Η κυβέρνηση θα "ανέβει" στη ΔΕΘ το επόμενο Σαββατοκύριακο, αλλά ένα μέρος της σκέψης της θα βρίσκεται στις δύο επόμενες αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας που θα γίνουν μέσα στο επόμενο δεκαπενθήμερο.
Η πρώτη αφορά την αξιολόγηση από τον καναδικό οίκο DBRS που έχει προγραμματιστεί για τις 6 Σεπτεμβρίου, μία μέρα πριν την ομιλία και τις εξαγγελίες του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη από το βήμα της ΔΕΘ. Γι’ αυτό και το στίγμα που θα δώσει ο καναδικός οίκος θεωρείται ιδιαίτερης αξίας, όχι μόνο για την ελληνική οικονομία αλλά γενικότερα για το πολιτικό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί το επόμενο Σαββατοκύριακο.
Η δεύτερη αφορά την αξιολόγηση από τον οίκο Moody’s, η οποία θα είναι ακόμη μεγαλύτερης κρισιμότητας, καθώς ο αμερικανικός οίκος είναι ο μόνος που έως τώρα δεν έχει δώσει στη χώρα μας την επενδυτική βαθμίδα.
Αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου θα ακολουθήσει η αξιολόγηση από τον οίκο Standard & Poor’s o οποίος ήδη έχει αναβαθμίσει τις προοπτικές της οικονομίας από σταθερές σε θετικές, διατηρώντας το ελληνικό αξιόχρεο στην επενδυτική βαθμίδα.
Ο οίκος Fitch θα αξιολογήσει την ελληνική οικονομία στις 22 Νοεμβρίου. Στην τελευταία αξιολόγησή του, τον Ιούνιο, είχε διατηρήσει σταθερές τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και το αξιόχρεο στην ελάχιστη επενδυτική βαθμίδα.
Ο νέος κύκλος της πιστοληπτικής αξιολόγησης της οικονομίας θα ολοκληρωθεί στις20 Δεκεμβρίου από τον γερμανικό οίκο SCOPE.
Η Κυβέρνηση προσδοκά ότι από το νέο αυτόν γύρο αξιολογήσεων θα ενισχυθεί περαιτέρω η εικόνα της Ελλάδας στις αγορές, δεδομένου μάλιστα, ότι από το βήμα της ΔΕΘ ο Πρωθυπουργός, παρά τις εξαγγελίες για τη συνέχιση της πολιτικής μείωσης των φόρων, θα στείλει μήνυμα διατήρησης της πολιτικής δημοσιονομικής πειθαρχίας και των δεσμεύσεων που απορρέουν για τη χώρα από τους νέους κανόνες της ΕΕ. Αυτό αφορά την συνέχιση της πολιτικής πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2,1% του ΑΕΠ που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο για τα επόμενα χρόνια, όπως και την τήρηση του ορίου 3% στην αύξηση των δαπανών για το 2025.
Σε ότι αφορά τις επισημάνσεις που αναμένονται από τους ξένους οίκους είναι ενδεικτικές αυτές που περιείχε η τελευταία έκθεση αξιολόγησης τον Ιούνιο από τον οίκο Fitch. Σε αυτήν αναφέρεται μεταξύ άλλων:
Δυνατότητες και κίνδυνοι
-Η αξιολόγηση της Ελλάδας αντικατοπτρίζει τα επίπεδα του κατά κεφαλήν εισοδήματος και τους δείκτες διακυβέρνησης, που βρίσκονται πολύ πάνω από τον διάμεσο των χωρών που αξιολογούνται στη βαθμίδα "BBB", καθώς και την αξιοπιστία πολιτικής που υποστηρίζεται από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη. Αυτά τα δυνατά σημεία αντιρροπίζονται από τις "κληρονομιές" της κρίσης δημόσιου χρέους, οι οποίες περιλαμβάνουν μεγάλα αποθέματα δημόσιου και εξωτερικού χρέους, καθώς και υψηλή - αν και μειούμενη - ανεργία, χαμηλή μεσοπρόθεσμη δυναμική ανάπτυξης και ορισμένες επίμονες ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα.
Έσοδα
- Είναι ορατή μια ισχυρή δέσμευση για δημοσιονομική σύνεση, με τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά σχέδια της κυβέρνησης να υποστηρίζονται από τις συντηρητικές εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου της Ελλάδας για τα έσοδα, τη στιγμή που οι αρχές προχωρούν σε φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις για την αύξησή τους (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της φοροδιαφυγής μεταξύ των αυτοαπασχολούμενων και της προώθησης των ηλεκτρονικών συναλλαγών). Η επιτυχής αύξηση των εσόδων θα μπορούσε να δημιουργήσει κάποιο δημοσιονομικό χώρο, αν και το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θέτει ορισμένα όρια στις πρόσθετες δαπάνες.
Δημόσιο χρέος
- Ο συνδυασμός ισχυρών δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, σταθερού κόστους τόκων και μέτριας ονομαστικής ανάπτυξης θα συνεχίσει να οδηγεί τον δείκτη δημόσιου χρέους/ΑΕΠ χαμηλότερα, στο 147,3% το 2025 (από 161,9% το 2023) και κάτω από το 140% το 2028. Αυτό θα αποτελούσε μια ουσιαστική προσαρμογή (ο λόγος είχε φτάσει στο 207% το 2020), ωστόσο θα εξακολουθούσε να αφήνει το χρέος πολύ πάνω από το μέσο όρο των χωρών με πιστοληπτική αξιολόγηση "BBB" (55%) και εκείνων της ευρωζώνης (89,9%).
Υποχρεώσεις
-Υπάρχει κάποια αβεβαιότητα δεδομένων ορισμένων κληρονομημένων από το παρελθόν ζητημάτων, αν και δεν θα επηρεάσουν αρνητικά τη βελτιούμενη απόδοση της Ελλάδας στη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών της. Οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις είναι περίπου 29 δισεκατομμύρια ευρώ (12% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένων 17 δισεκατομμυρίων ευρώ των εγγυήσεων του "Ηρακλή"), ενώ μια πιθανή απόφαση της Eurostat το επόμενο έτος να αναταξινομήσει τους αναβαλλόμενους τόκους των δανείων του EFSF θα μπορούσε να προσθέσει 12 δισεκατομμύρια ευρώ (5,6%) στο απόθεμα χρέους της Ελλάδας. Αυτό δεν πρόκειται να επηρεάσει τις ακαθάριστες απαιτήσεις χρηματοδότησης ή τις προσδοκίες για συνεχιζόμενη απομόχλευση του δημόσιου χρέους.
Ανάπτυξη
- Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ θα επιταχυνθεί στο 2,3% το 2024 και στο 2,4% το 2025 (από 2% το 2023), πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (1,1%), βοηθώντας τη χώρα να επιτύχει κάποια σύγκλιση με τα εισοδήματα των προηγμένων χωρών της ζώνης του ευρώ. Η οικονομική ανάπτυξη θα λάβει ώθηση από τις αυξήσεις των πραγματικών μισθών, τη συνεχή αύξηση της απασχόλησης και τις σταθερές επενδύσεις. Αναμένεται ότι οι επενδύσεις που σχετίζονται με το Ταμείο Ανάκαμψης θα επιταχυνθούν, με την απορρόφηση των επιχορηγήσεων να κορυφώνεται στο 3% του ΑΕΠ το 2026, από 1% το 2023, με θετικές επιπτώσεις στις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση.
Τράπεζες
-Οι ελληνικές τράπεζες έχουν διατηρήσει υψηλή ρευστότητα και ισχυρή κερδοφορία, υποστηριζόμενες από τα υψηλότερα επιτόκια στην ευρωζώνη, την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης και την εκκαθάριση του ισολογισμού τους, σημειώνει ο αμερικανικός οίκος. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαίων τους αυξήθηκε στο 18,8% στο τέλος του 2023, λίγο χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης (19,7%). Ο δείκτης των ενοποιημένων μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) μειώθηκε περαιτέρω στο 6,2% στο τέλος του 2023 (από 8,7% στο τέλος του 2022) και αναμένεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω το 2024-2025 λόγω ενός συνδυασμού οργανικών ενεργειών και μικρών πωλήσεων χαρτοφυλακίων.
Ισοζύγιο
- Οι χαμηλότερες τιμές των βασικών εμπορευμάτων και η ισχυρή αύξηση των εξαγωγών υπηρεσιών συνέβαλαν σε ταχεία μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2023, αν και, στο 6,3% του ΑΕΠ, παραμένει μεταξύ των υψηλότερων στην ευρωζώνη. Αναμένεται μια πιο σταδιακή μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2024-2025, εν μέρει λόγω της προβλεπόμενης ανάκαμψης της εξωτερικής ζήτησης για αγαθά και των συνεχιζόμενων ισχυρών επιδόσεων του τουρισμού (τα έσοδα κατέγραψαν ρεκόρ 18 δισ. ευρώ το 2023).
πηγή: https://www.capital.gr/oikonomia/3857004/duo-krisimes-axiologiseis-tis-oikonomias-apo-tous-xenous-oikous-ton-septembrio-ti-perimenei-to-upourgeio-oikonomikon/