγείται».
Από την πλευρά της η κεντρική ομιλήτρια κυρία Ειρήνη Γιανναδάκη, πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, η οποία μίλησε εκ μέρους όλων των δικαστικών ενώσεων, ήταν ιδιαίτερα επικριτική για τον τρόπο που η πολιτεία νομοθετεί και εφαρμόζει τους νόμους, κάνοντας μάλιστα λόγο για «παρακμιακή πορεία κράτους δικαίου». Η κυρία Γιανναδάκη αναφέρθηκε σε «ακατάσχετη μνημονιακή πολυνομία» αλλά και σε συνεχείς επιθέσεις κατά της δικαιοσύνης με επιλεκτική κριτική των δικαστικών αποφάσεων και με αμφισβήτηση του θεσμικού ρόλου της, κάτι που όπως είπε είναι αδιανόητο σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Η κυρία Γιανναδάκη ανέφερε χαρακτηριστικά: «Ποιος καταστρέφει την εμπιστοσύνη στους θεσμούς; Ο δικαστής που είναι υποχρεωμένος να ελέγχει τη συνταγματικότητα των νόμων και τις πέρα και έξω από το γράμμα και το πνεύμα του νόμου εκτροπές του κρατικού μηχανισμού της εκτελεστικής λειτουργίας; Ή ο πολιτικός που αμφισβητώντας συνειδητά το θεσμικό ρόλο της δικαιοσύνης αρνείται παραβιάζοντας το σύνταγμα και τους νόμους να εφαρμόσει δικαστικές αποφάσεις επειδή παρεκκλίνουν των δημοσιονομικών στόχων της κυβερνητικής πολιτικής;».
Κλείνοντας την εκδήλωση η κυρία Μαργαρίτα Στενιώτη γενική γραμματέας της ΕΔΕ τόνισε πως το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα ίσως είναι η μη συμμόρφωση της πολιτείας με τις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Η κυρία Στενιώτη επισήμανε πως η κριτική στις δικαστικές αποφάσεις θα πρέπει να γίνεται με επιστημονικά κριτήρια και όχι με κριτήριο αν οι αποφάσεις αυτές είναι αρεστές ή όχι στη κυβέρνηση και συμβατές με τη δημοσιονομική πολιτική.
πηγή:olympia.gr