Η δράση του βασικού εκτελεστή της 17Ν, του «Λουκά» ή «φαρμακοχέρη», από τις αρχές της δεκαετίας του '80, όταν εντάχθηκε στην τρομοκρατική οργάνωση, μέχρι τη στιγμή της σύλληψής του - μια πορεία ποτισμένη με το αίμα των θυμάτων του
Κάθε Χριστούγεννα θυμόμαστε τη δολοφονία. (…) Υποφέρουμε (…). Εχουν περάσει τόσα χρόνια και ο πόνος δεν φεύγει. Ημουν 32 χρόνων όταν τον σκότωσαν και τώρα είμαι 70. Μεγάλωσα παιδιά, πάντρεψα παιδιά, έκανα εγγόνια και ακόμα αυτό το πράγμα δεν βγαίνει από μέσα μου». Η Ανθούσα Μάτη, αδελφή του αστυνομικού Χρήστου Μάτη, που δολοφονήθηκε από τη 17Ν, τον Δεκέμβριο του 1984, φέρνει στην επιφάνεια τη δική της πραγματικότητα, με αφορμή την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. «Δεν έχει αναλάβει την ευθύνη της πράξης του. Εγώ έχω πάει και στα δικαστήρια στον Κορυδαλλό. Και έχουμε τρελαθεί. Toυς βλέπαμε να γελάνε. Μας έπιανε ταραχή. Μέχρι που να πεθάνω θα το θυμάμαι».
Με τη δύναμη του δικού της πόνου, ανασύρουμε από τη λήθη αιματηρές δολοφονίες στις οποίες ενεπλάκη ο σημερινός κρατούμενος από το 1983, οπότε και στρατολογήθηκε στην τρομοκρατική οργάνωση.
Ο Μάτης ήταν στα 28, είχε τελειώσει Τουριστικών Επαγγελμάτων, αλλά δεν έβρισκε δουλειά ανάλογη των σπουδών του. Φτωχό παιδί, μπήκε στο Σώμα, «να πάρει έναν δρόμο κανονικό» – όπως λένε σήμερα τα αδέλφια του. Τη Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 1984, ήταν πρωί πρωί στη θέση του, φρουρός στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στα Πετράλωνα. «Χρόνια Πολλά, Χρήστο», ακούστηκε η φωνή του Δημήτρη Κουφοντίνα, που τον πλησίασε ντυμένος επίσης με στολή αστυνομικού και ένα κουτί γλυκά στα χέρια. Του έριξε εξ επαφής. Ο αστυφύλακας δολοφονήθηκε με το 38άρι περίστροφο τύπου Smith & Wesson που αργότερα κατασχέθηκε στη γιάφκα της οδού Πάτμου 84 στα Κάτω Πατήσια. Η 17Ν λήστεψε την τράπεζα, διαφεύγοντας με ποσό 7,5 εκατ. δρχ. και το υπηρεσιακό περίστροφο του Μάτη στον σάκο. Ο Κουφοντίνας στην απολογία του –στην οποία, σημειωτέον, δεν έδωσε καμία λεπτομέρεια για τη δράση της οργάνωσης– αρνήθηκε την εμπλοκή του, τον έκαψε όμως η κατάθεση – ομολογία του Χριστόδουλου Ξηρού.
Ο «Λουκάς» της 17Ν (χρησιμοποιούσε κατά τη δράση του τα ονόματα «Δημήτρης Λαμπρόπουλος» και «Δημήτρης Σωτηρόπουλος»), ήταν ηγετικό στέλεχός της, αλλά και «ταμίας» της, στο παρασκήνιο. Στο φως της καθημερινότητας ήταν απλώς ένας μελισσοκόμος και καθηγητής Μαθηματικών. Ουδείς μπορούσε να συλλάβει τον ρόλο του ως βασικού εκτελεστή της οργάνωσης.
Η 17Ν είχε ξεκινήσει τη δράση της στις 23 Δεκεμβρίου 1975 με τη δολοφονία του σταθμάρχη της CIA Ρίτσαρντ Γουέλς έξω από το σπίτι του στο Ψυχικό, διαπράττοντας στη συνέχεια δεκάδες επιθέσεις. Μια δολοφονία όμως που σχεδίασε και εκτέλεσε η οργάνωση στις 26 Σεπτεμβρίου του 1989 είχε τεράστιο πολιτικό εκτόπισμα, προκάλεσε σοκ. Ηταν έγκλημα «ειδικού βάρους».
Γύρω στις 8 το πρωί, δύο άνδρες τραυμάτισαν θανάσιμα τον Παύλο Μπακογιάννη, βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, στην είσοδο πολυκατοικίας της οδού Ομήρου, στο κέντρο της Αθήνας, όπου στεγαζόταν το γραφείο του. Φυσικοί αυτουργοί, ο Δημήτρης Κουφοντίνας και ο Ηρακλής Κωστάρης. Τον πυροβόλησαν τέσσερις φορές, σχεδόν εξ επαφής, πισώπλατα και αριστερά. «Ψυχραιμία, κυρά μου. Τι φωνάζεις; Αντε κάνε τη δουλειά σου» είπαν στην καθαρίστρια του κτιρίου, ενώ εκείνη καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια, δίπλα στον αιμόφυρτο Μπακογιάννη. Εξω από το κτίριο βρισκόταν οδοκαθαριστής του δήμου, ο οποίος είχε ακούσει τις φωνές της καθαρίστριας. Προσπάθησε να τους φράξει το δρόμο. O ένας από τους δύο τού έδειξε το πιστόλι, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει κάθε ιδέα για παρεμπόδιση της φυγής τους. Το ίδιο έκαναν και με διερχόμενη γυναίκα, η οποία κοντοστάθηκε όταν άκουσε τις φωνές της καθαρίστριας.
Οι δράστες φορούσαν κοστούμια και κρατούσαν φακέλους. Αμέσως μετά τους πυροβολισμούς, περπάτησαν με κανονικό βήμα μια απόσταση 60 μέτρων και επιβιβάστηκαν σε ένα κίτρινο Seat 127 (είχε κλαπεί πέντε μέρες νωρίτερα έξω από τον Ευαγγελισμό), που τους περίμενε στη γωνία της Ομήρου με τη Σκουφά – το οδηγούσε ο Βασίλης Τζωρτζάτος. Το πρωί της δολοφονίας Μπακογιάννη, είχε προγραμματιστεί στη Βουλή η συζήτηση του πορίσματος της προανακριτικής επιτροπής για το σκάνδαλο Κοσκωτά και την παραπομπή πολιτικών στο Ειδικό Δικαστήριο. Η Αθήνα πάγωσε στο άκουσμα της είδησης.
Λίγα χρόνια πριν…
Τα χτυπήματα γίνονταν πολύ συχνά στο κέντρο της Αθήνας, σε δημόσια θέα. Στις 21 Φεβρουαρίου 1985, ημέρα με κρύο τσουχτερό, δολοφονήθηκε στο Κολωνάκι, στη γωνία Βουκουρεστίου και Τσακάλωφ, περίπου στις 7 το βράδι, ο Νίκος Μομφεράτος, εκδότης της εφημερίδας «Απογευματινή» στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, με τέσσερις σφαίρες στην καρδιά. Βαριά τραυματισμένος και ο Παναγιώτης Ρουσέτης, οδηγός του, κατέληξε μέρες αργότερα στο νοσοκομείο. Ο 62χρονος εκδότης, προσωπικός φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, μέλος της κυβέρνησης –ως υπουργός Βιομηχανίας– του Σπύρου Μαρκεζίνη (με παρελθόν ιδιαίτερο, ωστόσο, αφού είχε θητεύσει στην ΕΠΟΝ), καθόταν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου μάρκας Mercedes. Είχε μόλις φύγει από την οδό Φειδίου, όπου ήταν τα γραφεία της εφημερίδας. Mετά την επίθεση, ανεξέλεγκτο πια, το αυτοκίνητο κατρακύλησε στην οδό Βουκουρεστίου κι έπεσε σε βιτρίνα καταστήματος.
Οι δράστες επέβαιναν σε μοτοσικλέτες: στη μία, οδηγός ο Χριστόδουλος Ξηρός, με επιβάτη τον Δημήτρη Κουφοντίνα, στην άλλη, οδηγός ήταν ο Παύλος Σερίφης και συνοδηγός ο Πάτροκλος Τσελέντης. Οι συνοδηγοί είχαν αναλάβει τις εκτελέσεις…
Οταν η υπόθεση της 17Ν έφθασε στο ακροατήριο, το δικαστήριο πάγωσε: η σύζυγος του Ρουσέτη γύρισε προς το εδώλιο και κοίταξε τον Κουφοντίνα, του απευθύνθηκε προσωπικά: «Δεκαοκτώ χρόνια περίμενα αυτή τη στιγμή. Γιατί τόσο μίσος στον άνδρα μου; Με άφησαν με ένα παιδί 6 χρόνων. Θέλω να με κοιτάξει στα μάτια ο κ. Κουφοντίνας, γιατί κι εκείνος έχει ένα παιδί και θέλει να το έχει κοντά του. Το δικό μου παιδί, έχει τον πατέρα του στον τάφο. Ο άνδρας μου ήταν “Κεφάλαιο”; Ηταν πολιτικό έγκλημα;».
Στις 8 Απριλίου 1986, η οργάνωση εκτέλεσε στο Κολωνάκι τον Δημήτρη Αγγελόπουλο, βιομήχανο και πρόεδρο της Χαλυβουργικής – προσωπικό φίλο του Ανδρέα Παπανδρέου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Bασίλη Τζωρτζάτου, επίσης μέλους της οργάνωσης: «Αποφασίστηκε να εκτελέσουμε τον βιομήχανο Αγγελόπουλο ο οποίος έκφραζε τη λούμπεν μεγαλοαστική τάξη. Σε αυτή την ενέργεια βρισκόμουν μαζί με τον “Λουκά” (Κουφοντίνα) στο δεύτερο όχημα διαφυγής. (…) Η ενέργεια έγινε γύρω στις 8.30-9.00 το πρωί στις αρχές Απριλίου. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο “Αλέκος” (Πάτροκλος Τσελέντης) με τον “Μανόλη” (Χριστόδουλο Ξηρό), μπήκαν στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο “Λουκάς” και φύγαμε διαμέσου της Ασκληπιού, περάσαμε κάθετα την Αλεξάνδρας και σε κάποιο δρόμο εκεί, εγκαταλείψαμε το αυτοκίνητο και διασκορπιστήκαμε».
Ο Κουφοντίνας –πάνω σε μηχανή– είχε τον ρόλο του εκτελεστή με το 45άρι, στη δολοφονία του επιχειρηματία, γενικού διευθυντή της Εταιρείας Λιπασμάτων και της ΠΥΡΚΑΛ, Αλέξανδρου Αθανασιάδη – Μποδοσάκη, 1η Μαρτίου 1988, και ώρα 8.30 το πρωί. Τον πρόλαβε στο φανάρι του Ψυχικού, τον πυροβόλησε πέντε φορές.
«Ο “Λουκάς” (Κουφοντίνας) με τον “Λάμπρο” (Γιωτόπουλο) πρότειναν να εκτελέσουμε τον βιομήχανο ως εκφραστή της μεγαλοαστικής τάξης», είχε καταθέσει ο Βασίλης Τζωρτζάτος. «Περιμέναμε την ειδοποίηση, από τον “Μανόλη” (Χριστόδουλο Ξηρό). Ο «Μανόλης» ήρθε. Εκεί που περιμέναμε με μια μηχανή, μας ειδοποίησε ότι έρχεται και έφυγε. (…) Εγώ φορούσα κράνος και ο Λουκάς τραγιάσκα. Μόλις πέρασε ο Μποδοσάκης, τον πλευρίσαμε πριν από το φανάρι (…) και από τη δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου, εγώ σταμάτησα τη μηχανή και ο “Λουκάς” έβγαλε το 45άρι και του έριξε από το τζάμι τέσσερις-πέντε φορές».
Το επόμενο θύμα της 17Ν άφησε την τελευταία του πνοή περίπου τέσσερις μήνες αργότερα, στις 28 Ιουνίου 1988. Ηταν ο Ουίλιαμ Νορντίν, πλοίαρχος του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού και ακόλουθος Αμύνης της αμερικανικής πρεσβείας. Του έχουν στήσει ενέδρα στο Κεφαλάρι, στη διαδρομή από το σπίτι του, επί της οδού Δεληγιάννη, για την αμερικανική πρεσβεία στο κέντρο της Αθήνας.
Η δολοφονία Νορντίν αποφασίστηκε σε ένα καφενείο της Κυψέλης. Ηταν πρόταση του Κουφοντίνα, να παγιδευτεί το αυτοκίνητο με εκρηκτικό μηχανισμό και να πυροδοτηθεί με τηλεχειριστήριο. Ο Νορντίν εκτινάχθηκε 15 μέτρα μακριά από το σημείο της έκρηξης.
Η Αστυνομία είχε διαπιστώσει ότι επρόκειτο για ενέργεια της 17Ν από την κατασκευή και τη συνδεσμολογία του εκρηκτικού μηχανισμού, ο οποίος ήταν ίδιος με αυτόν που είχε χρησιμοποιήσει η 17Ν στην αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του αμερικανού αξιωματούχου Τζορτζ Κάρος.
Η 17Ν απέστειλε το ίδιο βράδυ στον Τύπο προκήρυξη (με ημερομηνία 14.6.1988 και τίτλο «Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ευθύνεται για την τουρκική κατοχή της Κύπρου. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός βρίσκεται πίσω από τις διεκδικήσεις του τουρκικού επεκτατισμού. Χούντα – ΝΔ – ΠαΣοΚ – Ενοπλες Δυνάμεις ξεπούλησαν την Κύπρο»), με την οποία ανέλαβε την ευθύνη. Σύμφωνα με αυτήν, «ο Νορντίν ήταν ένας από τους ανώτερους αξιωματικούς των στρατιωτικών δυνάμεων του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα και τέτοια άτομα ήταν πρωτίστως υπεύθυνα για την τουρκική εισβολή το ’74, τη διαιώνιση της κατοχής του κυπριακού εδάφους αλλά και την κλιμάκωση των τουρκικών διεκδικήσεων σε βάρος της χώρας, στο Αιγαίο, στον εναέριο χώρο, στην υφαλοκρηπίδα».
Με τηλεχειρισμό δολοφονείται στις 12 Μαρτίου 1991 και ο Ρόναλντ Στιούαρτ, λοχίας της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας. Αυτή τη φορά ο εκρηκτικός μηχανισμός ήταν τοποθετημένος στην είσοδο του σπιτιού του, στη Γλυφάδα.
Σύμφωνα με την κατάθεση του Χριστόδουλου Ξηρού: «Στη συνέχεια συμμετέχω στην έκρηξη βόμβας με τηλεχειρισμό σε αμερικανό αξιωματούχο στη Γλυφάδα, μαζί με τον αδελφό μου Σάββα, τον “Λουκά” (Κουφοντίνα) και τον “Χάρη” (Ηρακλή Κωστάρη). Η διαδικασία επιλογής του έγινε με τον τρόπο που αναφέρεται σε προηγούμενες ενέργειες. Το μπουτόν, τον τηλεχειρισμό, τον έκανε πιθανόν ο Σάββας, και όλοι μας ήμασταν στο πίσω μέρος ενός ΙΧΦ αυτοκινήτου, μάρκας δεν θυμάμαι, κλεμμένου, και αναμέναμε τον στόχο. Το όνομα του στόχου το έμαθα την επόμενη ημέρα από τα ΜΜΕ».
Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τον Πόλεμο στον Κόλπο, η 17Ν κατηγόρησε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της ότι «με το πρόσχημα της απελευθέρωσης του Κουβέιτ εξόντωσαν 130.000 Ιρακινούς» και «υποσχέθηκε» περισσότερα χτυπήματα εναντίον αμερικανών πολιτών.
Στις 7 Οκτωβρίου 1991 και στις 4 Ιουλίου 1994, η οργάνωση 17Ν στοχοποίησε και δολοφόνησε δυο τούρκους διπλωμάτες, τον Τσετίν Γιοργκού και τον Ομέρ Χαλούκ Σιπαχίογλου, αντιστοίχως. Στη δολοφονία του Γιοργκού, στο Παγκράτι, κανένα μέλος δεν ομολόγησε τη συμμετοχή του. Σε αυτή του Σιπαχίογλου, σε ενέδρα έξω από το σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο, τη στιγμή που έμπαινε στο αυτοκίνητό του, οι δράστες ήταν τρεις. Τον εκτέλεσαν με έξι σφαίρες στον θώρακα και στην κοιλιά με 45άρι. Διέφυγαν ανενόχλητοι από το σημείο. Ο Κουφοντίνας ήταν ένας εκ των τριών. Θύμα της 17Ν ήταν και ο Μιχάλης Βρανόπουλος, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Στις 24 Ιανουαρίου 1994, στις 9 το πρωί, δολοφονήθηκε καθώς κατευθυνόταν προς την είσοδο του κτιρίου όπου βρισκόταν το δικηγορικό του γραφείο, Σόλωνος 39, στο Κολωνάκι. Στη δίκη της οργάνωσης αποκαλύφθηκε ότι εκτελεστής ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας, και συνεργός ο Σάββας Ξηρός.
Ο Μιχάλης Βρανόπουλος βρισκόταν σε θωρακισμένο όχημα, ακολουθώντας το καθημερινό δρομολόγιο από το σπίτι στο γραφείο του. Τη στιγμή που κατέβηκε από το αυτοκίνητο και πλησίασε το κτίριο, ο δράστης τον πυροβόλησε πέντε φορές. Ο οδηγός του, Νικόλαος Γρίσπος, έσπευσε να τον βοηθήσει, για να τραυματιστεί και αυτός – ευτυχώς όχι θανάσιμα. Ο δράστης ανέβηκε σε «παπάκι» με οδηγό τον Ξηρό και διέφυγε. Ο Βρανόπουλος ξεψύχησε στον «Ευαγγελισμό». Το όπλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν το ίδιο 45άρι, με το οποίο η τρομοκρατική οργάνωση είχε διαπράξει στο παρελθόν ακόμη οκτώ φόνους.
Στις 8 Ιουνίου 2000, νεκρός έπεσε από τις σφαίρες της 17Ν ο Στίβεν Σόντερς, ταξίαρχος και στρατιωτικός ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας. Ηταν το τελευταίο θύμα της οργάνωσης. Δυο άνδρες που επέβαιναν σε δίκυκλο τύπου βέσπα στη λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος της Φιλοθέης, έσπασαν το τζάμι και τον πυροβόλησαν με ένα 45άρι κι ένα G3, σπάζοντας το τζάμι, τραυματίζοντάς τον στο στήθος και την κοιλιά.
Σύμφωνα με την προανακριτική κατάθεση του Βασίλη Ξηρού, συμμετείχαν ο ίδιος καθώς και οι Κουφοντίνας και Σάββας Ξηρός: «Βασικά, κάποια στιγμή ο Σάββας μου είπε ότι θα έρθει ένας Εγγλέζος της Αεροπορίας, μεγάλος αξιωματούχος, ο οποίος είχε πάρει μέρος σε κάποιον βομβαρδισμό άγριο, στην Περσία νομίζω (σ.σ.: εννοεί Σερβία), και ότι έχει σκοτώσει χιλιάδες κόσμο ουσιαστικά. Ετσι λοιπόν κατάλαβα ότι είχε αποφασισθεί να τον σκοτώσουμε. Εγώ ήξερα ότι ο Σάββας μιλούσε με τον “Λουκά” και είχα πάντα κενό, σε όλες τις φάσεις, αν αποφάσιζαν οι δυο τους ή αποφάσιζαν άλλοι και μετέφεραν τις αποφάσεις μέσω αυτών και κυρίως του “Λουκά”. Για τη δουλειά αυτή κλέψαμε ένα βαν με σκοπό να πάρουμε και ένα μηχανάκι και να το βάλουμε μέσα στο βαν. Τις κλοπές αυτές τις κάναμε εγώ, ο Σάββας και ο “Λουκάς”. Αφού κλέψαμε και ένα μηχανάκι, το βάλαμε μέσα στο φορτηγάκι. Φτιάξαμε τις πινακίδες για το βαν και το μηχανάκι και ήταν όλα έτοιμα. Την ημέρα της ενέργειας πήγαμε με το βαν κάπου εκεί κοντά που σκοτώθηκε ο Σόντερς, ξεφορτώσαμε το μηχανάκι και αφήσαμε επίσης το αμάξι κάπου εκεί κοντά».
Την Τετάρτη 28 Μαΐου 1997, στις 17.15, δολοφονήθηκε ο εφοπλιστής Κωστής Περατικός, 42 ετών. Στη συμβολή των οδών Φίλωνος και Φιλελλήνων, κοντά στο λιμάνι του Πειραιά, τρεις ένοπλοι περικύκλωσαν και πυροβόλησαν από κοντινή απόσταση τον εφοπλιστή που περπατούσε για να πάει στο αυτοκίνητό του. Ο Περατικός εξέπνευσε στο Τζάνειο Νοσοκομείο όπου διεκομίσθη. Στο σημείο της δολοφονίας βρέθηκαν τέσσερις κάλυκες και δύο βολίδες από σφαίρες των 45 χιλιοστών. Οι δράστες χρησιμοποίησαν τρία κλεμμένα αυτοκίνητα για να διαφύγουν, μεταξύ αυτών και ένα ταξί.
Από τα λεγόμενα του Βασίλη Ξηρού, προκύπτει ότι συμμετείχαν και οι Σάββας Ξηρός, Δημήτρης Κουφοντίνας και ακόμη ένα πρόσωπο με το ψευδώνυμο «Τάκης» (Ηρακλής Κωστάρης). «Ο “Λουκάς” και ο αδερφός μου μού έκαναν γνωστό ότι η επόμενη ενέργεια ήταν να σκοτώσουμε τον εφοπλιστή Περατικό στον Πειραιά». Η 17Ν στοχοποίησε τον Περατικό για το θέμα της «ιδιωτικοποίησης» των ναυπηγείων Ελευσίνας.
Ο θάνατος του Αξαρλιάν
Η 14η Ιουλίου 1992 αναδείχθηκε σε μαύρη μέρα-ορόσημο, αυτή τη φορά όχι μόνο για τα θύματα και την ελληνική κοινωνία, αλλά και για τον ίδιο τον Κουφοντίνα, αφού στο «χτύπημα» της ημέρας εκείνης έχει αναγνωρίσει το μοναδικό λάθος της οργάνωσης.
Η θωράκιση κατάφερε να προστατεύσει τόσο τον ίδιο τον υπουργό όσο και μέλη της οικογένειάς του, στο πίσω κάθισμα. Τα θραύσματα βρήκαν τον Θάνο Αξαρλιάν, 20 χρόνων, ανυποψίαστο και άτυχο διερχόμενο, στο κεφάλι. Εβγαζε το χαρτζιλίκι του, δουλεύοντας στο παρακείμενο οικογενειακό κοσμηματοπωλείο.
Λίγες ώρες αργότερα, άγνωστος τηλεφώνησε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» και ανέλαβε την ευθύνη εκ μέρους της 17Ν, ενώ παράλληλα εξέφρασε τη λύπη του για το θάνατο του Αξαρλιάν, χαρακτηρίζοντάς τον «παράπλευρη απώλεια».
Μετά την εξάρθρωση της 17Ν, αποκαλύφθηκε πως ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Ο ίδιος έχει περιγράψει ως εξής τα γεγονότα: «Εκείνη την εποχή ετοιμάζαμε μια ενέργεια χαμηλής έντασης εναντίον ενός αξιωματούχου του υπουργείου Οικονομικών που ήταν υπεύθυνος για τη τελική διαμόρφωση της φορολογικής πολιτικής της κυβέρνησης. Τότε όμως κατατέθηκε στην οργάνωση μια άλλη πρόταση: Γιατί να μην χτυπηθεί ο ίδιος ο αρχιτέκτονας αυτής της πολιτικής, ο υπουργός Οικονομικών Παλαιοκρασσάς; Θα ήταν μια καίρια ενέργεια, θα ήταν η κορύφωση της δεκαετίας πυκνής δράσης της 17Ν. Η πρόταση εγκρίθηκε ομόφωνα.
(…) Παρά το γεγονός πως η πρόταση έγινε δεκτή, το σχέδιο της ενέργειας, η εκτόξευση μιας ρουκέτας έξω από το υπουργείο Οικονομικών, συνάντησε πολλές επιφυλάξεις. Αντιπροτάθηκε άλλο σημείο, άλλος τόπος, άλλος τρόπος. Η πρόταση επέμεινε: μέσα στους καύσωνες του Ιουνίου στην οδό Βουλής, όπου θα γινόταν η ενέργεια, μετά τις 3:30 το απόγευμα ήταν ερημιά». Η πλακέτα τιμής και μνήμης για τον Θάνο Αξαρλιάν στο σημείο όπου έχασε τη ζωή του
Ο Βασίλης Τζωρτζάτος, το 2014, με επιστολή του στην «Ελευθεροτυπία», άφησε σαφή υπονοούμενα κατά του Κουφοντίνα για το θάνατο του Θάνου Αξαρλιάν. Ανέφερε ότι η επίθεση κατά του τότε υπουργού Οικονομικών στην πλατεία Συντάγματος είχε αποφασιστεί με δύο βασικές προϋποθέσεις. «Πρώτον, ότι δεν θα υπήρχε κανείς τρίτος μέσα στο αμάξι του υπουργού και, δεύτερον, ότι δεν θα υπήρχαν πεζοί στα πεζοδρόμια της Νίκης προς Καραγεώργη Σερβίας. Την ημέρα που έγινε η ενέργεια παραβιάστηκαν και οι δύο προϋποθέσεις.
»Οταν οι σύντροφοι κατέβηκαν και βγήκαν στο πεζοδρόμιο της Νίκης απ’ όπου θα πυροδοτούσαν τη ρουκέτα, υπήρχε κόσμος στο απέναντι πεζοδρόμιο, άρα έπρεπε και πάλι να ακυρωθεί. Κι όμως πάτησε το τηλεχειριστήριο. Ο τρίτος σύντροφος που βρίσκονταν στο πεζοδρόμιο από πριν του είπε: “Γιατί το πάτησες αφού είχε κόσμο που είναι μέσα στα αίματα”. Απάντησε: “Υπάρχουν και παράπλευρες απώλειες”.
»Λίγο πριν κατέβει ο τέταρτος σύντροφος απ’ το πατάρι, είδε τους δύο που θα αποφασίζανε, να συνεννοούνται με τα μάτια στο στυλ: «Να το πατήσουμε σήμερα, για να τελειώνουμε. (…) Αυτός που πάτησε το τηλεχειριστήριο είπε στους υπόλοιπους ότι τον πίεζε η οικογένειά του για να φύγουν για διακοπές».
Στη δίκη της «17 Νοέμβρη», ο Δημήτρης Κουφοντίνας ζήτησε συγγνώμη από τη μητέρα του Αξαρλιάν, η οποία δεν τη δέχθηκε. Η χαροκαμένη μάνα είχε κάνει έκκληση στην οργάνωση να σταματήσει οριστικά τις επιθέσεις, χωρίς να εισακουσθεί.
«Κάθε είδηση, κάθε ανακοίνωση ξαναζωντανεύει όλες τις μνήμες και όλο τον πόνο με τον οποίο έχουμε μάθει να συνυπάρχουμε για να έχουμε ζωή. Θυμόμαστε τις στιγμές που ζήσαμε με τους δικούς μας και πως θα θέλαμε λίγο ακόμα, θυμόμαστε όλες τις φορές που… δεν ήταν, στα σημαντικά της ζωής μας. Θυμόμαστε και το αίμα. Τόσο πολύ αίμα. (…)», έγραψαν μεταξύ άλλων συγγενείς θυμάτων της 17Ν, στην ανακοίνωσή τους για την απεργία πείνας του Δημήτρη Κουφοντίνα. «Και κάτι τελευταίο προς όλους αυτούς που κάνουν δηλώσεις και διαδηλώσεις για τον δολοφόνο: ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΤΕ ΣΑΣ ΑΚΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ. Αναρωτιόμαστε εάν το έχετε σκεφτεί έστω και μία φορά». Ο πόνος υπερχειλίζει το κείμενο.
Ο πόνος των άλλων είναι συνδεδεμένος με την προσωπική ιστορία του Δημήτρη Κουφοντίνα.
Πηγή: Protagon.gr