Συνήθως αναρριχώνται στην πολιτική οι πλέον προικισμένοι υποκριτές – αυτοί που είναι σε τέτοιο βαθμό ανήθικοι, ώστε να προσβλέπουν μόνο σε ίδια οφέλη, αδιαφορώντας για τις ζημίες που προκαλούν στο λαό και στην πατρίδα τους.
Εάν παρομοιάσει κανείς την ελληνική οικονομία με ένα ασανσέρ, θα διαπιστώσει εύκολα πως από το ρετιρέ που βρισκόταν στα τέλη του 2007, έφτασε μέσα σε επτά χρόνια (2008-2014) στο υπόγειο – ενώ οι πρώτες φωνές τρόμου των επιβατών του ξεκίνησαν το 2010, με τις τότε διαδηλώσεις και σταμάτησαν το 2011, όπου επικράτησε μία εκκωφαντική, αφόρητη σιωπή των αμνών.
Εκεί που όμως νόμιζαν όλοι πως το ασανσέρ σταμάτησε επιτέλους, οπότε θα άρχιζε λογικά να ανεβαίνει, ξεκίνησε μία νέα θανατηφόρα πτώση το 2015 – με ευθύνη του καινούργιου «οδηγού» που οι ίδιοι οι Έλληνες επέλεξαν πλειοψηφικά, έχοντας απογοητευθεί από τον προηγούμενο, κυρίως βέβαια επειδή τους υποσχέθηκε πως είναι καλύτερος.
Έτσι, μέσα σε έναν μόλις χρόνο έφτασε στο πέμπτο υπόγειο, με μία συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα, οπότε οι επιβάτες του ξύπνησαν από το βαθύ λήθαργο τους, αρχίζοντας ξανά να ουρλιάζουν τρομοκρατημένοι – με την εντύπωση πως έτσι θα ανακόψουν την ανεξέλεγκτη πορεία προς το χάος και αφού μόλις μερικούς μήνες πριν έδωσαν συγχωροχάρτι στην κυβέρνηση που τους εξαπάτησε επανειλημμένα. Η επόμενη ενέργεια τους θα είναι προφανώς η αλλαγή του οδηγού, όπως έχει άλλωστε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν – χωρίς μέχρι στιγμής αποτέλεσμα.
Αντί λοιπόν να έχουν μάθει μετά από τόσα χρόνια τραυματικών εμπειριών ότι, το ασανσέρ έχει το πρόβλημα,πως εκεί πρέπει να αναζητήσουν τη σοβαρή βλάβη και όχι στους εκάστοτε οδηγούς του, επιμένουν στην ίδια ψευδαίσθηση – στον από μηχανής θεό που θα είναι τόσο δυνατός ώστε, χωρίς να χρειαστεί καν να τον βοηθήσουν οι ίδιοι, θα συγκρατήσει με τα γερά μπράτσα του το ασανσέρ, εμποδίζοντας την τελική καταστροφή.
Περαιτέρω, η ερώτηση που ακούει συχνότερα κανείς έχει σχέση με το πού οδηγείται η Ελλάδα – ενώ όλοι φαίνεται να γνωρίζουν πως είναι μία πολύ πλούσια χώρα, η οποία έχει ασφαλώς τη δυνατότητα να προσφέρει αξιοπρέπεια και ευημερία στους Πολίτες της, αντί το διεθνή εξευτελισμό και τη μιζέρια που «απολαμβάνουν».
Η δική μας απάντηση είναι ότι, εάν δεν αλλάξει ριζικά το σημερινό της πολίτευμα, έτσι ώστε να αποκατασταθεί η χαμένη, αμφίδρομη εμπιστοσύνη Πολιτών και Πολιτείας, δεν πρόκειται να ανακοπεί η ξέφρενη πορεία της προς το χάος – όπου ως τέτοιο θεωρούμε τη μετατροπή της σε μία άβουλη, λεηλατημένη αποικία, καθώς επίσης σε μία περιοχή χαμηλού εργατικού κόστους για τη διεθνή βιομηχανία και τον τουρισμό.
Η μοναδική σανίδα σωτηρία της είναι η Άμεση Δημοκρατία – όπου οι Πολίτες ψηφίζουν οι ίδιοι τους νόμους,επιλέγουν τον ικανότερο ως προς την εφαρμογή τους διαχειριστή, με κυλιόμενη θητεία (όπως στην Ελβετία), ενώ ελέγχουν αυστηρά την τήρηση τους. Σε ένα τέτοιο σύστημα οι Πολίτες καλούνται να βρουν τις λύσεις σε όλα τους τα προβλήματα, ενώ είναι οι ίδιοι απολύτως υπεύθυνοι για τη σωστή εφαρμογή τους – οπότε αναγκαστικά ωριμάζουν.
Αντίθετα, στο σημερινό σύστημα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (το οποίο άλλωστε πεθαίνει, με πιθανότερο απόγονο του την ολιγαρχία, την κυριαρχία των εκλεκτών), οι Πολίτες είναι αντιμέτωποι με προβλήματα που δεν λύνονται – κυρίως επειδή η διαφθορά και η διαπλοκή έχουν πλέον εγκατασταθεί μόνιμα, λειτουργώντας όπως τα παράσιτα που δεν επιτρέπουν σε τίποτα να ανθίσει. Όποιος δεν το βλέπει, είτε στη σημερινή κυβέρνηση, είτε στις προηγούμενες, απλά εθελοτυφλεί – ενώ όποιος νομίζει πως δεν θα χαρακτηρίζει τις επόμενες, είτε είναι αιθεροβάμων, είτε νομίζει πως «μπορεί να εξορκίσει το κακό» με ευχολόγια.
Ειδικότερα, όπως σωστά παρατήρησε φίλος μας, στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία ο Πολίτης είναι υποχρεωμένος να δημιουργήσει και να αναλύσει το ψυχογράφημα ανθρώπων που υποκρίνονται – με απώτερο στόχο να γίνουν αρεστοί και να κερδίσουν τις εκλογές. Τελικά επιλέγει αυτόν που θεωρεί πως συγκριτικά είναι πιο ειλικρινής – κάτι που όμως δεν είναι σε θέση να καταφέρουν ούτε οι πιο έμπειροι ψυχολόγοι.
Ως εκ τούτου, συνήθως αναρριχώνται στην πολιτική οι πιο προικισμένοι υποκριτές – αυτοί που γνωρίζουν τι θέλει να ακούσει ο λαός, αδιαφορώντας εάν είναι σωστό ή εάν είναι σε θέση να το επιτύχουν με την ανικανότητα και ανεπάρκεια που συχνά τους διακρίνει. Τις περισσότερες φορές βέβαια δεν συνειδητοποιούν τις αδυναμίες τους, αφού το τελευταίο που διαθέτουν είναι το «γνώθι σαυτόν» – γεγονός που επεξηγεί το θράσος που τους χαρακτηρίζει.
Οι υποκριτικοί αυτοί χαρακτήρες είναι άλλωστε οι μοναδικοί, οι οποίοι είναι σε θέση να δίνουν κενές υποσχέσεις, να παρουσιάζουν το σκοτάδι ως φως, να φάσκουν και να αντιφάσκουν, να μην τηρούν ποτέ το λόγο τους και να κάνουν κυβιστήσεις κατά το δοκούν, χωρίς να νοιώθουν καν πως εξευτελίζονται – ενώ είναι σε τέτοιο βαθμό ανήθικοι, ώστε να προσβλέπουν μόνο σε ίδια οφέλη, αδιαφορώντας για τις ζημίες που προκαλούν στο λαό και στην πατρίδα τους.
Ολοκληρώνοντας, έχουμε την εντύπωση πως ένας λαός που συνεχίζει να προτιμάει την ψευδαίσθηση από το ρεαλισμό και που δεν αποφασίζει να πάρει την τύχη του στα χέρια του, μετά από τόσες επώδυνες εμπειρίες, είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως – οπότε είναι άξιος της μοίρας του, όσο και αν μας θλίβει κάτι τέτοιο. Επομένως, είναι εύκολη η απάντηση, σχετικά με το πού οδηγείται η Ελλάδα, εάν συνεχίσει να επιμένει στο ίδιο πολιτικό σύστημα – σε τέτοιο βαθμό αυτονόητη, ώστε είναι εντελώς περιττό να την αναφέρουμε.