"Πολυπρόσωπη αναγνωριστική αγωγή στρατιωτικών συνταξιούχων (πρώην υψηλόβαθμων εν ενεργεία στρατιωτικών), οι οποίοι ζητούν ως αποζημίωση τις διαφορές σύνταξης που έλαβαν από τα έτη 2017 και 2020, κατά περίπτωση, κατά τα οποία κατέστησαν συνταξιούχοι και μέχρι 31.12.2020, και αυτής που έπρεπε να είχαν λάβει κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, εάν δεν είχε παραβιασθεί κατά τους ισχυρισμούς τους η εύλογη αναλογία μεταξύ αποδοχών ενεργείας και συντάξεων κατά τα οριζόμενα στην απόφαση 2020/2020 της Ολομέλειας του ΕλΣυν.
Επιπλέον ζητούν αποζημίωση λόγω της παρακράτησης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων από τότε που κατέστησαν συνταξιούχοι και μέχρι την 31.12.2020.
Η αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και του e-ΕΦΚΑ, ασκείται δε παραδεκτώς, υπό το καθεστώς του ν. 4700/2020, χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη άσκηση εφέσεως κατά των πράξεων κανονισμού σύνταξης των εναγόντων, στην παρανομία των οποίων ερείδεται η αγωγή δεδομένου ότι οι εν λόγω πράξεις εκδόθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ήτοι σε χρόνο που ίσχυε η πλήρης αυτοτέλεια της αγωγής (βλ. άρθρα 116 παρ. 7, 139 και 350 του ν. 4700/2020).
Σύμφωνα δε με ειδικότερη γνώμη που διατυπώθηκε στην απόφαση, ο ν. 4700/2020, με τον οποίο μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς της αυτοτέλειας της αγωγής, κατέλαβε αιφνιδίως τους ενάγοντες και, ως εκ τούτου, η τυχόν απόρριψη της αγωγής τους για το λόγο ότι δεν άσκησαν πρώτα έφεση κατά των συνταξιοδοτικών πράξεων τους θα αντίκειτο στις διατάξεις των άρθρων 20 του Συντάγματος και 6 και 13 της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση 2020/2020 της Ολομέλειας του ΕλΣυν η κανονισθείσα από 1.1.2017 σύνταξη στρατιωτικού συνταξιούχου με βάση τις διατάξεις του ν.4307/2016 συναρτάται, πλην άλλων, με την υπηρεσιακή του ιδιότητα, συνιστά δε συνέχεια του μισθού ενεργείας και πρέπει να βρίσκεται σε εύλογη αναλογία προς τον μισθό αυτό.
Δεν υφίσταται εύλογη αναλογία όταν η καθορισθείσα σύνταξή του δεν δύναται να θεωρηθεί ως συνέχεια του μισθού και συνεπάγεται ανατροπή της προσδοκίας του ότι το βιοτικό επίπεδό του δεν θα μεταβαλλόταν ουσιωδώς μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία. Με βάση τα κριθέντα με την 2020/2020 της Ολομέλειας του ΕλΣυν, εν προκειμένω το ποσοστό αναλογίας μεταξύ σύνταξης και ασφαλιστέων αποδοχών ενεργείας πρέπει να προσδιορισθεί στο 60%, δεδομένου ότι πρόκειται για υψηλόβαθμους στρατιωτικούς. Μη νόμιμος ο υπολογισμός της σύνταξης για τους 1ον, 3ον και 4ον ενάγοντα, ενώ νόμιμος ο υπολογισμός της σύνταξης για τον 2ον ενάγοντα. Κατά την άποψη δε της διατυπωθείσας μειοψηφίας για τον προσδιορισμό της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης πρέπει να συγκριθεί η ακαθάριστη μηνιαία σύνταξη με τις συνολικές αποδοχές που ελάμβαναν οι ενάγοντες στην ενέργεια κατά τον χρόνο της εξόδου τους από την υπηρεσία. Κατά την ίδια άποψη το αριθμητικό ποσοστό αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης του 2ου ενάγοντος πρέπει να προσδιορισθεί σε ποσοστό 65%, μετά από συνεκτίμηση της συνολικής συντάξιμης υπηρεσίας αυτού. Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων. Με τις 244/2017 και 504/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας του ΕλΣυν εκρίθη ότι η παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων από τις συντάξιμες αποδοχές και ήδη έως την 31.12.2018 δεν είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα. Ωστόσο με την απόφαση 1477/2021 της Ολομέλειας του ΕλΣυν εκρίθη ότι ήδη από 1.1.2019 η παρακράτηση της ως άνω Εισφοράς δεν αντίκειται πλέον στις συνταγματικές διατάξεις. Διετής παραγραφή της μη καταβολής στο ακέραιο της κανονισθείσας σύνταξης. Δέχεται εν μέρει την αγωγή."
Αφού μελέτησε τα στοιχεία του φακέλου
Σκέφθηκε σύμφωνα με τον νόμο και
1. Με την ένδικη αγωγή, οι ενάγοντες, στρατιωτικοί συνταξιούχοι, επίτιμοι Αρχηγοί Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ), Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας (ΓΕΑ), Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ) και Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ), αντιστοίχως, ζητούν να αναγνωρισθεί ότι τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα οφείλουν να τους καταβάλουν έκαστο εις ολόκληρον, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, τα ποσά που αναφέρονται στο δικόγραφο για κάθε εναγόμενο, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105 και 106 Εισ.Ν.Α.Κ., για τις διαφορές της σύνταξης που έλαβαν από την ημερομηνία που κατέστησαν συνταξιούχοι, ήτοι από 16.2.2017 για τους τρεις πρώτους ενάγοντες και από 18.2.2020 για τον τέταρτο ενάγοντα, μέχρι 31.12.2020 και αυτής που έπρεπε να είχαν λάβει εάν δεν είχε παραβιασθεί κατά τον καθορισμό της σύνταξής τους η με βάση την 2020/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου εύλογη αναλογία μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης.
Ακόμη, ζητούν να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν να τους καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον, ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., άλλως βάσει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 904 ΑΚ), νομιμοτόκως, τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ποσά, που αφορούν στις διαφορές από την, κατά τους ισχυρισμούς τους, μη νόμιμη παρακράτηση στη σύνταξή τους της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ).
2. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 50 παρ. 3 εδ. α΄ και 130 παρ. 1 περ. β΄ της Δικονομίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ν. 4700/2020 (Α΄ 127/29.6.2020) που εφαρμόζονται κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής (29.12.2020), οι ενάγοντες παραδεκτώς ομοδικούν, καθόσον οι αξιώσεις τους, ερειδόμενες στo άρθρo 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., επικουρικώς δε στις διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ, είναι ομοειδείς, έστω και μη ισόποσες, στηρίζονται δε σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία τους νομική και πραγματική βάση (βλ. ΕλΣυν Τέταρτο Τμ. 957/2021, πρβλ. ΕλΣυνΟλ. 486/2019)
21. Συγκεκριμένα,
(α) οι ενάγοντες είναι απόφοιτοι στρατιωτικών σχολών, εισήχθησαν δε στις τάξεις των αντιστοίχων για έκαστο εξ αυτών σωμάτων των Ενόπλων Δυνάμεων σε νεαρή ηλικία (18 ετών ο πρώτος, 17 ετών ο δεύτερος, 21 ετών ο τρίτος και 18 ετών ο τέταρτος), αποστρατεύτηκαν δε και συνταξιοδοτήθηκαν στην ηλικία των 58, 58, 59 και 62 ετών, αντιστοίχως, αφού διάνυσαν το σύνολο του εργασιακού βίου τους στο στράτευμα και έφτασαν να κατέχουν τον ανώτατο βαθμό αξιωματικού στον Κλάδο των Ε.Δ., του οποίου 16 έκαστος ηγήθηκε, έχοντας επιδείξει την επιμέλεια, την πειθαρχία και την προσήλωση στο καθήκον που απαιτούνται για την ολοκλήρωση της σταδιοδρομίας τους στον ανώτατο αυτό βαθμό, αλλά έχοντας ταυτοχρόνως και τη θεμιτή και νόμιμη προσδοκία να απολαύσουν το επίπεδο ζωής που αντιστοιχεί στη σταδιοδρομία αυτή και, συνακόλουθα, το ανάλογο επίπεδο ζωής και μετά τη συνταξιοδότησή τους,
(β) ως Αρχηγοί Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, Αεροπορίας, Στρατού και Ναυτικού, αντιστοίχως, ήταν υπεύθυνοι για την εθνική άμυνα της χώρας, που συνιστά ζωτικής σημασίας δημόσιο συμφέρον, η δε ένταση της θεσμικής εγγύησης που φέρει η ιδιότητά τους δικαιολογεί τη σύνδεση της σύνταξής τους με τις αποδοχές ενεργείας με σχέση αυξημένης ποσοτικής αναλογίας,
(γ) το ύψος των αποδοχών ενεργείας των εναγόντων κατά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία, τους κατατάσσει στους υψηλά αμειβόμενους δημοσίους υπαλλήλους και κατά συνέπεια η εύλογη αναλογία μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης πρέπει να προσδιορισθεί με βάση το κριτήριο της μη ανατροπής του επιπέδου ζωής αυτών, και
(δ) η σύνταξη που τους κανονίσθηκε αντιστοιχεί σε χρονικά εκτεταμένη συνολική συντάξιμη υπηρεσία, η οποία περιλαμβάνει και επί μέρους υπηρεσίες που εκ του νόμου λογίζονται διπλάσιες, καθώς και πτητικά εξάμηνα για τον δεύτερο εξ αυτών και, ειδικότερα, σε συνολική συντάξιμη υπηρεσία, 44 ετών και 5 μηνών για τον πρώτο ενάγοντα, εκ της οποίας πέντε έτη αντιστοιχούν σε μονάδες εκστρατείας, 78 ετών, 11 μηνών και 12 ημερών, για τον δεύτερο ενάγοντα, εκ της οποίας 26 ημέρες αντιστοιχούν σε μονάδες εκστρατείας, ενώ χρονικό διάστημα 38 έτη και 6 μήνες αντιστοιχούν στα πτητικά του εξάμηνα, 46 ετών, 4 μηνών και 24 ημερών, για τον τρίτο ενάγοντα, εκ της οποίας 5 έτη αντιστοιχούν σε μονάδες εκστρατείας, και 45 ετών, 5 μηνών και 1 ημέρας, για τον τέταρτο ενάγοντα, εκ της οποίας 5 έτη αντιστοιχούν σε μονάδες εκστρατείας. 22. Με βάση αυτά και λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, ότι πρόκειται για στρατιωτικούς υψηλά αμειβόμενους, επομένως, για να διασφαλίζεται η απαιτούμενη εύλογη αναλογία μεταξύ των αποδοχών ενεργείας τους και της κανονιζόμενης σε αυτούς σύνταξης, πρέπει το ύψος της τελευταίας, σύμφωνα με τα κριθέντα με την 2020/2020 απόφαση της Ολομέλειας, να «μην στοιχειοθετεί ανατροπή του επιπέδου ζωής» που είχαν εξασφαλίσει στην ενέργεια, και, αφετέρου, τις απαιτήσεις βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος και την ανάγκη διασφάλισης της δημοσιονομικής βιωσιμότητας εν γένει, το Δικαστήριο, σεβόμενο την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών, ήτοι ασκώντας οριακό δικαστικό έλεγχο, κρίνει ότι σύνταξη υπολειπόμενη των συντάξιμων αποδοχών ενεργείας τους κατά το χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία κατά ποσοστό ανώτερο του 40% συνεπάγεται, πράγματι, «ανατροπή του επιπέδου ζωής» που είχαν εξασφαλίσει στην ενέργεια, και, ως εκ τούτου, ανατροπή της συνταγματικώς επιβαλλόμενης αναλογίας των συντάξεων και των αποδοχών ενεργείας τους. Απόφαση 0695/2024 A.Γ./es/apf/ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ.24/… 17 Συνεπώς, το αριθμητικό ποσοστό αναλογίας μεταξύ σύνταξης και συντάξιμων αποδοχών ενεργείας για την ανωτέρω κατηγορία συνταξιούχων, πέραν του οποίου, κατά τρόπο κατάδηλο, η αναλογία παύει να είναι εύλογη, πρέπει να προσδιοριστεί σε 60%. 23. Τούτου δοθέντος, το Δικαστήριο, διαπιστώνει ότι στην προκειμένη περίπτωση η κανονισθείσα στους ενάγοντες ακαθάριστη σύνταξη, ανέρχεται, (α) για τον πρώτο ενάγοντα στο ποσό των 1.974,13 ευρώ, και αντιστοιχεί σε ποσοστό 51,29% των συντάξιμων - ασφαλιστέων αποδοχών ενεργείας (μηνιαία σύνταξη 1.974,13 ευρώ Χ 100 ÷ μηνιαίες ασφαλιστέες αποδοχές 3.849,03 ευρώ), (β) για τον δεύτερο ενάγοντα στο ποσό των 3.702,69 ευρώ, και αντιστοιχεί σε ποσοστό 67,40% των συντάξιμων - ασφαλιστέων αποδοχών ενεργείας συν το επίδομα πτητικών εξαμήνων (μηνιαία σύνταξη 3.702,69 ευρώ Χ 100 ÷ [μηνιαίες ασφαλιστέες αποδοχές 3.849,03 ευρώ + επίδομα πτητικών εξαμήνων 1.644,19 ευρώ =] 5.493,22 ευρώ), (γ) για τον τρίτο ενάγοντα στο ποσό των 2.181,73 ευρώ και αντιστοιχεί σε ποσοστό 56,68% των συντάξιμων - ασφαλιστέων αποδοχών ενεργείας (μηνιαία σύνταξη 2.181,73 ευρώ Χ 100 ÷ μηνιαίες ασφαλιστέες εισφορές 3.849,03 ευρώ) και (δ) για τον τέταρτο ενάγοντα στο ποσό των και 2.087,90 ευρώ, και αντιστοιχεί σε ποσοστό 43,18% των συντάξιμων - ασφαλιστέων αποδοχών ενεργείας (μηνιαία σύνταξη 2.087,90 ευρώ Χ 100 ÷ μηνιαίες ασφαλιστέες αποδοχές 4.834,93 ευρώ). 24. Συνεπώς, η κανονισθείσα στον πρώτο, τρίτο και τέταρτο από τους ενάγοντες σύνταξη, υπολειπόμενη σε ποσοστό ανώτερο του 40% των συντάξιμων αποδοχών ενεργείας τους, είναι μη νόμιμη, καθόσον ανατρέπεται κατά τρόπο κατάδηλο, η απαιτούμενη εύλογη αναλογία μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης. Αντιθέτως, είναι νόμιμος ο υπολογισμός της σύνταξης του δεύτερου ενάγοντος που ανέρχεται σε ποσοστό 67,40% των συντάξιμων αποδοχών ενεργείας του. 25. Μετά από αυτά, δεδομένου ότι για τον προσδιορισμό της απαιτούμενης εύλογης αναλογίας το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις συντάξιμες αποδοχές ενεργείας των εναγόντων κατά το χρόνο εξόδου τους από την υπηρεσία, παρέλκει ως αλυσιτελής η εξέταση των ισχυρισμών τους ότι για τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξής τους λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των αποδοχών τους υπέρμετρα μεγάλου χρονικού διαστήματος, ήτοι από το έτος 2002 μέχρι τη συνταξιοδότησή τους, οι οποίοι, σύμφωνα και με όσα έγιναν δεκτά στην σκέψη 12, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέοι ως αβάσιμοι. 26. Ο προβαλλόμενος από τον δεύτερο ενάγοντα ισχυρισμός, ότι εσφαλμένως η ανταποδοτική σύνταξή του υπολογίστηκε με ποσοστό αναπλήρωσης 18 100%, ενώ με βάση τη συνολική συντάξιμη πραγματική υπηρεσία του, που ανέρχεται σε 78 έτη 11 μήνες και 12 ημέρες, το ποσοστό αναπλήρωσης που δικαιούται ανέρχεται σε 130,63%, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 8 του ν. 4387/2016, το συνολικό ακαθάριστο ποσό της ανταποδοτικής σύνταξης δεν μπορεί να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των συντάξιμων αποδοχών, η επικαλούμενη δε από αυτόν διάταξη του άρθρου 55 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία «αν συντρέχει περίπτωση προσαύξησης της σύνταξης λόγω εξαμήνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του Κώδικα αυτού, η σύνταξη που προσαυξάνεται για το λόγο αυτόν, μπορεί να ορισθεί μέχρι το μηνιαίο μισθό ενέργειας, με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 9 και στην παρ. 2 του άρθρου 34 αυτού του Κώδικα, κατά περίπτωση, προσαυξημένου κατά 50%», έχει ήδη από την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 καταργηθεί, δοθέντος ότι με τον νόμο αυτό θεσπίστηκε νέος τρόπος υπολογισμού των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, ο οποίος, σύμφωνα με τα κριθέντα με την 2020/2020 απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, εφόσον η σύνταξη που προκύπτει ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εύλογης αναλογίας, δεν αντιβαίνει σε συνταγματικούς ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες. 27. Μετά από αυτά, στοιχειοθετείται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, εις ολόκληρον ευθύνη των εναγομένων, σύμφωνα με τα άρθρα 105 – 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., προς αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστησαν ο πρώτος, ο τρίτος και ο τέταρτος από τους ενάγοντες, οι οποίοι, ως εκ τούτου, έχουν νόμιμη αξίωση κατά των εναγομένων για τις διαφορές συντάξεων που στερήθηκαν κατά το αιτούμενο με την αγωγή τους για τον καθένα από αυτούς χρονικό διάστημα, η αξίωσή τους δε αυτή δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή των άρθρων 90 παρ. 1 και 91 του ν. 2362/1995, ενόψει της άσκησης της ένδικης αγωγής, η οποία επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 30.12.2020 (βλ. τις …/30.12.2020 και …/30.12.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Δημητρίου Θεμ. Παπαγεωργίου στο Ελληνικό Δημόσιο και στον e – ΕΦΚΑ, αντιστοίχως και το άρθρο 135 του ν. 4700/2020)
28. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, σύμφωνα με τα προσκομισθέντα προς απόδειξη της αξίωσής τους στοιχεία:
(α) Ο πρώτος ενάγων εδικαιούτο να λάβει κατά τη συνταξιοδότησή του ως συνολικό ποσό εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης το ποσό των 2.309,42 ευρώ μηνιαίως (3.849,03 ευρώ Χ 60% = 2.309,42 ευρώ).
Συνεπώς, για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 31.12.2020 δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 15.568,68 ευρώ {(3.849,03 ευρώ Χ 60% =) 2.309,42 ευρώ – 1.974,13 ευρώ = 335,29 ευρώ μηνιαίως και άρα 145,34 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 28.2.2017 [335,29 ÷ 30 = 11,18 ευρώ ημερησίως Χ 13 ημέρες] + 15.423,34 ευρώ Απόφαση 0695/2024 A.Γ./es/apf/ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ.24/… 19 για το χρονικό διάστημα από 1.3.2017 έως 31.12.2020 [335,29 ευρώ Χ 46 μήνες]}.
(β) Ο τρίτος ενάγων εδικαιούτο να λάβει κατά τη συνταξιοδότησή του ως συνολικό ποσό εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης το ποσό των 2.309,42 ευρώ μηνιαίως (3.849,03 ευρώ Χ 60% = 2.309,42 ευρώ).
Συνεπώς, για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 31.12.2020 δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 5.929,12 ευρώ {(3.849,03 ευρώ Χ 60% =) 2.309,42 ευρώ – 2.181,73 ευρώ = 127,69 ευρώ μηνιαίως και άρα 55,38 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 28.2.2017 [127,69 ÷ 30 = 4,26 ευρώ ημερησίως Χ 13 ημέρες] + 5.873,74 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.3.2017 έως 31.12.2020 [127,69 ευρώ Χ 46 μήνες]}.
(γ) Ο τέταρτος ενάγων εδικαιούτο να λάβει κατά τη συνταξιοδότησή του ως συνολικό ποσό εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης το ποσό των 2.900,96 ευρώ μηνιαίως (4.834,93 ευρώ Χ 60% = 2.900,96 ευρώ).
Συνεπώς, για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 31.12.2020 δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 8.455,80 ευρώ {(4.834,93 ευρώ Χ 60% =) 2.900,96 ευρώ – 2.087,90 ευρώ = 813,06 ευρώ μηνιαίως και άρα 325,20 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 29.2.2020 [813,06 ÷ 30 = 27,10 ευρώ ημερησίως Χ 12 ημέρες] + 8.130,6 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.3.2020 έως 31.12.2020 [813,06 ευρώ Χ 10 μήνες]}.
29. Στο σημείο αυτό, η Σύμβουλος Ιωάννα Ρούλια εξέφρασε την ακόλουθη γνώμη: Tο αριθμητικό ποσοστό αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενεργείας και σύνταξης του 2ου ενάγοντος πέραν του οποίου, κατά τρόπο κατάδηλο, η αναλογία παύει να είναι εύλογη πρέπει να διαφοροποιηθεί από αυτό των λοιπών εναγόντων και να προσδιοριστεί σε 65%, καθόσον πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι η συνολική συντάξιμη πραγματική υπηρεσία του ανέρχεται κυρίως λόγω των προσμετρούμενων πτητικών εξαμήνων (38 έτη και 6 μήνες) σε χρόνο πολύ μεγαλύτερο από αυτόν ενός ομοιοβάθμου του χωρίς τόσο μεγάλη συντάξιμη υπηρεσία και δη υπηρεσία πτητικών εξαμήνων και συνακόλουθα από αυτόν των λοιπών εναγόντων.
Περαιτέρω, για τον προσδιορισμό της εύλογης αναλογίας μεταξύ αποδοχών ενέργειας και σύνταξης των εναγόντων, πρέπει η ακαθάριστη μηνιαία σύνταξή τους να συγκριθεί, όχι με τις καθορισθείσες εκ του νόμου μηνιαίες ασφαλιστέες αποδοχές τους, αλλά με τις συνολικές αποδοχές που ελάμβαναν στην ενέργεια κατά το χρόνο της εξόδου τους από την υπηρεσία.
Τούτο διότι εν προκειμένω το Δικαστήριο προκειμένου να προσδιορίσει το ύψος της αποζημίωσης που δικαιούνται οι ενάγοντες δεν προβαίνει με βάση τις ασφαλιστέες αποδοχές τους σε ένα νέο τρόπο υπολογισμού της σύνταξής τους, αλλά εξετάζει μια όλως διαφορετική νομική βάση, εάν δηλαδή το επίπεδο ζωής που επιφύλαξε σε αυτούς ο νομοθέτης με τη σύνταξη που τους κανονίστηκε με βάση τις ασφαλιστέες αποδοχές τους και τα λοιπά τεθέντα εκ του νόμου στοιχεία υπολογισμού, βρίσκεται ή όχι σε εύλογη αναλογία με το επίπεδο ζωής που είχαν εξασφαλίσει όσο ήταν στην ενέργεια και συγκεκριμένα εάν επέρχεται ανατροπή του επιπέδου ζωής που είχαν στην ενέργεια, το δε εν λόγω επίπεδο ζωής αντανακλάται στο σύνολο των αποδοχών ενεργείας τους, που περιλαμβάνει τον βασικό μισθό και τα επιδόματα που ελάμβαναν λόγω του βαθμού τους και των συνθηκών άσκησης της εργασίας τους (βλ. και ΕλΣυν Ολ. 2020/2020, ιδίως σκέψεις 136, 144, 148, 149, 150, 151, 152, 153, 156 όπου γίνεται λόγος για «αποδοχές ενεργείας» ή «μισθό ενεργείας», καθώς και Πέμπτο Τμήμα 73/2023, σκέψεις 10 και 13).
Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση η κανονισθείσα στους ενάγοντες σύνταξη ποσού 1.974,13 ευρώ, 3.702,69 ευρώ, 2.181,73 ευρώ και 2.087,90 ευρώ, αντιστοίχως για έκαστο εξ αυτών, αντιστοιχεί
για τον 1ο ενάγοντα σε ποσοστό 41,15% των συνολικών αποδοχών ενεργείας του (μηνιαία ακαθάριστη σύνταξη 1.974,13 ευρώ Χ 100 ÷ ακαθάριστες αποδοχές ενεργείας 4.797,94 ευρώ),
για τον 2ο ενάγοντα σε ποσοστό 57,48% των συνολικών αποδοχών ενεργείας του (μηνιαία ακαθάριστη σύνταξη 3.702,69 ευρώ Χ 100 ÷ [4.797,94 ευρώ + επίδομα πτητικών εξαμήνων 1.644,19 ευρώ =] 6.442,13 ευρώ),
για τον 3ο ενάγοντα σε ποσοστό 46,47% των αποδοχών ενεργείας (μηνιαία ακαθάριστη σύνταξη 2.181,73 ευρώ Χ 100 ÷ ακαθάριστες αποδοχές ενεργείας 4.694,61 ευρώ) και
για τον 4ο ενάγοντα σε ποσοστό 43,18% των συνολικών αποδοχών ενεργείας του (μηνιαία ακαθάριστη σύνταξη 2.087,90 ευρώ Χ 100 ÷ μηνιαίες ασφαλιστέες εισφορές 4.835,00 ευρώ).
Κατόπιν τούτων, μη νομίμως η καθορισθείσα σύνταξη των 1ου, 3ου και 4ου εναγόντων υπολείπεται του ποσοστού 60% επί των τελευταίων αποδοχών ενεργείας τους και μη νομίμως η καθορισθείσα σύνταξη του 2ου ενάγοντος υπολείπεται του ποσοστού 65% επί των τελευταίων αποδοχών ενεργείας του.
Άρα, οι ενάγοντες, σύμφωνα με τις συνολικές αποδοχές ενεργείας τους κατά το χρόνο της συνταξιοδότησής τους (βλ. σκέψεις 14 έως 17) πρέπει να λάβουν ως αποζημίωση τα εξής ποσά:
α) ο 1ος ενάγων πρέπει να λάβει για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 31.12.2020 το ποσό των 42.004,93 ευρώ {(4.797,94 ευρώ Χ 60% =) 2.878,76 ευρώ – 1.974,13 ευρώ = 904,63 ευρώ μηνιαίως και άρα 391,95 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 28.2.2017 [904,63 ÷ 30 = 30,15 ευρώ ημερησίως Χ 13 ημέρες] + 41.612,98 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.3.2017 έως 31.12.2020 [904,63 ευρώ Χ 46 μήνες]}, β) ο 2ος ενάγων πρέπει να λάβει για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 31.12.2020 το ποσό των 22.505,82 ευρώ {(6.442,13 ευρώ Χ 65% =) 4.187,38 ευρώ – 3.702,69 ευρώ = 484,69 ευρώ μηνιαίως και άρα 210,08 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 28.2.2017 [484,69 ÷ 30 = 16,16 ευρώ ημερησίως Χ 13 ημέρες] + 22.295,74 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.3.2017 έως 31.12.2020 [484,69 ευρώ Χ 46 μήνες]}, γ) ο 3ος ενάγων πρέπει να λάβει για το αιτούμενο χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 31.12.2020 το ποσό των 29.487,05 ευρώ {(4.694,61 ευρώ Χ 60% =) 2.816,77 ευρώ – 2.181,73 ευρώ = 635,04 ευρώ μηνιαίως και άρα 275,21 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 28.2.2017 [635,04 ÷ 30 = 21,17 ευρώ ημερησίως Χ 13 ημέρες] + 29.211,84 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.3.2017 έως 31.12.2020 [635,04 ευρώ Χ 46 μήνες]} και δ) ο 4ος ενάγων πρέπει να λάβει για το αιτούμενο χρονικό Απόφαση 0695/2024 A.Γ./es/apf/ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ.24/… 21 διάστημα από 18.2.2020 έως 31.12.2020 το ποσό των 8.456,20 ευρώ {(4.835,00 ευρώ Χ 60% =) 2.901,00 ευρώ – 2.087,90 ευρώ = 813,10 ευρώ μηνιαίως και άρα 325,20 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 29.2.2020 [813,10 ÷ 30 = 27,10 ευρώ ημερησίως Χ 12 ημέρες] + 8.131,00 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.3.2020 έως 31.12.2020 [813,10 ευρώ Χ 10 μήνες]}. Πλην όμως, η ως άνω
33. Εξάλλου, με την 1477/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου η οποία εκδόθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 108Α του π.δ/τος 1225/1981, κρίθηκε, για τους λόγους που εκτίθενται σε αυτήν (σκέψεις 70 έως 76 όπου και μειοψηφία σκέψεις 77 και 78) ότι από 1.1.2019, οπότε η ΕΑΣ μετετράπη από προσωρινό χρηματοδοτικό μέσο για την κάλυψη των τρεχόντων ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος σε πάγιου χαρακτήρα δημόσια αποταμίευση χάριν των συντάξεων των μελλοντικών γενεών, η επιβολή της εισφοράς αυτής δεν θέτει ζήτημα παραβίασης του Συντάγματος ή υπερνομοθετικής ισχύος κανόνων.
34. Οι εγειρόμενες αξιώσεις των τριών πρώτων εναγόντων κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2019 έως 31.12.2020 και του τέταρτου ενάγοντος για όλο το αιτούμενο από αυτόν χρονικό διάστημα από 18.2.2020 έως 31.12.2020, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα μετά τις 31.12.2018, είναι απορριπτέες ως νόμω αβάσιμες αφού, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την 1477/2021 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, από 1.1.2019 νομίμως επιβάλλεται η εισφορά αυτή.
35. Οι αξιώσεις των τριών πρώτων εναγόντων, οι οποίες συναρτώνται με τη μη καταβολή στο ακέραιο νομίμως κανονισθείσας σύνταξης, ήτοι δεν ανάγονται στον κανονισμό αλλά στην εκκαθάριση της σύνταξής τους και επομένως υπόκεινται στη διετή παραγραφή της παραγράφου 5 του άρθρου 140 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (…)», Α΄ 143 (βλ. ΕλΣυν Ολ. 1975/2021 σκέψεις 101 και 104), έχουν παραγραφεί κατά το μέρος που αφορά στο χρονικό διάστημα από 16.2.2017 έως 31.12.2017, ενόψει του χρόνου επίδοσης της υπό κρίση αγωγής στα εναγόμενα νομικά πρόσωπα στις 30.12.2020 (βλ. τις …/30.12.2020 και …/30.12.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Αθηνών Δημητρίου Θεμ. Παπαγεωργίου στο Ελληνικό Δημόσιο και στον e – ΕΦΚΑ, αντιστοίχως και το άρθρο 135 του ν. 4700/2020) και δεδομένου Απόφαση 0695/2024 A.Γ./es/apf/ΕΚΤΟ ΤΜΗΜΑ.24/… 23 ότι από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει άλλο διακοπτικό της παραγραφής γεγονός ούτε οι ως άνω ενάγοντες αποδεικνύουν τέτοιο γεγονός.
36. Μετά από αυτά οι τρεις πρώτοι ενάγοντες έχουν νόμιμη αξίωση μόνο για τα ποσά που παρακρατήθηκαν από τη σύνταξή τους ως εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 31.12.2018.
37. Από τα προσκομισθέντα ενημερωτικά σημειώματα σύνταξης προκύπτει ότι ως εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2018 έως 31.12.2018, παρακρατήθηκε από τις μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές
(α) του πρώτου ενάγοντος το συνολικό ποσό των 542,28 ευρώ (μηνιαία παρακράτηση για ΕΑΣ 45,19 ευρώ Χ 12 μήνες),
(β) του δεύτερου ενάγοντος το συνολικό ποσό των 542,28 ευρώ (μηνιαία παρακράτηση για ΕΑΣ 45,19 ευρώ Χ 12 μήνες) και
(γ) του τρίτου ενάγοντος το συνολικό ποσό των 542,28 ευρώ (μηνιαία παρακράτηση για ΕΑΣ 45,19 ευρώ Χ 12 μήνες), τα ποσά δε αυτά πρέπει να τους επιστραφούν, σύμφωνα με τα κριθέντα με τις 244/2017 και 504/2021 αποφάσεις της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
38. Κατ’ ακολουθίαν αυτών, η ένδικη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωρισθεί ότι τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα οφείλουν εις ολόκληρον το καθένα να καταβάλουν, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής
(α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των (15.568,68 + 542,28 =) 16.110,96 ευρώ,
(β) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 542,28 ευρώ,
(γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των (5.929,12 + 542,28 =) 6.471,40 ευρώ και
(δ) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 8.455,80 ευρώ.
39. Κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων τα εναγόμενα νομικά πρόσωπα πρέπει να απαλλαγούν από τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων (άρθρο 314 παρ. 3 εδ. β΄ του ν. 4700/2020).
40.Το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη ότι το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών εντάσσεται πλέον στον e-Ε.Φ.Κ.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τις διατάξεις του ν. 4670/2020 (ΕλΣυν Ολ. 2020/2020), επισημαίνει ότι το Ελληνικό Δημόσιο και ο e-Ε.Φ.Κ.Α. δεν κωλύονται, στο πλαίσιο της συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της παρούσας απόφασης, να προβούν σε εκκαθάριση του οφειλόμενου ποσού, αφαιρώντας όσα ποσά έχουν ήδη τυχόν καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες για την ίδια ιστορική και νομική αιτία.
Για τους λόγους αυτούς 24 Δέχεται εν μέρει την αγωγή. Αναγνωρίζει ότι το Ελληνικό Δημόσιο και το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (e-Ε.Φ.Κ.Α.) οφείλουν εις ολόκληρον το καθένα να καταβάλουν
(α) στον πρώτο ενάγοντα … το ποσό των 16.110,96 ευρώ,
(β) στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 542,28 ευρώ,
(γ) στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 6.471,40 ευρώ και
(δ) στον τέταρτο ενάγοντα το ποσό των 8.455,80 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής, για την αναφερόμενη στο ιστορικό αιτία.
Και Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο και τον e-Ε.Φ.Κ.Α. από τη δικαστική δαπάνη των εναγόντων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 9.6.2023, στις 30.6.2023 και στις 24.11.2023.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΜΑΡΙΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΑ ΡΟΥΛΙΑ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΑΚΗ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στις 24 Μαΐου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΜΑΡΙΑ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΑΝΔΡΙΚΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ