Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2025

«Της έβαλα μια σφαίρα στη θαλάμη και της είπα “ρίξ’ του”» - Συγκλονιστική Πραγματική Ιστορία

 


ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΠΕΣΚΟΠΙΑστην περιοχή Ντίμπρα του αλβανικού Βορρά, η ζωή της 27χρονης Ρασμία είχε γίνει κόλαση. Μητέρα πέντε παιδιών, λυγερόκορμη, προκαλούσε τον θαυμασμό στη μικρή κοινωνία. Ομως στη βόρεια Αλβανία των ορεσίβιων τα ήθη ήταν και παραμένουν αυστηρά. Μια αδιάκριτη ματιά σε «ξένη» γυναίκα θεωρείται ντροπή και προσβολή, η δε σεξουαλική παρενόχληση βαριά αμαρτία, η οποία εμπίπτει στον κώδικα τιμής του «Κανούν», του προαιώνιου εθιμικού δικαίου που εξακολουθεί ακόμη και σήμερα στις περιοχές του Βορρά να ρυθμίζει τις σχέσεις και τις διαφορές των ανθρώπων και τιμωρείται με αίμα.

Επί χρόνια η Ρασμία δεχόταν πιέσεις από κάποιον συχωριανό της, αλλά συνήθως απέφευγε να το λέει στον σύζυγό της φοβούμενη τις αντιδράσεις του. Το 1997 όμως η πολιορκία του επιθετικού «θαυμαστή» είχε καταστεί επικίνδυνα ασφυκτική. Μια μέρα που ο σύζυγός της Βάλε Γκαζιτέντε έπρεπε να πάει για δουλειές στην πόλη, η Ρασμία του εκμυστηρεύθηκε τους φόβους της ότι εν τη απουσία του είναι πιθανό να δεχθεί επίσκεψη στο σπίτι από τον «εφιάλτη» της. Εκείνος τότε της έδωσε ένα γεμάτο όπλο και την προέτρεψε να του ρίξει με το που θα κάνει την εμφάνισή του. Και αυτό έκανε.

Στη θέα του προκλητικού «πολιορκητή» της στην αυλή, άρπαξε το όπλο, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε. «Το έκανα για να προστατέψω την τιμή μου και την τιμή της οικογένειάς μου», είπε αργότερα στο δικαστήριο, που έκανε δεκτό τον ισχυρισμό της ότι βρισκόταν σε άμυνα και της επέβαλε μια μικρή ποινή. Το θέμα φυσικά δεν είχε κλείσει. Απεναντίας, μια αιματηρή βεντέτα, από αυτές που εξακολουθούν να ταλανίζουν τη σύγχρονη Αλβανία, μόλις είχε ανοίξει. Τις δύο οικογένειες χώριζε πλέον αίμα και ο άγραφος νόμος επιτάσσει εκδίκηση – αίμα δηλαδή. Το αίμα δεν στεγνώνει ποτέ στον αλβανικό Βορρά. Ο φαύλος κύκλος της εκδίκησης και της αντεκδίκησης κρατάει έως επτά γενιές.


Το 1997 ο Βάλε Γκαζιτέντε παρότρυνε τη σύζυγό του Ρασμία να σκοτώσει έναν επίμονο «θαυμαστή» της, στην Πεσκοπία του αλβανικού Βορρά. Σήμερα ζουν ακόμη απομονωμένοι σε ένα λόφο έξω από τα Τίρανα, αφού η βεντέτα με την οικογένεια του θύματος δεν έχει κοπάσει. «Εμείς εδώ θα πεθάνουμε, το ξέρουμε», λέει στην «Κ» ο 93χρονος πλέον Βάλε. Φωτ. Aleksander Gjonaj

Σε κάποιες περιοχές, όπως η Σκόδρα, το οροπέδιο του Ντουκάνγκιν, η Ντίμπρα, η Τροπόγια κ.ά., η Τζακμαρία (αιματηρή εκδίκηση) παραμένει ενεργή ακόμη και σήμερα που η Αλβανία οδεύει προς τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.Ο Γκαζιτέντε και η οικογένειά του είχαν δύο επιλογές: να αυτοφυλακιστούν στο σπίτι τους, όπου, όπως προβλέπει το Κανούν, είναι το μόνο μέρος στο οποίο δεν επιτρέπεται να τους σκοτώσουν και να μη βγουν ποτέ από εκεί, ή να εξαφανιστούν από προσώπου γης. Επέλεξαν το δεύτερο, όταν προσπάθειες για συμφιλίωση των δύο οικογενειών απέβησαν άκαρπες.
Η συνάντηση   
Το αυτοκίνητο της «Κ» βγήκε από τα Τίρανα με προορισμό την «κρυψώνα», κάπου στους γύρω λόφους, όπου η Ρασμία και ο Βάλε έχουν βρει κρησφύγετο. Η επαφή μαζί τους δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη μεσολάβηση και την παρουσία του Γκιν Μάρκου, προέδρου του Ιδρύματος Εθνικής Συμφιλίωσης, ενός ανθρώπου που έχει αφιερώσει τη ζωή του στην ειρήνευση οικογενειών που αλληλοεξοντώνονται στις βεντέτες, προσπάθεια η οποία έχει αναγνωριστεί διεθνώς. Ο Γκιν Μάρκου είναι από τους ελάχιστους που γνωρίζουν την ακριβή τοποθεσία όπου κρύβεται το ζεύγος Γκαζιτέντε.
Ο Βάλε και η Ρασμία δεν εμπιστεύονται σχεδόν κανέναν, ούτε καν την αστυνομία, φοβούμενοι ότι μπορεί να διαρρεύσει η τοποθεσία της κρύπτης και να τους εντοπίσουν «οι άλλοι». Υστερα από περιπλάνηση αρκετής ώρας στους χωματόδρομους, προέβαλε ένα μικρό κτίσμα στην κορυφή ενός από τους λόφους, που όπως μας εξήγησε αργότερα ο Γκαζιτέντε είναι το παρατηρητήριό τους. Από εκεί ελέγχουν κάθε πρόσβαση στο άσυλό τους. Κανείς δεν μπορεί να πλησιάσει χωρίς να τον αντιληφθούν. Μόνο ένας υποτυπώδης χωματόδρομος στην απότομη πλαγιά μπορεί να σε οδηγήσει σε απόσταση πενήντα μέτρων από το κρησφύγετο, αλλά και πάλι θα σε δουν. Εν τοιαύτη περιπτώσει, αν δηλαδή κάποιος ανεπιθύμητος το αποτολμήσει, (θα) υπάρχει κρυμμένο κάπου στο μικρό παράπηγμα που χρησιμοποιούν ως κατοικία, μαζί με μια παλιά ασπρόμαυρη τηλεόραση και κάποια κουζινικά σκεύη, ένα καλάσνικοφ. Από αυτά που κάθε «σώφρων» Αλβανός φρόντισε να προμηθευτεί, «καλού κακού», για αυτοπροστασία κατά τη λεηλασία των στρατοπέδων το 1997, όταν μαζί με τις περιβόητες πυραμίδες στις οποίες έχασαν τις οικονομίες τους οι Αλβανοί, κατέρρευσε και το κράτος.
«Εμείς εδώ θα πεθάνουμε, το ξέρουμε», λέει έχοντας πλάι του αμίλητη τη σύζυγό του ο 93χρονος πια Γκαζιτέντε, κλασική φιγούρα Αλβανού «Μαλλιώχ», ορεσίβιου δηλαδή, και πατέρας δεκαπέντε(!) παιδιών – δέκα με την πρώτη σύζυγό του και πέντε με τη σημερινή, τη Ρασμία.
Ψηλός, ξερακιανός, με το παραδοσιακό αλβανικό «κελέσι» στο κεφάλι, παρά τις φυλακίσεις (τρεις φορές) και τις διώξεις από καθεστώς Χότζα, έδειχνε ακμαιότατος και σίγουρα θεματοφύλακας του υπερσυντηρητισμού που κυριαρχεί στις κοινωνίες του αλβανικού Βορρά. «Καλά, τι άνδρας είσαι εσύ που φοράς βραχιόλι στο χέρι, αυτά οι γυναίκες τα βάζουν», είπε με ύφος επιτιμητικό στον φωτογράφο μας, στον Αλέξανδρο, όταν αντιλήφθηκε ότι έφερε στο χέρι του ένα κομποσκοίνι, για να σπεύσει ο Γκιν Μάρκου να τον καθησυχάσει.
Ο φόβος της εκδίκησης   
«Αυτός ο άνθρωπος της είχε κάνει τη ζωή μαρτύριο. Της έβαλα, λοιπόν, μια σφαίρα στη θαλάμη και της είπα φεύγοντας “ρίξ’ του, του άτιμου, αν έρθει”. Και έτσι έγινε». Παρότι έχουν περάσει από τότε τόσα χρόνια, η οικογένεια Γκαζιτέντε δεν αισθάνεται καθόλου ασφαλής. Γνωρίζει καλά πως αυτά τα πράγματα στον Βορρά δεν ξεχνιούνται.
Τον άμεσο κίνδυνο εκδίκησης διαδέχθηκε ο φόβος, αυτός που «σκοτώνει» αργά αργά. Οι συγγενείς του θύματος «υποχρεούνται» από τον νόμο του αίματος (εδάφιο του Κανούν που λέγεται Τζακμαρία) να εκδικηθούν και μέχρι να το πράξουν θα είναι το όνειδος στα «μάτια» της κοινωνίας. «Μπορεί κάποιος από τους δικούς του να θελήσει να πάρει το αίμα του πίσω, αυτό το πράγμα μπορεί να κρατήσει αιώνες».


Η 9χρονη Μαρσέλα παίζει με μια κούκλα στο κρησφύγετο της οικογένειάς της, κάπου στην Αλβανία. Το 1995, πολύ πριν από τη γέννησή της, ο πατέρας της σε κατάσταση βαριάς μέθης σκότωσε έναν φίλο του, πυροδοτώντας μια πολυετή βεντέτα. Φωτ. A.P. Photo / Hektor Pustina   
Δέκα χρόνια «φυλακισμένη» αγκαλιά με ένα καλάσνικοφ
Hταν μόλις επτά χρόνων η Ελσα Κοπτσάρι όταν αναγκάστηκε να αυτοφυλακιστεί. Ο πατέρας της, Νντοντ, έμπλεξε «από το πουθενά» σε βεντέτα και αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε μια αποθήκη έξω από το χωριό Μπουσάτι της Σκόδρας, την οποία μετέτρεψαν σε φρούριο.
Ο Κοπτσάρι πήγε μια μέρα σε σούπερ μάρκετ της Σκόδρας να αγοράσει αυγά, αλλά καθώς περίμενε στην ουρά λογομάχησε με δύο νεαρούς που του πήραν τη σειρά και ήρθαν στα χέρια. Οι νεαροί, αφού τον ξυλοφόρτωσαν, επιχείρησαν να διαφύγουν με μοτοποδήλατο. Εκείνος εκσφενδόνισε εναντίον τους μια πέτρα, ο οδηγός έχασε τον έλεγχο του μοτοποδηλάτου, οι δύο επιβάτες έπεσαν και ο ένας σκοτώθηκε. Τα δικαστήρια απάλλαξαν τον Κοπτσάρι, αλλά ξεκίνησε βεντέτα. Δύο φορές συγγενείς της οικογένειας του θύματος επιχείρησαν ανεπιτυχώς να σκοτώσουν τον δωδεκάχρονο γιο του, γεγονός που τον ανάγκασε να τον φυγαδεύσει στο εξωτερικό και ο ίδιος μαζί με τη σύζυγό του και την επτάχρονη Ελσα να κλειστούν στην αποθήκη.
Μη έχοντας εμπιστοσύνη ότι οι αντίπαλοι θα τηρήσουν το Κανούν και δεν θα παραβιάσουν την ασυλία του σπιτιού, οπλίστηκαν με καλάσνικοφ και φυλούσαν εναλλάξ σκοπιά επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Με τη βοήθεια ενός μεσολαβητή η «Κ» μπήκε στη «φυλακή» των Κοπτσάρι, και η μικρή κοπέλα, που είχε πατήσει τα 17 πλέον, περιέγραψε το δράμα της.
Eχω δέκα χρόνια εγκλωβισμένη μέσα σε αυτό το σπίτι και τρελαίνομαι στην ιδέα ότι μπορεί να μη βγω ποτέ από εδώ», μας είπε. «Δεν έκανα τίποτα, δεν πείραξα κανέναν και δεν θέλω να πεθάνω εδώ μέσα».
– Πώς κυλάει η ζωή σου;  
– Δεν υπάρχει ζωή. Eίμαι ζωντανή νεκρή στα 17 μου, πέθανα ήδη προτού να βγω στον κόσμο.
– Δεν βγήκες στα δέκα χρόνια ποτέ από αυτό το σπίτι;
– Oχι, ποτέ, και φοβάμαι ότι δεν θα βγω.
– Ξέρεις να διαβάζεις και να γράφεις, Eλσα;
– Λίγα πράγματα, ό,τι έμαθα στους λίγους μήνες που πρόλαβα να πάω στο σχολείο. Mετά εγκλωβίστηκα εδώ και… 
– Πώς ήταν η ζωή σου μέχρι τότε, έκανες όνειρα;
– Ηταν όμορφα. Πήγαινα στις παραλίες, έπαιζα με άλλα παιδάκια και ήθελα να σπουδάσω κτηνίατρος, ξέρετε αγαπώ πολύ τα ζώα. Tώρα όλα τελείωσαν. 
– Γιατί απελπίζεσαι; Ισως κάποια στιγμή βγεις από εδώ μέσα.
– Δεν μπορείτε να καταλάβετε τι είναι να είσαι φυλακισμένος δέκα χρόνια σε τριάντα τετραγωνικά μέτρα, σε τέσσερις τοίχους, να μην μπορείς να βγεις έξω. Eσείς δεν θα αντέχατε ούτε μία εβδομάδα εδώ μέσα.  
– Ξέρεις να χειρίζεσαι το καλάσνικοφ; Tι θα κάνεις αν έρθουν τη νύχτα;  
– Nαι, έμαθα αυτό το όπλο, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Aν έρθουν οι άλλοι για να σκοτώσουν, θα υπερασπιστώ με το όπλο τη ζωή μου και των γονέων μου.
– Ποιες σκέψεις κάνεις το βράδυ όταν πέφτεις να κοιμηθείς;
– Σκέφτομαι πώς μπορούμε να φύγουμε όσο πιο μακριά γίνεται από εδώ, να πάμε κάπου που να μην μπορούν να μας βρουν, να αλλάξουμε τα ονόματά μας και να ξεκινήσουμε μια άλλη ζωή.
Η λύτρωση  
Καθώς βγαίναμε από το «φρούριο», ο πατέρας της πήρε παράμερα τον μεσολαβητή και τον παρακάλεσε να πει στην αντίπαλη οικογένεια να συναντηθούν κάπου στα γύρω χωράφια και εκεί να τον σκοτώσουν για να απαλλαγεί η υπόλοιπη οικογένειά του από το μαρτύριο του αργού θανάτου. Το δημοσίευμα της «Κ» (20/5/2001) για την Ελσα προκάλεσε τότε το ενδιαφέρον ξένων διπλωματικών αποστολών στα Τίρανα. Με αφορμή το ρεπορτάζ για τον Γκαζιτέντε, θελήσαμε να μάθουμε τι απέγιναν οι Κοπτσάρι. Πληροφορηθήκαμε ότι με παρέμβαση των πρεσβειών της Ελλάδας και του Καναδά εξασφάλισαν βίζα και διέφυγαν στον Καναδά. Η ζωή χαμογέλασε και πάλι στην Ελσα, που παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Πολλά άλλα παιδάκια όμως δεν έχουν την ίδια τύχη, πίσω στην πατρίδα της.

Ο Γκιν Μάρκου, πρόεδρος του Ιδρύματος Εθνικής Συμφιλίωσης, χαιρετά τη Ρασμία Γκαζιτέντε υπό το βλέμμα του συζύγου της, Βάλε. «Οι οικογένειες που κρύβονται ή έχουν αυτoφυλακιστεί στα σπίτια τους για να γλιτώσουν ανέρχονται στις 400», λέει στην «Κ». Φωτ. Aleksander Gjonaj  

Συμβόλαια και με τη μαφία για λόγους τιμής
Η ζωή του ζεύγους Γκαζιτέντε έχει παραλύσει. Τρέφονται με λαχανικά, που καλλιεργούν οι ίδιοι, αυγά από μερικές κότες και πωλούν μέσω κάποιων πολύ έμπιστων ανθρώπων τους το μέλι που παράγουν τα μελίσσια τους, για να αγοράζουν φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης. Τα παιδιά τους σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κάποια έφυγαν στο εξωτερικό και ουδείς γνωρίζει πού βρίσκονται – ορισμένα πέρασαν στην Ελλάδα, ενώ δύο παραμένουν κρυμμένα κάπου στην Αλβανία έχοντας αλλάξει πιθανότατα και τα ονόματά τους, για να μην τους αναγνωρίζουν.
Oπως μας εξηγεί ο Γκιν Μάρκου, περιπτώσεις παρόμοιες με αυτήν του ζεύγους Γκαζιτέντε υπάρχουν αρκετές στη σημερινή Αλβανία. «Οι οικογένειες που κρύβονται ή έχουν αυτoφυλακιστεί στα σπίτια τους για να γλιτώσουν την εκδίκηση ανέρχονται στις 400 και τα εγκλωβισμένα παιδιά που δεν πηγαίνουν σχολείο λόγω βεντέτας στα 380.
Εως και πρόσφατα υπήρχε στην πόλη της Σκόδρας ολόκληρη γειτονιά του αίματος, όπου είχαν καταφύγει από τα απομακρυσμένα ορεινά χωριά εμπλεκόμενοι σε βεντέτες. Πλέον διαλύθηκε γιατί κατάφεραν να διαφύγουν στο εξωτερικό. Από τα στοιχεία που έχουμε στο ίδρυμά μας, ο αριθμός των ανθρώπων που δολοφονήθηκαν για λόγους τιμής σε βεντέτες αίματος και εκδίκησης, από την πτώση του καθεστώτος Χότζα το 1991 και εντεύθεν, ανέρχεται σε 13.073 εντός Αλβανίας και 3.620 εκτός, ξεπερνούν δηλαδή τις 16.000, ανάμεσά τους και 1.270 που έχουν δηλωθεί ως αγνοούμενοι ή έχουν αυτοκτονήσει.
Εντός και εκτός Αλβανίας σκοτώνονται κάθε χρόνο από 90 έως 120 άνθρωποι σε βεντέτες, εκ των οποίων οι 15 με 20 είναι γυναίκες, παρότι το Κανούν το απαγορεύει. Ενα ποσοστό της τάξης του 30% αφορά βεντέτες για θέματα ιδιοκτησίας, το 25% σχετίζεται με ζητήματα τιμής, 20% αφορά όπλα και ναρκωτικά, 15% οικογενειακή βία, 8% δικαστικές αποφάσεις και 2% κάτι άλλο. Υπάρχουν βεβαίως και εκείνοι που αργοπεθαίνουν εγκλωβισμένοι, οι κλεισμένοι, δηλαδή, εφ’ όρου ζωής στα σπίτια τους, όπου αρκετοί αυτοκτονούν, και εκείνοι που έχουν καταφύγει σε σπηλιές στα δάση ή στις μεγάλες πόλεις, με την ελπίδα ότι δεν θα εντοπιστούν. Αλλά και εκεί πολλές φορές τους καταδιώκουν και τους σκοτώνουν συγγενείς ή πληρωμένοι εκτελεστές».
Ο πρόεδρος του Ιδρύματος Εθνικής Συμφιλίωσης «ανοίγει» στην «Κ» την εικόνα της κρυφής αυτής πληγής στην αυλή της Ευρώπης, η οποία δεν λέει να κλείσει στην Αλβανία, που την κουβαλάει στην πορεία της προς την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
«Οι περισσότερες δυτικές χώρες νομίζουν ότι η Αλβανία είναι μια ασφαλής χώρα, σε αντίθεση με τη σύγχρονη πραγματικότητα που λέει ότι οι δολοφονίες για λόγους βεντέτας αυξάνονται τραγικά. Αυτές μπορεί να συμβούν και σε πολίτες οι οποίοι έχουν φύγει από την Αλβανία, αν δεν καταφέρουν να αποκτήσουν προστασία από τη χώρα μετανάστευσης, γίνονται ακόμη και εντός φυλακών υψίστης ασφαλείας. Συχνά διαπράττονται με μυστικότητα και επ’ αμοιβή.
Η αγορά των πληρωμένων δολοφόνων στην Αλβανία είναι η πλέον ανεπτυγμένη από όλες τις άλλες χώρες όπου κυριαρχεί η μαφία. Κάθε χρόνο 40 με 50 άνθρωποι εκτελούνται μόνο από πληρωμένους δολοφόνους, οι οποίοι καταφθάνουν σε πόλεις και χωριά, με την υποστήριξη συνδέσμων της μαφίας αλλά και του διεφθαρμένου κρατικού μηχανισμού.



Οι βεντέτες φούντωσαν και από την αποτυχημένη διαδικασία διανομής της γης μετά την αποκρατικοποίησή της και τις σκόπιμες καθυστερήσεις του διεφθαρμένου κρατικού μηχανισμού στη χορήγηση τίτλων ιδιοκτησίας και νομιμοποίησης σπιτιών που άφησαν 600.000 αλβανικές οικογένειες σε ιδιοκτησιακές διαμάχες, πολλές εκ των οποίων εξελίσσονται σε αιματηρές βεντέτες».
Η «μπίζνα»  
Του ζητάμε να μας πει κάτι περισσότερο για τον ρόλο της μαφίας, με την επισήμανση ότι ο «εθιμικός κώδικας» το απαγορεύει. «Η μαφία έχει εμπλακεί γιατί το Κανούν, το οποίο δεν επιτρέπει τη μυστική και επί πληρωμή δολοφονία, έχει πλέον παραβιαστεί, όπως απαγόρευε ρητά τη βία κατά γυναικών και παιδιών ως δείγμα ασέβειας εναντίον τους. Πλέον όλα αυτά δεν ισχύουν, καλοπληρωμένοι δολοφόνοι εμφανίζονται γύρω μας σαν… επενδυτές. Εχει εξελιχθεί σε “μπίζνα”. Πληρώνονται από τις οικογένειες των θυμάτων για να σκοτώνουν και έτσι να εκδικούνται».
«Εχουμε καταγράψει όλες τις δολοφονίες και τις διαμάχες λόγω βεντέτας και μίσους στην Αλβανία. Υπάρχουν εθελοντικές ομάδες εργασίας του ιδρύματός μας σε κάθε πόλη και χωριό, οι οποίες γνωρίζουν οτιδήποτε σχετικά με την κάθε διαμάχη. Οι πολίτες συνεργάζονται με το ίδρυμα διότι έχουν δει τον επαγγελματισμό, την πολιτική ουδετερότητα αλλά και την προσήλωσή μας στην εθελοντική αυτή εργασία. Εάν δεν είχε δημιουργηθεί το συγκεκριμένο ίδρυμα το 1990, με τη δημόσια αναγνώρισή του από τον τότε γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Χαβιέρ Πέρες ντε Κουέγιαρ, σήμερα θα υπήρχαν περισσότεροι από 100.000 άνθρωποι νεκροί από υποκινούμενη βία, διαιρετική εθνικιστική πολιτική, αλλά και αυτοδικία».
Ο συνομιλητής μας καταλήγει: «Το 1997 με την “εξέγερση των πυραμίδων” υπήρχε αντιπρόσωπός μας στην πόλη Λούζνια, ο οποίος συγκέντρωσε τον κόσμο γύρω του με σκοπό την αποσόβηση τραγωδιών ανάμεσα στους πολίτες, καθώς όλοι είχαν όπλα. Το ίδιο έγινε και σε άλλες περιοχές του Βορρά, όπου ομάδες εργασίας του ιδρύματός μας απέτρεψαν σε ποσοστό 80% τους νέους που είχε εξοπλίσει η κυβέρνηση για να κατέβουν στον Νότο και να καταστείλουν την ένοπλη εξέγερση για τις πυραμίδες».

ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ.

13.073 νεκροί σε βεντέτες από την πτώση του καθεστώτος Χότζα το 1991 και εντεύθεν εντός Αλβανίας.

3.620 δολοφονήθηκαν για αντεκδίκηση εκτός Αλβανίας. 

1.270 έχουν δηλωθεί ως αγνοούμενοι ή έχουν αυτοκτονήσει. 

90-120 άνθρωποι σκοτώνονται κάθε χρόνο σε βεντέτες, εκ των οποίων 15-20 είναι γυναίκες, παρόλο που το Κανούν το «απαγορεύει».

ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ.

30% θέματα ιδιοκτησίας.

25% ζητήματα τιμής. 

20% όπλα και ναρκωτικά. 

15% οικογενειακή βία.