Η προπαγάνδα, η χειραγώγηση της κοινής γνώμης προς όφελος συγκεκριμένων συμφερόντων και η ενσωματωμένη δημοσιογραφία, θεωρούνται ως οι μεγαλύτερες ασθένειες μίας κοινωνίας – επειδή τη διαβρώνουν με ύπουλο τρόπο
.
«Ως δημαγωγός χαρακτηρίζεται αυτός που διακηρύσσει δοξασίες, οι οποίες γνωρίζει πως δεν είναι αληθινές, σε ανθρώπους που θεωρεί ότι είναι ανόητοι. Με απλούστερα λόγια, ο πολιτικός που μοιράζει ψεύτικες υποσχέσεις, γνωρίζοντας πως δεν μπορεί ή δεν θέλει να τις τηρήσει, σε εκλογείς που πιστεύει πως είναι ηλίθιοι – οπότε δεν θα τον κατηγορήσουν και δεν πρόκειται να τον τιμωρήσουν, αφού δεν θα ανακαλύψουν ποτέ τις πραγματικές του προθέσεις.Ως προπαγανδιστής τώρα, θεωρείται εκείνος που προσπαθεί συστηματικά και σκόπιμα να διαμορφώσει την κοινή γνώμη –να χειραγωγήσει τις απόψεις και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Στόχος του είναι η πρόκληση μίας επιθυμητής, ελεγχόμενης αντίδρασης εκ μέρους τους, η οποία να εξυπηρετεί τους εντολείς του – προφανώς ενάντια στις απόψεις που έχουν διαμορφώσει οι άνθρωποι, με βάση την εμπειρία και την παρατήρηση.Ο όρος «προπαγάνδα» χρησιμοποιείται κυρίως σε σχέση με την πολιτική – στην οικονομία ταιριάζει περισσότερο η λέξη «διαφήμιση», ενώ στη θρησκεία ο «προσηλυτισμός». Αυτό που θεωρείται εν προκειμένω σημαντικό είναι η επιδέξια επιλογή, η τοποθέτηση, καθώς επίσης ο έντεχνος χειρισμός της είδησης ή του γεγονότος – όχι το αληθινό τους νόημα, οπότε προφανώς θεωρείται de facto ανόητη η κοινή γνώμη.Ειδικά όσον αφορά τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις, το πλέον σημαντικό είναι η επιλογή, καθώς επίσης η σειρά των ερωτήσεων που θέτει ο δημοσιογράφος στον πολιτικό – ο οποίος είναι συνήθως εκ των προτέρων ενημερωμένος για τις ερωτήσεις ή συμμετείχε στην προετοιμασία τους. Το γεγονός αυτό θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό, αφού και οι δύο «πρωταγωνιστές» ωφελούνται – αρκεί φυσικά να μην κάνουν μεγάλα λάθη, προκαλώντας υποψίες στο κοινό τους.Στα περισσότερα κράτη, η λέξη «προπαγάνδα» έχει αντικατασταθεί με τις «δημόσιες σχέσεις» – λόγω του ότι η λέξη έχει αποκτήσει κακό όνομα, κυρίως από την εποχή των δικτατόρων. Ο όρος «δημόσιες σχέσεις» χρησιμοποιείται πολύ συχνά τόσο στην πολιτική, όσο και στην οικονομία– ειδικά στη δημοσιογραφία, επειδή ορισμένοι λειτουργοί της έχουν χαρακτηρισθεί αρκετές φορές ως εξαγορασμένοι χειραγωγείς της κοινής γνώμης (άρθρο).Αυτοί που χειραγωγούν όμως πιο αποτελεσματικά την κοινή γνώμη, είναι οι ανιδιοτελείς επιστημονικές αυθεντίες – οι οποίες δεν είναι απαραίτητο να είναι πραγματικές, αρκεί να διαφημιστούν ως τέτοιες από τους εκάστοτε ενδιαφερομένους και εντολείς τους. Αυτός είναι ο λόγος που χρησιμοποιείται συχνά η λέξη «διακεκριμένος» από τους δημοσιογράφους – ενώ, μεταξύ άλλων, οι «διακεκριμένοι» είναι πολύ πιο εύκολα ελεγχόμενοι, συγκριτικά με τους «απλούς ανθρώπους», ενισχύοντας επί πλέον την αξιοπιστία της εκπομπής ή του κειμένου.Οι εταιρείες δημοσκοπήσεων ασχολούνται επίσης συχνά με τις δημόσιες σχέσεις, αφού οι πεποιθήσεις/απόψεις που δημιουργούν λειτουργούν «αναδραστικά» – με την έννοια ότι, επηρεάζουν σημαντικά τα εκάστοτε αποτελέσματα.Όταν δεν τα καταφέρνουν, τότε εμφανίζονται μεγάλες αποκλίσεις στην κοινή γνώμη – σχετικά με αυτές που ουσιαστικά προσπάθησαν να διαμορφώσουν, με τα εργαλεία που έχουν στη διάθεση τους.Τότε χάνουν το σπουδαιότερο κεφάλαιο τους: την αξιοπιστία τους, η οποία είναι ανάλογα σημαντική για τους δημοσιογράφους, για τα ΜΜΕ, για τους δημαγωγούς και για τους προπαγανδιστές – αφού αποτελεί το θεμέλιο λίθο της δουλειάς τους».
.
Άρθρο
Όταν μία χώρα κηρυχθεί σε εμπόλεμη κατάσταση, τότε η ηγεσία της παύει να είναι αντικείμενο κριτικής – ο πρωθυπουργός της απαγορεύεται να αγγιχθεί, ενώ δεν κυκλοφορούν πλέον ειδήσεις, αλλά ανακοινώσεις. Η κυβέρνηση των Η.Π.Α., μετά την 11η Σεπτέμβρη (Bush Junior), εκμεταλλεύθηκε ασύστολα το συμβάν, για να επιβάλλει το δόγμα της «ενσωματωμένης δημοσιογραφίας» (Embedded Journalism) – σύμφωνα με το οποίο όλα τα ΜΜΕ τάσσονται εν καιρώ πολέμου επίσημα με την πλευρά της πολιτικής ηγεσίας, ενισχύοντας την με κάθε θεμιτό και αθέμιτο τρόπο.
Έκτοτε, το ίδιο δόγμα έχει επικρατήσει σε πολλές χώρες, ακόμη και εν καιρώ ειρήνης – πρόσφατα στη Γερμανία, σε σχέση με τον πρόεδρο της Ρωσίας, τον οποίο κατηγορούν σύσσωμα όλα τα ΜΜΕ, καθιστώντας τον υπεύθυνο για τα πάντα.
Ειδικά όσον αφορά τα μεταναστευτικά κύματα προς την Ευρώπη, τα οποία έχουν κυριολεκτικά τρομοκρατήσει τους Ευρωπαίους σε έναν εντελώς ακατανόητο βαθμό, τα γερμανικά ΜΜΕ έχουν τοποθετήσει στο στόχαστρο τον V. Putin – επιμένοντας ότι αυτός είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος (κάποτε στόχος τους ήταν η Ελλάδα, έως ότου μας έπεισαν πως είμαστε φοροφυγάδες και ένοχοι για τη χρεοκοπία της χώρας, οπότε κατάφερε τελικά να επιβληθεί στη χώρα μας ο κ. Σόιμπλε).
Παρά το ότι λοιπόν το ΝΑΤΟ βομβαρδίζει περισσότερο από δέκα χρόνια το Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη, το Πακιστάν και τη Συρία, προμηθεύοντας τόνους όπλων στις φλεγόμενες περιοχές και στηρίζοντας εμπρηστές, όπως τη Σαουδική Αραβία, με αποτέλεσμα εκατομμύρια άνθρωποι να προσπαθούν να διαφύγουν με κάθε τρόπο, τα ΜΜΕ της Γερμανίας κατηγορούν το Ρώσο – ισχυριζόμενα ότι, είναι αυτός που προσπαθεί να αποσταθεροποιήσει την Ευρώπη.
Για να μπορέσουν τώρα να πείσουν την κοινή γνώμη, κατηγοριοποιούν τις ειδήσεις με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να οδηγούν σε ένα προκαθορισμένο αποτέλεσμα – με στόχο να στηριχθεί η καγκελάριος, η οποία τασσόταν ανέκαθεν με την πλευρά των Η.Π.Α. εναντίον της Ρωσίας.
Παρά το ότι λοιπόν ακόμη και Αμερικανοί, όπως ο Robert F. Kennedy (πηγή), δηλώνουν δημόσια πως οι Άραβες δεν θέλουν τις Η.Π.Α. στη Συρία, επειδή έχουν προδώσει τις ίδιες τους τις ιδέες για τα πετρέλαια στην περιοχή, ότι δηλαδή διεξάγεται ένας πετρελαϊκός πόλεμος (αναφορά) με τα γνωστά αποτελέσματα, τα γερμανικά ΜΜΕ επιμένουν στην ενοχή της Ρωσίας – έχοντας τελικά καταφέρει να πείσουν την πλειοψηφία της κοινής γνώμης, με εξαίρεση εκείνους τους κριτικούς πολίτες που επιλέγουν προσεκτικά τα μέσα, από τα οποία ενημερώνονται. Από το συγκεκριμένο παράδειγμα κατανοεί κανείς πως
(α) αφενός μεν μαίνεται ο πόλεμος, μεταξύ των Η.Π.Α. και της Γερμανίας από τη μία πλευρά, καθώς επίσης της Ρωσίας από την άλλη – ως συνήθως εν πρώτοις στον τομέα της προπαγάνδας,
(β) αφετέρου πόσο ισχυρή, σημαντική αλλά και επικίνδυνη είναι η δημοσιογραφία, όταν διαπλέκεται συνολικά με την πολιτική – αφού δεν υπάρχει κανένας Έλληνας, ο οποίος να θεωρεί τη Ρωσία αποκλειστικά υπεύθυνη για το μεταναστευτικό, επειδή δεν έχει επικρατήσει ακόμη εδώ η συγκεκριμένη μορφή χειραγώγησης.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως η ελληνική δημοσιογραφία, την οποία προσπαθεί τελευταία να ελέγξει η κυβέρνηση, λειτουργεί αντικειμενικά και δεν διαπλέκεται με την πολιτική – όπως στο παρελθόν, όπου τα περισσότερα ΜΜΕ στήριζαν την επέμβαση του ΔΝΤ στην Ελλάδα,παρά το ότι δεν υπάρχει απολύτως κανένα θετικό αποτέλεσμα του, σε όλες τις χώρες που έχει δραστηριοποιηθεί.
Σημαίνει απλά πως υπάρχουν ακόμη αρκετοί δημοσιογράφοι που αντιμετωπίζουν το επάγγελμα τους ως λειτούργημα, αν και λόγω της κρίσης μειώνεται ο αριθμός τους – ελπίζοντας πως δεν θα συνεχιστεί η τάση, αφού η σωστή, ειλικρινής και αντικειμενική ενημέρωση είναι απολύτως απαραίτητη στην Ελλάδα, εάν θέλει πραγματικά να καταφέρει να επιβιώσει.