Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

«Αν εμείς είχαμε απογειωθεί, ο “Αττίλας” δεν θα υπήρχε»!








Η δραματική ιστορία των Φάντομ στα οποία δεν επετράπη να σταματήσουν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Τι λέει ο διοικητής της Μοίρας, πτέραρχος ε.α. Σωτήρης Κοντογιάννης
Γράφει ο
Δημήτρης Καπράνος
Γ νωρίζαμε και είχαμε αποδεχτεί το υψηλό ποσοστό απωλειών που θα καταβάλλαμε σε χειριστές και αεροσκάφη, αλλά την Ιστορία θα την είχαμε αλλάξει. Αν είχαμε απογειωθεί, “‟Αττίλας 1”, πόσο μάλλον “‟Αττίλας 2”, δεν θα υπήρχε!»
Οταν τα λόγια αυτά σου τα λέει ο πρώην υπουργός Εθνικής Αμύνης Σπήλιος Σπηλιωτόπουλος, ο οποίος τότε, το 1974, ήταν σμηναγός, κυβερνήτης ενός από τα Φάντομ που έμειναν καθηλωμένα στο Ηράκλειο και δεν απογειώθηκαν -όπως είχε σχεδιαστεί- για την Κύπρο, όταν έχεις ζήσει, ως δημοσιογράφος, εκείνα τα φοβερά γεγονότα, μόνο μια λέξη σού έρχεται στο στόμα.

Μια λέξη, που βασανίζει όλους εμάς, που βασανίζει, 43 χρόνια τώρα, εκατομμύρια Ελληνες και Κυπρίους: ΓΙΑΤΙ;
Θυμάμαι εκείνες τις δραματικές μέρες να αναζητούμε με αγωνία ένα φως ενημέρωσης, να ακούμε ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς, καθώς οι δικοί μας ήταν ακόμη σφραγισμένοι από το ανελεύθερο καθεστώς Ιωαννίδη.
Μαζεμένοι στο γραφείο του εκδότη Γιάννη Παπαγεωργίου, στον τρίτο όροφο της οδού Βησσαρίωνος 3, πίσω από το Οφθαλμιατρείο, μαζεύαμε σκόρπιες πληροφορίες και ακούγαμε ονόματα. «Ιωαννίδης», «Αραπάκης», «Σίσκο», «Τάσκα», «Ετζεβίτ», «Απόβαση», «Κυρήνεια», πόλεμος!
Θυμάμαι τότε, στο γραφείο, ήταν ο Γιώργος Σπορίδης, ο Νίκος Βυζαντινός, ο Κώστας Κύρκος, ο Χρήστος Παγανής.

Ο Παπαγεωργίου, παλιά καραβάνα στην πολιτική και στο παρασκήνιο, ήταν βέβαιος.
«Χάνεται η Κύπρος, θα πέσει η δικτατορία, αλλά θα το πληρώσουμε με αίμα!»
Λίγες μέρες αργότερα ο λαός πανηγύριζε στο Σύνταγμα κι εγώ έτρεχα στο αεροδρόμιο για το πρώτο μου (επώνυμο) ρεπορτάζ, στην τελευταία σελίδα της «Αθηναϊκής», που επανεκδόθηκε τετρασέλιδη (!) το βράδυ της Μεταπολίτευσης!
Και θα μείνουν για πάντα στο μυαλό μου χαραγμένα τα λόγια ενός ηλικιωμένου ανθρώπου που έστεκε, ξημερώματα της 24ης Ιουλίου, στα σκαλιά της «Μεγάλης Βρεταννίας» κι έλεγε με δάκρυα στα μάτια:
«Μα γιατί πανηγυρίζουμε; Για τον πόλεμο και την Κύπρο που χάσαμε;»

Κι όμως...

«Αυτά συνέβησαν από τις 18 Ιουλίου του 1974»
Στο γραφείο, ξαπλωμένος νωχελικά, ένας γκρίζος γάτος, με κοιτάζει με περιέργεια. Και απέναντί μου, καθισμένος στην πολυθρόνα, ο τότε -τον Ιούλιο του 1974- διοικητής της πιο σύγχρονης και ισχυρής για την εποχή εκείνη δύναμης Φάντομ στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, με πληρώματα άρτια εκπαιδευμένα από την αμερικανική αεροπορία (με σύγχρονες τακτικές από τον πόλεμο του Βιετνάμ που είχε τελειώσει έναν χρόνο νωρίτερα), απόστρατος πτέραρχος Σωτήρης Κοντογιάννης, άριστος και ικανός διοικητής και αεροπόρος, υπό την αρχηγία του οποίου η αποστολή, που δεν έγινε τελικά, θα είχε αλλάξει την Ιστορία και τη μοίρα της Κύπρου και της Ελλάδος!

«Ηταν δύσκολες εποχές για την Αεροπορία. Μπορεί να είχαμε τα καλύτερα αεροσκάφη, αλλά οι επικοινωνίες μας βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό βαθμό. Σκεφτείτε ότι κάποιες εκ των οδηγιών μεταφέρονταν από το ένα σημείο στο άλλο με... τζιπ, ενώ το ΑΤΑΔ είχε μόνο ένα τηλέφωνο! Υπήρχαν, όμως, ψυχή, πίστη, δύναμη και ανδρεία!»
«Η ζωή κυλούσε σε εντατικούς ρυθμούς, με έμφαση στην οργάνωση της Μοίρας και την εκπαίδευση του προσωπικού, μέσα, φυσικά, από τις αντιξοότητες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζαμε συχνά λόγω των ελλείψεων σε εξοπλισμό υποστήριξης.
Ημασταν πλέον στα μέσα Ιουλίου και η δύναμη των αεροσκαφών μας είχε φτάσει τα 16. Επιπλέον, το δεύτερο κλιμάκιο των επτά πληρωμάτων είχε επιστρέψει από τις ΗΠΑ και προς τα τέλη Ιουλίου αρχές Αυγούστου αναμενόταν να επιστρέψει και το τρίτο κλιμάκιο (οκτώ πληρώματα), οπότε θα ολοκληρωνόταν η επιστροφή όλης της δύναμης της Μοίρας.

Την 18η Ιουλίου 1974, περί ώρα 6 μ.μ., δέχθηκα στο γραφείο μου τηλεφώνημα από τον αρχηγό της Αεροπορίας Αλέξανδρο Παπανικολάου. Αφού απάντησα σε ορισμένες ερωτήσεις του σχετικά με την κατάσταση της Μοίρας και του προσωπικού γενικώς, με ενημερώνει ότι εντός ολίγου θα λάβω εντολή έναρξης της φόρτωσης των αεροσκαφών.
Πράγματι, έπειτα από λίγα λεπτά η εντολή εδόθη και αφορούσε την προετοιμασία τεσσάρων αεροσκαφών με εξοπλισμό σε ρόλο αναχαίτισης (βλήματα αέρος-αέρος) και η υπόλοιπη δύναμη σε ρόλο Δ/Β με βόμβες γενικής χρήσεως ΜΚ-82 των 500 λιβρών.
Λόγω των ελλείψεων σε διάφορους τομείς, η Μοίρα δεν είχε ενταχθεί ακόμη σε σχέδιο αμύνης της χώρας και δεν της είχαν ανατεθεί ενδεχόμενοι εχθρικοί στόχοι για προσβολή βάσει επιχειρησιακών σχεδίων. Αυτό, όμως, δεν είχε σημασία διότι στον πόλεμο συμμετέχουν όλοι με ό,τι μέσα έχουν και σε όποια κατάσταση τα έχουν!»
Να σημειωθεί ότι ακόμη και η φόρτωση των Φάντομ έγινε με πολύ αργούς ρυθμούς, αφού δεν υπήρχε η ανάλογη προπαίδευση. Για να φορτωθεί κάθε αεροσκάφος χρειάστηκαν 3 ώρες και 40 λεπτά. Πέντε μήνες αργότερα τα Φάντομ φορτώνονταν σε 23 λεπτά!

Το πρωί της 19ης Ιουλίου βρήκε και τα 16 αεροσκάφη της Μοίρας πλήρως εξοπλισμένα. Το βράδυ της 19ης Ιουλίου έφθασε εσπευσμένα από τις ΗΠΑ και το τρίτο κλιμάκιο (οκτώ πληρώματα) και τα Φάντομ διέθεταν πληρώματα έτοιμα για μάχη!
«Μέσα σ' αυτή την περίεργη κατάσταση έντασης, ελλείψεως και δυσκολιών, εκείνα που αναδείχθηκαν έντονα, και είναι άκρως συγκινητικό, ήταν το ηθικό και η πειθαρχία των ανδρών. Ολοι ήταν προσηλωμένοι στην αποστολή και στα καθήκοντά τους. Και γι' αυτή τους τη στάση, ως διοικητής τους, τους είμαι ιδιαίτερα υπερήφανος αλλά και ευγνώμων»...
Στη συνέχεια η Μοίρα ακολουθούσε τις εντολές του Κέντρου Επιχειρήσεων του ΑΤΑΔ ως προς τη διάταξη μάχης και την αραίωση των αεροσκαφών και, τελικά, το μεγαλύτερο μέρος της μεταστάθμευσε στο Ηράκλειο, όπου μετακινήθηκε και ο διοικητής της. Στην Ανδραβίδα παρέμεινε μόνο μια τετράδα Φάντομ με ανάλογο προσωπικό.
«Σε όλη τη διάρκεια παραμονής μας στο Ηράκλειο υπήρξε αυστηρή ετοιμότητα αλλά και πολλές μεταβολές καταστάσεων και αβεβαιότητα ως προς τις εξελίξεις αλλά και το τι γίνεται γενικώς».
«Δύο φορές δόθηκε εντολή για να πετάξουμε και δύο φορές ακυρώθηκε»
Τα Φάντομ, λοιπόν, δεν πέταξαν, παρότι οι πιλότοι βρίσκονταν δεμένοι στα κόπκιτ. Στην έκθεσή του δε προς τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή ο τότε αρχηγός της Πολεμικής Αεροπορίας Αλ. Παπανικολάου, τον Σεπτέμβριο του 1974, αναφέρει σχετικά με την καθήλωση των αεροσκαφών στο Ηράκλειο και τα εξής:
«Ο υποφαινόμενος, μεταξύ 11.00 και 12.00 ώρας, έδωσεν δις την διαταγήν απογειώσεως των αεροσκαφών, δις δε ηκύρωσεν ταύτην, κατόπιν εντολής του Προέδρου της Δημοκρατίας (σ.σ.: Φαίδων Γκιζίκης), όστις, ενημερούμενος εις εκάστην περίπτωσιν υπό του Στρατηγού Μπονάνου, δεν ενέκρινε την εκτέλεσίν της, εκτιμών ενδεχομένως την κατάστασιν βάσει πλειόνων στοιχείων. Τελικώς η Κυρήνεια κατέρρευσεν περί ώραν 14.00, ότε, συμφώνως προς την απόφασιν του Συμβουλίου Ασφαλείας, θα έδει να είχον καταπαύσει αι εχθροπραξίαι. Ως γνωστόν, οι Τούρκοι είχον θέσει ως ώραν καταπαύσεως του πυρός, από ιδικής των πλευράς, την 18.00».

Ποια ήταν, άραγε, εκείνα τα «πλείονα στοιχεία» βάσει των οποίων:
■ Δεν πέταξαν τα Φάντομ που θα καθήλωναν τους εισβολείς;
■ Ανεκλήθησαν τα δύο υποβρύχια που είχαν πλησιάσει την Κυρήνεια στα 90 ναυτικά μίλια και μπορούσαν να καταστρέψουν τα αποβατικά σκάφη των Τούρκων;
■ Δεν έφθασε από τον Πειραιά στην Κύπρο το επιβατηγό-οχηματαγωγό «Φαιστός» με 500 Κύπριους εθελοντές, αλλά κατέπλευσε τελικώς στη Ρόδο;

Επιτρέψτε μου να κλείσω αυτή την αναφορά σε ένα από τα μελανά σημεία της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας με τα λόγια ενός από τους πιλότους που δεν αφέθηκαν να λιανίσουν τον εχθρό.
«Γιατί δεν μας άφησαν να πολεμήσουμε; Γιατί δεν πετάξαμε στην Κύπρο; Γιατί μας καθήλωσαν στο έδαφος; Αυτό το βάρος φέρουμε ισοβίως όσοι θα συμμετείχαμε τότε στην αποστολή εκείνη, γιατί είχαμε τέτοια οργή, τέτοια αποφασιστικότητα και τέτοια όπλα, που θα την εκπληρώναμε στο ακέραιο, καταστρέφοντας ολοσχερώς όλη την αποβατική δύναμη, που ήταν ήδη καθηλωμένη στη βόρεια ακτή από τα λιανοντούφεκα των ανεπαρκώς εξοπλισμένων και ασυντόνιστων από το κέντρο, αλλά ηρωικών ελληνοκυπριακών δυνάμεων»...
H διαταγή αναδίπλωσης και η απογοήτευση
«Κάποια στιγμή λάβαμε εντολή αναδίπλωσης της Μοίρας στην έδρα της στην Ανδραβίδα! Επιστρέψαμε, δυστυχώς, σκεπτικοί και προβληματισμένοι, διότι η παρουσία μας δεν είχε τελικά κανένα αποτέλεσμα στις τότε κρίσιμες καταστάσεις.
Προσωπικά, θέλω να πιστεύω ότι, εάν γινόταν εγκαίρως η προγραμματισμένη και συντονισμένη αποδέσμευση των 12 F-84F και μίας δικής μας τετράδας F-4F για κάλυψη, κατά τις κρίσιμες ημέρες της απόβασης στην Κυρήνεια, που στην πραγματικότητα επρόκειτο για ‟αποβίβαση, τότε το αποτέλεσμα και οι εξελίξεις, πάντα κατά τη γνώμη μου, θα ήταν διαφορετικά...

Τελικά, δεν γνωρίζω πότε θα απαντηθεί το ερώτημα: Γιατί δεν εφαρμόσθηκαν τα τότε υφιστάμενα σχέδια; Σίγουρα ένα είναι βέβαιο. Η ευθύνη της απάντησης δεν ανήκει στην Πολεμική Αεροπορία. Η Πολεμική μας Αεροπορία ήταν εξοπλισμένη, αποφασισμένη και είχε σε ετοιμότητα το 100% της δυνάμεώς της. Συνεπώς η απάντηση σε αυτό το κρίσιμο αλλά και ιστορικό ερώτημα αποτελεί ευθύνη άλλων κλιμακίων εξουσίας και λήψεως αποφάσεων, υψηλότερων από εκείνο της Πολεμικής Αεροπορίας!»
πηγή:http://www.dimokratianews.gr/content/76674/emeis-eihame-apogeiothei-o-attilas-den-tha-ypirhe