Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2024

Ο μακελάρης των Ελλήνων του Πόντου - Γιατί τον εκτέλεσε ο Κεμάλ!


Βασίλης Βασιλειάδης

Ο Τοπάλ Οσμάν υπήρξε απηνής διώκτης των Ποντίων Ελλήνων κατά την τελευταία δεκαετία του βίου τους στον γενέθλιο τόπο (1914-1924), αρχηγός σώματος ατάκτων Τούρκων μαχητών (Τσέτες), με έδρα και ορμητήριο την Κερασούντα. Φανατικά πιστός μέχρι τέλους στον αρχηγό του, Κεμάλ, εκτελέστηκε κατ’ εντολήν του ιδίου, τιμωρούμενος παραδειγματικά για την απαγωγή, τον βασανισμό και τη δολοφονία ενός αντιπολιτευόμενου βουλευτή· (κατέληξε) θύμα στο πολιτικό παιχνίδι του αρχηγού του κατά τα μεταπολεμικά χρόνια στερέωσης της κεμαλικής δημοκρατίας στην Τουρκία.

Στην εθνική αφήγηση των γειτόνων ο Οσμάν τιμάται ως ένας από τους αγωνιστές απελευθέρωσης της Τουρκίας, ενώ για τους Ελληνες του Πόντου, αλλά και τους άλλους μειονοτικούς πληθυσμούς της περιοχής, ο Οσμάν υπήρξε βάναυσος πρωταγωνιστής στη δίωξη και στον αφανισμό τους. Το 1962, στην επέτειο των σαράντα χρόνων από τον πόλεμο του 1922, ο δημοσιογράφος, Πόντιος πρόσφυγας πρώτης γενιάς, Γιώργος Λαμψίδης επιλέγει τη σκληρή προσωπικότητα του Οσμάν και τη δράση του για να συγκροτήσει με άξονα αυτόν μια αφήγηση για τα πάθη των συμπατριωτών του δημοσιευμένη σε συνέχειες στην εφημερίδα «Ελεύθερος Λαός» της Θεσσαλονίκης.

Η σειρά των αφηγήσεων αυτών, στηριγμένη σε έρευνα και μελέτη των ιστορικών πηγών και των μαρτυρικών καταθέσεων που εμπεριείχαν, εκδόθηκε αυτοτελώς σε δύο τόμους (Α΄ τόμος, 1963· Β΄ τόμος, 1967). Το έργο γνώρισε αναγνωστική επιτυχία: ακολούθησαν τέσσερις εκδόσεις (σε έναν τόμο, όλες από τις εκδόσεις Αφοί Κυριακίδη της Θεσσαλονίκης), εδώ και χρόνια εξαντλημένες.

Πρόσφατα (αρχές του 2020) κυκλοφόρησε η αναθεωρημένη έκδοση του έργου από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Η νέα έκδοση, σε επιμέλεια της κόρης του συγγραφέα, επίσης δημοσιογράφου, Ουρανίας Λαμψίδου, συμπυκνώνει το αρχικό σώμα της πρώτης έκδοσης σε περίπου το ένα τρίτο. Παράλληλα, η επιμελήτρια εμβάλλει στο κείμενο (με τη μορφή σχολίων και επισημάνσεων αδιαχώριστων από την κυρίως ή αρχική αφήγηση) μια σύγχρονη ματιά που επικαιροποιεί την εξιστόρηση επειδή την εντάσσει στο σημερινό πλαίσιο θεώρησης του παρελθόντος γύρω από το εμβληματικό 1922.

Η αφήγηση αναπλαισιώνεται με την ψύχραιμη κριτική ματιά που δίνει η σημερινή απόσταση των εκατό χρόνων, εμπλουτίζεται με τη γνώση, πολιτική και ιστορική, των (συλλογικών και ατομικών) εμπειριών και της επιστημονικής έρευνας που έχουμε στο μεταξύ αποκομίσει, προβληματίζεται σε σχέση με συγχρονικά μας φαινόμενα που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως παρόμοια ή συγγενικά με το δράμα του ποντιακού ελληνισμού τότε (αδιάκοπες προσφυγικές ροές, νέες μορφές προσβολής μειονοτικών πληθυσμών, ιδεολογική επένδυση της ακραίας βίας κ.λπ.).

Το ενδιαφέρον είναι ότι το νέο κείμενο που προκύπτει από την πρόσμειξη αυτή σέβεται την αρχική ιστόρηση της πρώτης έκδοσης, η οποία στερεώθηκε σε εμβριθή έρευνα και οργανώθηκε με γερά εφόδια ιστορικής γνώσης. Ετσι, διαμορφώνεται μια ενιαία αφήγηση στην οποία συμβαίνει η παράδοξη ή ασυνήθιστη (και πάντως άκρως ενδιαφέρουσα) στρωμάτωση δύο διαφορετικών αφηγήσεων, μιας μνημονικής αφήγησης – μαρτυρίας της αρχικής έκδοσης και μιας περισσότερο αναστοχαστικής αφήγησης της πρόσφατης αναθεωρημένης έκδοσης. Η πρώτη έβρισκε ανταπόκριση σε ποικίλα αιτήματα (γνώσης, ανάμνησης, παραμυθίας κ.λπ.) του πρόσφυγα αναγνώστη πρώτης γενιάς (και κατόπιν της επίγονης, δεύτερης γενιάς). Η δεύτερη απευθύνεται στον σύγχρονο αναγνώστη που ενδιαφέρεται για την επίγνωση, τον στοχασμό, την αυτοσυνειδησία όντας πλέον σε σημαίνουσα απόσταση τριών γενεών και μέσα σε μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή και παγκόσμια οπτική θέασης.

Οι στρωματώσεις αυτές, μιας «μνημονικής αφήγησης» που υπηρετεί καίρια τη θεσμική, τη συλλογική και την ατομική μας μνήμη, ιστορούν ταυτόχρονα τη διαδρομή που έχει συντελεστεί: μια «ιστορία της ιστορικής μας ματιάς» πάνω στη δήωση του ποντιακού ελληνισμού όπως μεταβάλλεται ανά εποχή. Ετσι, οι «ιστορίες μιας γενοκτονίας», κατά τον υπότιτλο του βιβλίου, μεταβάλλονται σε ιστορίες αναστοχασμού, ατομικού και συλλογικού, για τον σημερινό αναγνώστη. Η έκδοση του αναθεωρημένου «Τοπάλ Οσμάν» στις αρχές του 2020 στάθηκε εισαγωγική στην (αναμενόμενη) έναρξη της τρέχουσας περιόδου ακμής, ερευνητικής, συγγραφικής και εκδοτικής, περί των γεγονότων του 1922. Τώρα που βρισκόμαστε στο χρονικό σημείο της επετειακής κορύφωσης, η στοχαστική ματιά της αναδιήγησης του «Τοπάλ Οσμάν» μπορεί να εκκινήσει έναν προσωπικό μας προβληματισμό πάνω στο παρελθόν της αφήγησης και το παρόν της ανάγνωσής μας. Όχι από χρέος· από ανάγκη.

* Ο κ. Βασίλης Βασιλειάδης είναι επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας ΑΠΘ