Λοχίας βρήκε την μάνα του Φλωράκη κρυμμένη σε φυλλωσιές στο τέλος του συμμοριτοπόλεμου το 1949 και της έδειξε το δρόμο να πάει να βρει τους δικούς της στην Αλβανία
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Από τότε που τελείωσε ο συμμοριτοπόλεμος πόλεμος -σαν σήμερα- πέρασαν 75 ολόκληρα χρόνια και το πελώριο ΓΙΑΤΙ που προβάλλει γι’ αυτό το τραγικό για το έθνος αιματοκύλισμα εξακολουθεί να μένει αναπάντητο. Δεν ήταν μόνο λάθος αλλά και κατάρα. Το ποιος έφταιγε, ποιος σκότωσε ποιος εγκλημάτησε, καταγράφηκε από την ιστορία. Σήμερα θα φωτίσουμε μια άλλη πτυχή. Θα αποκαλύψω μια πράξη του πατέρα μου στον συμμοριτοπόλεμο, που πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του. Φωτίζουμε μια πράξη που ενώνει και δεν διχάζει.
Ο Κώστης Κοντογιαννίδης –ο αείμνηστος πατέρας μου- από τα Κομνηνά Ξάνθης, Λοχίας του 513 Τάγματος Πεζικού το 1949, ήταν από τους στρατευμένους εκείνους που άκουσε να πέφτουν οι τελευταίες σφαίρες και οβίδες στην ελληνοαλβανική μεθόριο και συνέβη ένα γεγονός που έμεινε χαραγμένο βαθιά στη μνήμη του. Διηγείτο:
«Από το Κερασοχώρι, κυνηγημένοι οι αντάρτες από τον στρατό που εφάρμοζε την «Επιχείρηση Πυρσός 3», μετά το κλείσιμο των γιουγκοσλαβικών συνόρων από τον Τίτο, εγκατέλειψαν το ελληνικό έδαφος και μπήκαν στην Αλβανία μαζί με άλλους που τους ακολουθούσαν κι έτσι ουσιαστικά τελείωσε ο συμμοριτοπόλεμος.
»Φτάσαμε κι εμείς εκεί, χωρίς να περάσουμε τα σύνορα. Στο κοντινό δασάκι, μέσα στις φυλλωσιές, άκουσα θορύβους. Πήγα -ως Λοχίας επικεφαλής διμοιρίας- και βρήκα μια γριούλα γύρω στα 65, ταλαιπωρημένη, γεμάτη ψείρες, νηστική και διψασμένη… “Δεν μπορώ” μου είπε. “Μη με σκοτώσεις!..”. Την καθησύχασα. “Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξει κανείς”, της είπα και τη ρωτούσα ποια είναι και τι θέλει. Στην αρχή δεν μου απαντούσε. Όταν τη ρώτησα αν θέλει νερό, κούνησε το κεφάλι της. Της έδωσα το παγούρι μου και το ήπιε όλο… “Οι άλλοι έφυγαν πέρα, εμένα δεν άντεξαν τα πόδια μου…”, είπε. Τη ρώτησα “ποια είσαι;”. “Είμαι η μάνα του Γιώτη”, απάντησε. “Ποιανού Γιώτη” ξαναρώτησα. “Ο γιος μου είναι καπετάνιος στον Δημοκρατικό Στρατό, τον λέν’ Χαρίλαο Φλωράκη… Πρέπει να’ ναι πέρα” και μου ’δειξε την Αλβανία…» Γύρισε, με κοίταξε με ικετευτικό βλέμμα και με ρώτησε: “Τι θα με κάνετε;”. Την κοίταξα, ήταν σε άθλια κατάσταση. “Πού θέλεις να πας”, της είπα. “Από εδώ ή από εκεί;”. “Σιαπέρα που πήγαν κι οι δικοί μ”, είπε. Την βοήθησα να βγει από τις φυλλωσιές. Στο πρόσωπό της είδα τη μάνα μου που έχασα μικρός στον Πόντο, όταν την εκτέλεσαν μπροστά μου οι Τσέτες του Μουσαφά Κεμάλ… Την κατέβασα στο μονοπάτι λέγοντας: “Από εδώ πήγανε οι δικοί σου, τράβα και θα τους βρεις. Πήγαινε στην ευχή της Παναγίας”. Με κοίταξε επίμονα, κούνησε το κεφάλι, μου ’πιασε το χέρι και είπε “ευχαριστώ, παιδί μου, να έχεις την ευχή μου” και έφυγε…».
Στην μονάδα, κάποιος στρατιώτης συζητούσε με συναδέλφους του το περιστατικό με τη γριούλα και το άκουσε ένας Ανθυπολοχαγός, που έβγαλε στην αναφορά τον πατέρα μου για να απολογηθεί. Ο πατέρας μου πλησίαζε τότε τα 30, με δύο παιδιά, ήταν γεμάτος θυμό, καθώς περίμενε να απολυθεί με τη λήξη του πολέμου. Πολέμησε στην Εθνική Αντίσταση, δεινοπάθησε ως ντουρντουβάκι στα κάτεργα στη Βουλγαρία και στρατιώτης κατόπιν 47 μήνες, μπαρουτοκαπνισμένος, δεν μπορούσε να ανεχθεί παρατηρήσεις από έναν νεότερό του χωρίς μεγάλες προσφορές στην πατρίδα.
Πήγε στην αναφορά και γεμάτος θυμό, υπερασπίστηκε την πράξη του: «Πολεμάμε άνδρες κι όχι γριούλες», είπε στον Συνταγματάρχη διοικητή του. «Στο πρόσωπό της είδα τη μάνα μου που οι Τούρκοι την εκτέλεσαν μπροστά στα μάτια μου γιατί δεν ήθελε να καταδώσει τον πατέρα μου που ήθελαν να τον πάρουν στα “τάγματα εργασίας”, από τα οποία δεν θα γύριζε ποτέ. Έκανα αυτό που μου έλεγε η συνείδησή μου…». Ο Διοικητής τον συνεχάρη. «Η πράξη σου είναι πράξη ανθρωπιάς», του είπε.
Την αφήγηση του πατέρα μου είχα καταγράψει στην κάμερα κι όταν έμαθα γύρω στο 2002 ότι ο Φλωράκης θα παραστεί στην παρουσίαση βιβλίου του στην παλαιά Βουλή, την πήρα μαζί μου. Τον πλησίασα πριν αρχίσει η εκδήλωση και του έδειξα σε μια γωνιά τα όσα είπε ο πατέρας μου για τη μάνα του. Λοξοκοιτώντας έβλεπα από τα μάτια του, καθώς παρακολουθούσε με προσοχή, να κυλούν δάκρυα χωρίς να τα σκουπίζει… Μόλις τελείωσε το μικρό βίντεο, σκουπίζοντας τα δάκρυά του γύρισε και με κοίταξε στα μάτια.
«Ζει ο πατέρας σου;» με ρώτησε. Ναι, του απάντησα. «Να τον φιλήσεις εκ μέρους μου. Το περιστατικό μου το είχε διηγηθεί η μάνα μου όταν δικαζόμουν στο δικαστήριο!..». Σφουγγίζοντας τα δάκρυά του μπήκε στην αίθουσα της εκδήλωσης…
πηγή:https://www.enikos.gr/arthra/megali-praxi-anthropismou-ston-emfylio/2226056/