Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Ολομέλεια Συμβουλίου της Επικρατείας: Απέρριψε την αίτηση ακύρωσης, του νέου μισθολογίου, των Στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας (ν. 4472/2017, Α΄ 74)


 

Περίληψη της απόφασης ΣτΕ 309/2021 Ολομ.:  Νέο μισθολόγιο των Στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας (ν. 4472/2017, Α΄ 74)
 
ΣτΕ 309/2021 Ολομ.
Πρόεδρος: Αθ. Ράντος
Εισηγητής: Π. Καρλή
 
Με την 309/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη ως απαράδεκτη η αίτηση, με την οποία η Ομοσπονδία Ενώσεων Στρατιωτικών (Π.ΟΜ.ΕΝ.Σ.) ζητούσε την ακύρωση της οικ.2/52259/ΔΕΠ/19.7.2017 πράξης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) ...» και, ειδικότερα, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, των διατάξεων του Κεφαλαίου Β αυτής επί των άρθρων 124 έως 127 του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017, που αφορούν το μισθολόγιο των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και των διατάξεων του Κεφαλαίου Θ΄ αυτής επί του άρθρου 155 του ίδιου νόμου, με την αιτιολογία ότι στρέφεται κατά πράξεως, η οποία, καθ΄ ο μέρος προσβάλλεται, αποτελεί απλή ερμηνευτική εγκύκλιο των πιο πάνω διατάξεων του ν. 4472/2017. 

Ειδικότερα, με την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου έγιναν δεκτά, κατά πλειοψηφία, τα εξής: Με τις διατάξεις του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 θεσπίζονται νέες μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, μεταξύ δε άλλων, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β (άρθρα 124 έως 127) τίθεται σε ισχύ αναδρομικά από 1-1-2017 νέο αναμορφωμένο μισθολόγιο και για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με νέους βασικούς μισθούς και νέα επιδόματα, ενώ στις διατάξεις της παρ.1 του  άρθρου 155 (Κεφάλαιο Θ΄) του νόμου αυτού περιέχονται ρυθμίσεις για τον τρόπο υπολογισμού της προσωπικής διαφοράς σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού προκύπτουν αποδοχές χαμηλότερες, στην δε παρ.2 του ίδιου άρθρου περιλαμβάνεται ρύθμιση για τον τρόπο καταβολής της προκαλούμενης αύξησης σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις του ν. 4472/2017 προκύπτουν τακτικές αποδοχές υψηλότερες. 

Δεδομένου ότι η βάση υπολογισμού των δύο πιο πάνω περιπτώσεων που ενδέχεται να προκύψουν  από την εφαρμογή των νέων μισθολογικών ρυθμίσεων (δηλαδή της προσωπικής διαφοράς σε περίπτωση χαμηλότερων βάσει του νέου νόμου αποδοχών και της προκαλούμενης αύξησης σε περίπτωση υψηλότερων βάσει του νόμου αυτού αποδοχών) πρέπει να είναι η ίδια (κοινή), εφόσον οι περιπτώσεις αυτές ενδέχεται να προκύψουν είτε η μια είτε η άλλη (και όχι και οι δύο ταυτόχρονα), οι εν λόγω διατάξεις  των παρ.1 και 2 του άρθρου 155, ερμηνευόμενες  σε συνδυασμό και με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, αλλά και την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει τον νόμο, έχουν την έννοια ότι ως τακτικές αποδοχές για την εξεύρεση της διαφοράς με τις αποδοχές του νέου μισθολογίου είναι αυτές που πράγματι καταβλήθηκαν στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στις 31-12-2016 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4307/2014 και όχι  «οι καταβλητέες» κατόπιν των 1125-1128/2016 ακυρωτικών  αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα, δηλαδή, με τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν πριν την 1-8-2012. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία επί του άρθρου 155 του Κεφαλαίου Θ΄ του Μέρους Στ΄ του ν. 4472/2017 με βάση παραδείγματα εφαρμογής χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό και σύγκριση της προσωπικής διαφοράς της παρ.1 του εν λόγω άρθρου τις τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις πράγματι καταβαλλόμενες στις 31-12-2016, σύμφωνα με τον ν. 4307/2014, δεν περιέχει νέους κανόνες δικαίου σε σχέση με τα προβλεπόμενα στον ν. 4472/2017. 

Περαιτέρω, οι προβλέψεις της προσβαλλόμενης πράξεως ως προς το ποιες από τις καταβαλλόμενες στις 31-12-2016 μηνιαίες αποδοχές και επιδόματα λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς ναι μεν δεν διατυπώνονται ρητώς στο άρθρο 155 του ν. 4472/2017, προκύπτουν, όμως, ερμηνευτικώς από το άρθρο 155 παρ.1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 153 παρ.10 του ν. 4472/2017. Συνεπώς, και οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι νέες σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 155 του νόμου. 

Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη, εκδοθείσα, άλλωστε, χωρίς την επίκληση εξουσιοδοτικών διατάξεων και μη δημοσιευθείσα, δεν σκοπεί να εισαγάγει νέες ρυθμίσεις για τα  ζητήματα του νέου μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα. 

Αποτελεί, συνεπώς, απλή ερμηνευτική εγκύκλιο προς τις αναφερόμενες στον πίνακα αποδεκτών υπηρεσίες, στερούμενη εκτελεστού χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, οι θεωρούμενες από τη μειοψηφούσα γνώμη ως αποκλίσεις και συμπληρώσεις των ρυθμίσεων του τυπικού νόμου, έχουν ερμηνευτικό χαρακτήρα των διατάξεων του εν λόγω νόμου είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους είτε σε συνδυασμό με τις διατάξεις άλλων νομοθετημάτων σχετικών με την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, και, πάντως, δεν θα επηρέαζαν την εξέταση των προβαλλομένων λόγων, που ανάγονται κυρίως σε αντισυνταγματικότητα των βασικών ρυθμίσεων του τυπικού νόμου. 
             Σύμφωνα με τη μειοψηφούσα γνώμη τριών μελών της συνθέσεως, η προσβαλλόμενη πράξη του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη διατάξεων των άρθρων 124 έως 127 του Μέρους ΣΤ΄ του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 4472/2017, αλλά, προς συμπλήρωση των περιεχομένων στον νόμο βασικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, εξειδικεύει κατά βαθμό και κατηγορία τις χορηγούμενες αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και περιέχει και νέες ρυθμίσεις λεπτομερειακού χαρακτήρα για τα ζητήματα του μισθολογίου, θέτοντας νέους κανόνες δικαίου σε σχέση με τα προβλεπόμενα στον νόμο, που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των αποδοχών των στρατιωτικών και αστυνομικών υπαλλήλων. 

Ειδικώς δε, στο άρθρο 155 του ν.4472/2017 αναφέρονται, ως βάση για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές «που δικαιούνταν ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31.12.2016», με τη διάταξη, όμως, του άρθρου 155 της προσβαλλόμενης απόφασης προσδιορίζονται (με συμπερίληψη ενδεικτικών παραδειγμάτων εφαρμογής), το πρώτον, ως βάση υπολογισμού της προσωπικής διαφοράς, οι τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις οποίες αυτά «ελάμβαναν» κατά την 31.12.2016, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές (1125-8/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας), όπως και οι προγενέστερες αυτών διατάξεις του ν. 4093/2012 (2293-6/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας), με αποτέλεσμα στις 31.12.2016 να ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν.3205/2003, όπως είχαν διαμορφωθεί πριν την 1-8-2012, οι οποίες καταργήθηκαν ρητά με το άρθρο 160 του ν.4472/2017. 

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η πιο πάνω πράξη έχει κανονιστικό περιεχόμενο, ενόψει, όμως, της μη δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και, για τον λόγο αυτό, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, θα έπρεπε να ακυρωθεί. Κατά την ειδικότερη γνώμη μίας Συμβούλου, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρώσεως, λόγω της σπουδαιότητας των τιθέμενων με αυτούς ζητημάτων, που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και τη συνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 4472/2017.


























Περίληψη της απόφασης ΣτΕ 313/2021 Ολομ.:  Νέο μισθολόγιο των Στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας (ν. 4472/2017, Α΄ 74)
 
ΣτΕ 313/2021 Ολομ.
Πρόεδρος: Αθ. ΡΑΝΤΟΣ
Εισηγητής: Ε.ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
 
Με την 313/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθη ως απαράδεκτη η αίτηση, με την οποία το «Σωματείο Ειδικών Φρουρών Ελληνικής Αστυνομίας Αττικής 2000» ζητεί την ακύρωση της οικ.2/52259/ΔΕΠ/19.7.2017 πράξης του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Παροχή οδηγιών για την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 (Α΄ 74) ...» και, ειδικότερα, καθ’ ερμηνεία του δικογράφου, των διατάξεων του Κεφαλαίου Β αυτής επί των άρθρων 124 έως 127 του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017, που αφορούν το μισθολόγιο των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, καθώς και των διατάξεων του Κεφαλαίου Θ΄ αυτής επί του άρθρου 155 του ίδιου νόμου, με την αιτιολογία ότι στρέφεται κατά πράξης, η οποία, κατά το μέρος που προσβάλλεται, αποτελεί απλή ερμηνευτική εγκύκλιο των πιο πάνω διατάξεων του ν. 4472/2017. Η υπόθεση είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 855/2019 απόφαση του Στ΄ Τμήματος του Δικαστηρίου, επταμελούς σύνθεσης.

Ειδικότερα, με την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου έγιναν δεκτά, κατά πλειοψηφία, τα εξής: Με τις διατάξεις του Μέρους ΣΤ΄ του ν. 4472/2017 θεσπίζονται νέες μισθολογικές ρυθμίσεις ειδικών κατηγοριών λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, μεταξύ δε άλλων, με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Β (άρθρα 124 έως 127) τίθεται σε ισχύ αναδρομικά από 1-1-2017 νέο αναμορφωμένο μισθολόγιο και για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, με νέους βασικούς μισθούς και νέα επιδόματα, ενώ στις διατάξεις της παρ.1 του  άρθρου 155 (Κεφάλαιο Θ΄) του νόμου αυτού περιέχονται ρυθμίσεις για τον τρόπο υπολογισμού της προσωπικής διαφοράς σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού προκύπτουν αποδοχές χαμηλότερες, στην δε παρ.2 του ίδιου άρθρου περιλαμβάνεται ρύθμιση για τον τρόπο καταβολής της προκαλούμενης αύξησης σε περίπτωση που από τις ρυθμίσεις του ν. 4472/2017 προκύπτουν τακτικές αποδοχές υψηλότερες. Δεδομένου ότι η βάση υπολογισμού των δύο πιο πάνω περιπτώσεων που ενδέχεται να προκύψουν  από την εφαρμογή των νέων μισθολογικών ρυθμίσεων (δηλαδή της προσωπικής διαφοράς σε περίπτωση χαμηλότερων βάσει του νέου νόμου αποδοχών και της προκαλούμενης αύξησης σε περίπτωση υψηλότερων βάσει του νόμου αυτού αποδοχών) πρέπει να είναι η ίδια (κοινή), εφόσον οι περιπτώσεις αυτές ενδέχεται να προκύψουν είτε η μια είτε η άλλη (και όχι και οι δύο ταυτόχρονα), οι εν λόγω διατάξεις  των παρ.1 και 2 του άρθρου 155, ερμηνευόμενες  σε συνδυασμό και με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, αλλά και την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που συνοδεύει τον νόμο, έχουν την έννοια ότι ως τακτικές αποδοχές για την εξεύρεση της διαφοράς με τις αποδοχές του νέου μισθολογίου είναι αυτές που πράγματι καταβλήθηκαν στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας στις 31-12-2016 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4307/2014 και όχι «οι καταβλητέες» κατόπιν των 1125-1128/2016 ακυρωτικών  αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα, δηλαδή, με τις διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003, όπως ίσχυαν πριν την 1-8-2012. 

Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία επί του άρθρου 155 του Κεφαλαίου Θ΄ του Μέρους Στ΄ του ν. 4472/2017 με βάση παραδείγματα εφαρμογής χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό και σύγκριση της προσωπικής διαφοράς της παρ.1 του εν λόγω άρθρου τις τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις πράγματι καταβαλλόμενες στις 31-12-2016, σύμφωνα με τον ν. 4307/2014, δεν περιέχει νέους κανόνες δικαίου σε σχέση με τα προβλεπόμενα στον ν. 4472/2017. Περαιτέρω, οι προβλέψεις της προσβαλλόμενης πράξης ως προς το ποιες από τις καταβαλλόμενες στις 31-12-2016 μηνιαίες αποδοχές και επιδόματα λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς ναι μεν δεν διατυπώνονται ρητώς στο άρθρο 155 του ν. 4472/2017, προκύπτουν, όμως, ερμηνευτικώς από το άρθρο 155 παρ.1 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 153 παρ.10 του ν. 4472/2017. 

Συνεπώς, και οι ρυθμίσεις αυτές δεν είναι νέες σε σχέση με τα οριζόμενα στο άρθρο 155 του νόμου. Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη πράξη, εκδοθείσα, άλλωστε, χωρίς την επίκληση εξουσιοδοτικών διατάξεων και μη δημοσιευθείσα, δεν σκοπεί να εισαγάγει νέες ρυθμίσεις για τα  ζητήματα του νέου μισθολογίου των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και δεν έχει κανονιστικό χαρακτήρα. Αποτελεί, συνεπώς, απλή ερμηνευτική εγκύκλιο προς τις αναφερόμενες στον πίνακα αποδεκτών υπηρεσίες, στερούμενη εκτελεστού χαρακτήρα. 

Σε κάθε περίπτωση, οι θεωρούμενες από τη μειοψηφούσα γνώμη ως αποκλίσεις και συμπληρώσεις των ρυθμίσεων του τυπικού νόμου, έχουν ερμηνευτικό χαρακτήρα των διατάξεων του εν λόγω νόμου είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους είτε σε συνδυασμό με τις διατάξεις άλλων νομοθετημάτων σχετικών με την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, και, πάντως, δεν θα επηρέαζαν την εξέταση των προβαλλόμενων λόγων, που ανάγονται κυρίως σε αντισυνταγματικότητα των βασικών ρυθμίσεων του τυπικού νόμου. 

Σύμφωνα με τη μειοψηφούσα γνώμη τριών μελών της συνθέσεως, η προσβαλλόμενη πράξη του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών δεν περιορίζεται στην απλή επανάληψη διατάξεων των άρθρων 124 έως 127 του Μέρους ΣΤ΄ του Κεφαλαίου Β΄ του ν. 4472/2017, αλλά, προς συμπλήρωση των περιεχομένων στον νόμο βασικών ουσιαστικών ρυθμίσεων, εξειδικεύει κατά βαθμό και κατηγορία τις χορηγούμενες αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας και περιέχει και νέες ρυθμίσεις λεπτομερειακού χαρακτήρα για τα ζητήματα του μισθολογίου, θέτοντας νέους κανόνες δικαίου σε σχέση με τα προβλεπόμενα στον νόμο, που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των αποδοχών των στρατιωτικών και αστυνομικών υπαλλήλων. 

Ειδικώς δε, στο άρθρο 155 του ν.4472/2017 της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται, ως βάση για τον υπολογισμό της προσωπικής διαφοράς, οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές «που δικαιούνταν ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31.12.2016», με τη διάταξη, όμως, του άρθρου 155 της προσβαλλόμενης απόφασης προσδιορίζονται (με συμπερίληψη ενδεικτικών παραδειγμάτων εφαρμογής), το πρώτον, ως βάση υπολογισμού της προσωπικής διαφοράς, οι τακτικές αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τις οποίες αυτά «ελάμβαναν» κατά την 31.12.2016, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, οι οποίες είχαν κριθεί αντισυνταγματικές (1125-8/2016 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας), όπως και οι προγενέστερες αυτών διατάξεις του ν. 4093/2012 (2293-6/2014 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας), με αποτέλεσμα στις 31.12.2016 να ισχύουν οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν.3205/2003, όπως είχαν διαμορφωθεί πριν την 1-8-2012, οι οποίες καταργήθηκαν ρητά με το άρθρο 160 του ν.4472/2017. 

Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τη γνώμη αυτή, η πιο πάνω πράξη έχει κανονιστικό περιεχόμενο, ενόψει, όμως, της μη δημοσίευσής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δεν απέκτησε νόμιμη υπόσταση και, για τον λόγο αυτό, που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, θα έπρεπε να ακυρωθεί. Κατά την ειδικότερη γνώμη μίας Συμβούλου, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προχωρήσει στην εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρώσεως, λόγω της σπουδαιότητας των τιθέμενων με αυτούς ζητημάτων, που αφορούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και τη συνταγματικότητα των διατάξεων του ν. 4472/2017.