Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

Αιματοβαμμένη περίοδος1946 μέχρι και 1949 - 7 Μαρτίου 1948 το ΚΚΕ ξεκινάει το παιδομάζωμα ηλικίας 5 έως 13 ετών



Στις 7 Μαρτίου 1948 η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της για την αποστολή παιδιών στις ανατολικές χώρες. Η οργάνωση των αποστολών είχε ξεκινήσει αρκετές εβδομάδες νωρίτερα μετά από απόφαση του ΚΚΕ. Σύμφωνα με την κομματική εφημερίδα «Εξόρμηση», «από τα μέσα Φλεβάρη ώς στις 5 του Μάρτη από 59 χωριά οι γονείς έδωσαν 4.784 παιδιά». Συνολικά αρκετές χιλιάδες παιδιά ηλικίας 5 – 13 ετών (20 – 25.000, ανάλογα με τις πηγές) μετακινήθηκαν το 1948 – 1949 από τον Δημοκρατικό Στρατό στις Λαϊκές Δημοκρατίες.

Η μετακίνηση εκτός Ελλάδας χιλιάδων παιδιών ενείχε έναν ισχυρό συμβολισμό, προβλέψιμα αξιοποιήσιμο από την ελληνική κυβέρνηση που προσέφυγε σε διεθνείς οργανισμούς καταγγέλλοντας το ΚΚΕ για την επιλογή του αυτή. Αναμφισβήτητα, στον πόλεμο της προπαγάνδας τα παιδιά αποτέλεσαν ιδιαιτέρως χρήσιμα εργαλεία. Απέναντι στην εμφανώς πολεμική προπαγάνδα των αντιπάλων του πως επρόκειτο για πράξη γενοκτονίας και γενιτσαρισμού, το ΚΚΕ αντέτεινε πως στόχος της επιχείρησης υπήρξε η σωτηρία των παιδιών από τα δεινά του πολέμου και πως οι γονείς έδωσαν τα παιδιά τους εθελοντικά. Την άποψη αυτή έχουν αναπαραγάγει αργότερα αρκετά στελέχη του ΔΣΕ που έγραψαν μαρτυρίες και απομνημονεύματα. Επρόκειτο για αμυντική στάση έναντι των καταγγελιών της κυβέρνησης της Αθήνας που υποστήριζε αντίθετα πως τα παιδιά «απήχθησαν βιαίως» με σκοπό τον αφελληνισμό τους.

Στην πραγματικότητα, πάντως, το ΚΚΕ αποφάσισε να μετακινήσει τα παιδιά εξαιτίας της δυσμενούς γι’ αυτό εξέλιξης της εμφύλιας σύρραξης και του προβλήματος των εφεδρειών που αντιμετώπιζε, παρά για ανθρωπιστικούς λόγους. Η απόφαση της μετακίνησης των παιδιών στηρίχθηκε, λοιπόν, πάνω σε στρατιωτική λογική και όχι σε ανθρωπιστική ανάγκη.

Υποχρεωτική στρατολογία γυναικών και εφήβων

Ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε σοβαρότατο πρόβλημα προσέλευσης μαχητών. Οπως έγραφε ο ίδιος ο Μάρκος Βαφειάδης, η εθελοντική κατάταξη στον ΔΣΕ δεν αποτελούσε ούτε το 10% των νεοεισερχομένων στο αντάρτικο το 1947. Από ένα σημείο και μετά, όμως, οι αντάρτες δεν έβρισκαν άνδρες και εφήβους στα χωριά να στρατολογήσουν και έπαιρναν με το ζόρι ακόμη και γυναίκες και έφηβες. Με την πάροδο του χρόνου ο αριθμός των γυναικών ανταρτισσών αυξήθηκε δραματικά. Την άνοιξη του 1949 οι γυναίκες αποτελούσαν το 30% των μάχιμων και το 70% των βοηθητικών στις μονάδες του ΔΣΕ. Ομως, η υποχρεωτική στρατολογία δεν μπορούσε να έχει την κανονικότητα του επίσημου κράτους. Μια τέτοια κανονικότητα θα σήμαινε στράτευση με βάση ηλικιακές σειρές, φροντίδα για κάποιες ειδικές κατηγορίες του πληθυσμού κ.ά. Αντίθετα, η στρατολογία στον ΔΣΕ ήταν άτακτη χρονικά και γεωγραφικά και βασιζόταν κυρίως στις ξαφνικές βραδινές εισβολές των ανταρτών σε χωριά και κωμοπόλεις ή στις ενέδρες που έστηναν σε τόπους παζαριών των χωρικών. Μπαίνοντας σε κατοικημένες περιοχές οι στρατολόγοι του ΔΣΕ εισέβαλλαν στα σπίτια των κατοίκων αναζητώντας ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Ο παρακάτω κατάλογος οδηγιών προς στρατολογητές είναι χαρακτηριστικός:

«1. Να ψάχνουμε καλά μία μία γωνιές, κάμαρες, αποθήκες, αποχωρητήρια, κρυψώνες, καταφύγια. 

2. Να μην ξεγελιώμαστε από κεράσματα και ξεχνάμε το καθήκον της στρατολογίας δίνοντας καιρό να κρύψουν τα παιδιά τους. 

3. Να χρησιμοποιούμε πονηρίες π.χ. θα γκρεμίσουμε το σπίτι γιατί είναι ανάγκη για τη μάχη. 

4. Η στρατολογία θα γίνεται θαρρετά κατά τη διάρκεια της μάχης. 

5. Να προετοιμασθούμε ποιες μαχήτριες θα δώσουμε για συνεργεία στρατολογίας. 

6. Να τους προετοιμάσουμε τι να πουν στις μάνες όταν κλαίνε για να τους δώσουν τα κορίτσια τους μ’ εμπιστοσύνη. 

7. Να μην κάνουμε πλιάτσικο. 8. Να είμαστε χτενισμένες, πλυμένες, περιποιημένες όταν πάμε για στρατολογία».

Η απόφαση του «παιδομαζώματος», λοιπόν, ελήφθη, προκειμένου οι γονείς των παιδιών και ιδιαίτερα οι μάνες να μπορούν να πολεμήσουν απρόσκοπτα και με μειωμένο τον κίνδυνο λιποταξίας. Ηταν ένα είδος ομηρίας, η πιο σίγουρη λύση ώστε ο ΔΣΕ να διασφαλίσει την αφοσίωση των ανταρτών του. Σε αυτό συνηγορούν και τα στοιχεία που δείχνουν πως πολλά από τα παιδιά είχαν γονείς ή αδέλφια στο αντάρτικο. Ετσι, με τα παιδιά «μέσα» οι γονείς δεν μπορούσαν να λιποτακτήσουν και να φύγουν εκτός περιοχών που ήλεγχε το αντάρτικο.

Επιπλέον, ο εθελοντικός χαρακτήρας αυτής της μετακίνησης υπήρξε περιορισμένος χρονικά. Ο ΔΣΕ επέτρεψε την εθελοντική μετακίνηση των παιδιών μόνο σε πρώτη φάση. Στη συνέχεια, από τα μέσα του 1948, πιθανότατα επειδή δεν υπήρξε η απαραίτητη ανταπόκριση, οι γονείς υποχρεώθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους. Η διάσημη προσωπική ιστορία της Ελένης Γκατζογιάννη στον Λια δεν είναι παρά μία από τις πολλές τραγωδίες του «παιδομαζώματος».

Πολλά παιδιά χάθηκαν κατά τη μεταφορά

Η μετακίνηση των παιδιών προς τις Λαϊκές Δημοκρατίες δεν υπήρξε χωρίς προβλήματα. Η μεταφορά τους, μέσα από τους ορεινούς όγκους της Βόρειας Ελλάδας, ενείχε μεγάλους κινδύνους για τη σωματική ακεραιότητα των παιδιών. Παρά τις εκκλήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ προς τις σοσιαλιστικές χώρες για άμεση βοήθεια και την ανταπόκριση αυτών, χιλιάδες παιδιά υπέφεραν από την πείνα, το κρύο και τις ατελείωτες πορείες. Μαρτυρίες αναφέρουν πως σημαντικός αριθμός παιδιών πέθανε ή χάθηκε στον δρόμο.

Το θέμα του «παιδομαζώματος» συνδέεται άμεσα με το ζήτημα των ανήλικων μαχητών του ΔΣΕ. Ο κόσμος των ανήλικων ανταρτών παραμένει σχεδόν ανεξερεύνητος. Για τη στρατολόγηση και την πολεμική δράση τους βρίσκει κανείς σκόρπιες πληροφορίες. Από τα στοιχεία, πάντως, που διαθέτουμε υπολογίζουμε πως το 1949 ένας στους πέντε μαχητές του ΔΣΕ ήταν σίγουρα 18 ετών και κάτω.

Στον κομματικό Τύπο το θέμα παρουσιαζόταν ωραιοποιημένα. Αρθρα όπως αυτό για την 15χρονη Αλίκη που υπηρετούσε στην Πολιτοφυλακή «και η επιμονή της για τη δουλειά έχει κάνει σ’ όλους εντύπωση» φρόντιζαν να εξιδανικεύουν την κατάσταση. Αναφορές στελεχών μιλούσαν για 15χρονα «παιδιά του Κόμματος» που είχαν μπει στον αγώνα και είχαν καιρό να δουν την οικογένειά τους. Ομως περισσότερο από ρομαντισμό η κατάσταση αποκάλυπτε μια ωμή στρατιωτική επιλογή.

Κάτω των 14 ετών

Σε στρατόπεδα της Ανατολικής Ευρώπης συγκεντρώθηκαν παιδιά και έφηβοι προκειμένου να εκπαιδευτούν και να αποσταλούν στα μέτωπα του Γράμμου και του Βίτσι. Η απόφαση αυτή, που αναμφίβολα ήταν από τις πλέον σκληρές του πολέμου, πάρθηκε από την ηγεσία του ΚΚΕ σε πλήρη γνώση των Λαϊκών Δημοκρατιών που οργάνωσαν τα στρατόπεδα αυτά. Από τα αρχεία του ΚΚΕ μαθαίνουμε πως στη Βουλγαρία, στις αρχές του 1949, ο κομματικός υπεύθυνος διάλεξε 88 από τα 400 αγόρια του στρατοπέδου προκειμένου να τα στείλει στο βουνό να πολεμήσουν. Τα περισσότερα από τα παιδιά που εστάλησαν ήταν κάτω των 14 ετών. Ηταν τόσο καχεκτικά ώστε προκλήθηκε η αντίδραση ακόμη και της κομματικής ηγεσίας, η οποία εκτός του ότι έκρινε τα παιδιά ακατάλληλα να πολεμήσουν θεώρησε πως «ο ερχομός τους μας δημιουργεί μεγάλα ζητήματα». Στην Τσεχοσλοβακία εκατοντάδες Ελληνες έφηβοι ηλικίας 16 έως 18 ετών συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδο της Μπρατισλάβα την άνοιξη του 1949 προκειμένου να σταλούν στην Ελλάδα. Το σχέδιο τελικά δεν υλοποιήθηκε «λόγω των εξελίξεων στη Γιουγκοσλαβία». Εντέλει, από γιουγκοσλαβικές και πολωνικές πηγές υπολογίζεται πως περίπου 2.000 παιδιά στάλθηκαν στα μέτωπα του εμφυλίου εκπαιδευμένα σε αυτά τα στρατόπεδα.

Αγνωστος ο συνολικός αριθμός των θυμάτων

Πόσα από τα παιδιά αυτά σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν ή συνελήφθησαν με το όπλο στο χέρι και στάλθηκαν φυλακή ή εξορία δεν γνωρίζουμε. Επίσης δεν γνωρίζουμε πόσα από τα μεταφερόμενα στις ανατολικές χώρες παιδιά χάθηκαν στον δρόμο, πεθαίνοντας από τις κακουχίες, το κρύο ή τους βομβαρδισμούς. Από γραπτές μαρτυρίες γνωρίζουμε πως πολέμησαν και σκοτώθηκαν μικρά παιδιά στο βουνό, ενώ άλλα τα έπιασε ο στρατός με το όπλο στο χέρι.

Στα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού έχει εντοπιστεί πως υπήρχε ένας αξιομνημόνευτος αριθμός κρατουμένων ανηλίκων σε στρατόπεδα και φυλακές. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ένας αριθμός από αυτούς τους ανήλικους κρατουμένους είχαν συλληφθεί ως αντάρτες.

Στις Λαϊκές Δημοκρατίες πολλά από τα παιδιά του «παιδομαζώματος» αντιμετωπίστηκαν με στοργή και αξιοπρέπεια. Μορφώθηκαν και ενσωματώθηκαν στις κοινωνίες υποδοχής χωρίς να χάσουν την ελληνική τους ταυτότητα. Αρκετά επούλωσαν τα τραύματά τους και θυμούνται τις παιδικές τους στιγμές στους παιδικούς σταθμούς με νοσταλγία. Ομως αυτό είναι πραγματικά μια άλλη ιστορία.

Remaining Time 0:00
 
Advertisement



* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου (Πράγα) και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.





πηγή:https://www.kathimerini.gr/society/465451/to-paidomazoma-ston-emfylio/


















Της Εύης Χρ. Χριστοπούλου

Το ιστορικό ζήτημα των Παιδοπόλεων ως συγκρουσιακό θέμα της Σύγχρονης Ιστορίας έχει συχνά προκαλέσει δημόσιες αντιπαραθέσεις και επιδέχεται ακόμα και στις μέρες μας διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις.

Η «Γνώμη» εντόπισε μία ιδιαιτέρως αξιόλογη, πρωτότυπη και πολύ ενδιαφέρουσα διατριβή που οπωσδήποτε γράφτηκε, για να συμβάλει στην ιστορική έρευνα για το εν λόγω αμφιλεγόμενο και «διχαστικό» θέμα, αλλά ταυτόχρονα μπορεί κανείς από την τεκμηριωμένη αυτή μελέτη να αντλήσει χρήσιμες ιστορικές πληροφορίες για τη λειτουργία γενικότερα των ιδρυμάτων ανηλίκων και να εντοπίσει σημαντικές πτυχές όχι μόνο της τοπικής αλλά και της κοινωνικής και της προφορικής ιστορίας.

ΤΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΠΑΙΔΟΠΟΛΕΙΣ ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΞΕΛΙΧΘΗΚΑΝ

Οι Παιδοπόλεις ήταν απότοκος μιας δύσκολης ιστορικής συγκυρίας στην Ελλάδα του Εμφυλίου (1946-1949). Ειδικότερα, όσο η εμφύλια σύρραξη βρισκόταν σε εξέλιξη, πληθυσμοί ιδίως από τις βόρειες και ορεινές περιοχές της χώρας μετακινήθηκαν –για λόγους ασφαλείας, αλλά και στέρησης ανεφοδιασμού των ανταρτών– σε πεδινές περιοχές, ως επί το πλείστον σε κωμοπόλεις και πόλεις, χώρους δηλαδή ελεγχόμενους. Λόγω των δυσμενών συνθηκών διαβίωσης και του συνωστισμού με όλα τα συνακόλουθα προβλήματα που αυτή η ιδιαίτερα δυσχερής κατάσταση προκαλούσε, αποφασίστηκε από την επίσημη Κυβέρνηση να υπάρξει αρχικά μέριμνα για τους ταλαιπωρημένους αυτούς ανθρώπους, ωστόσο τελικά το ενδιαφέρον σύντομα στράφηκε στην πιο ευαίσθητη ηλικιακή ομάδα δηλαδή τους ανηλίκους, που αποτελούσαν το «μέλλον του Έθνους».

Υπό την εποπτεία του Εράνου της βασίλισσας Φρειδερίκης, που εγκαινιάστηκε επίσημα στις 10 Ιουλίου 1947 με βασιλικό διάταγμα, ιδρύθηκαν οι λεγόμενες Παιδοπόλεις. Επρόκειτο για ιδιότυπα ιδρύματα φιλοξενίας αγοριών στην πλειοψηφία, αλλά και κοριτσιών νηπιακής, παιδικής και εφηβικής ηλικίας. Η διαδικασία μεταγωγής χιλιάδων παιδιών σε αυτά τα οικοτροφεία, ο αριθμός των οποίων την περίοδο του Εμφυλίου ξεπερνούσε τα 50, χρησιμοποιήθηκε σε προπαγανδιστικό, πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο με αποτέλεσμα την έντονη ιδεολογική φόρτιση, ακόμα και σήμερα, αυτών των ενεργειών. Χαρακτηριστική ήταν τότε και η ονομασία «παιδοφύλαγμα», όρος που εσκεμμένα -στο πλαίσιο του εθνικόφρονος λόγου της εποχής- ερχόταν σε αντιδιαστολή με το λεγόμενο «παιδομάζωμα» των κομμουνιστών, οι οποίοι από τις αρχές περίπου του «κρίσιμου 1948» άρχισαν ανάλογη επιχείρηση μεταγωγής παιδιών στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Ως εκ τούτου τα παιδιά είχαν γίνει το «μήλον της έριδος» για τον Εθνικό Στρατό και τον Δημοκρατικό Στρατό αντίστοιχα, μολονότι και στις δύο περιπτώσεις γινόταν λόγος μόνο για τα ανθρωπιστικά κίνητρα μετακίνησης των ανηλίκων.

Έτσι, η «κρίση των παιδιών» απασχόλησε και τη διεθνή κοινότητα δεδομένου ότι αποτέλεσε το πρώτο διπλωματικής σημασίας ζήτημα στην ατζέντα του Ψυχρού Πολέμου. Στο πλαίσιο της μετεμφυλιακής πραγματικότητας, οι περισσότερες Παιδοπόλεις έκλεισαν κι όσες παρέμειναν σε λειτουργία (περίπου 12) φιλοξενούσαν πια παιδιά που με τον έναν ή άλλον τρόπο η οικογενειακή τους κατάσταση είχε επηρεαστεί από τον Εμφύλιο (ορφανά, άπορα, παιδιά που τα χωριά τους ή/και τα σπίτια τους είχαν καταστραφεί λόγω του Εμφυλίου, παιδιά φυλακισμένων ή εξόριστων και παιδιά που επέστρεφαν στην Ελλάδα από τις χώρες του λεγόμενου τότε ανατολικού μπλοκ).

Ταυτόχρονα, με το πέρασμα του χρόνου, τα ιδρύματα αυτά αποκτούσαν βαθμιαία χαρακτηριστικά κοινωνικής πρόνοιας για παιδιά που έχρηζαν φροντίδας για οικογενειακούς ή άλλους λόγους, άσχετους με τις συνθήκες του Εμφυλίου, όπως απροστάτευτα, εγκαταλελειμμένα, εξώγαμα, πολύτεκνων ή δυσλειτουργικών οικογενειών, αλλά και περιπτώσεις ανηλίκων που έχρηζαν έκτακτης-προσωρινής φιλοξενίας π.χ. σεισμόπληκτα. Άλλωστε, ο Έρανος της Φρειδερίκης το 1955 μετονομάστηκε σε Βασιλική Πρόνοια. Στη διάρκεια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών η ονομασία άλλαξε σε Εθνικό Οργανισμό Πρόνοιας, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αφομοιώθηκε αρχικά από τον Εθνικό Οργανισμό Κοινωνικής Φροντίδας και στη συνέχεια, το 2003, από το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Φροντίδας.

Η ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΟΠΟΛΗ ΖΗΡΟΥ ΠΡΕΒΕΖΑΣ (1948-1986)

Ιδιαίτερα διαφωτιστικό ρόλο για το ιστορικό ζήτημα των Παιδοπόλεων και πολλές χρήσιμες πληροφορίες μάς προσφέρει μία πρόσφατη και καινοτόμος έρευνα. Πρόκειται για τη διατριβή του φιλολόγου και ιστορικού Στέφανου Αγάθου με τίτλο «Η Παιδόπολη Ζηρού Πρέβεζας (1948-1986)», που εκπονήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας με επιβλέπουσα την Καθηγήτρια Άννα Ματθαίου, η ουσιαστική καθοδήγηση και οι επιστημονικές συμβουλές της οποίας καθ’ όλη τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής διεύρυναν την ιστορική ματιά του συγγραφέα, όπως ο τελευταίος αναφέρει στον Πρόλογο.

Η Παιδόπολη Ζηρού «Άγιος Αλέξανδρος» ξεκίνησε τη λειτουργία της επίσημα τον Ιανουάριο του 1948 και σταμάτησε να υφίσταται ως ίδρυμα φιλοξενίας παιδιών λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Βασικός στόχος της συγκεκριμένης έρευνας ήταν να υπάρξει μία όσο το δυνατόν ολοκληρωμένη εικόνα «εκ των έσω» για τα ιδρύματα των Παιδοπόλεων, κάτι που σίγουρα επιτεύχθηκε. Πρόκειται για την πρώτη διατριβή που ασχολείται με μία συγκεκριμένη Παιδόπολη κι αυτό είναι οπωσδήποτε ελπιδοφόρο για την ιστορική έρευνα, μια και τέτοιου είδους αρχεία είτε είναι σπάνια προσβάσιμα είτε δεν υπάρχουν πια για διάφορους λόγους (εγκατάλειψη, απώλεια, ηθελημένη καταστροφή κ.ά.). Τον ερευνητή απασχόλησε και το ζήτημα του ιδρυματισμού (επαναλαμβανόμενες πτυχές διαβίωσης, ομοιόμορφη ένδυση, κανόνες, οριοθετημένο πρόγραμμα κ.λπ.).

Για τη συγγραφή της μελέτης αξιοποιήθηκαν τόσο πρωτογενείς πηγές (αρχειακές και προφορικές) όσο και βιβλιογραφία. Ο διδάκτορας, όπως προκύπτει από το κείμενό του, μελέτησε με ιδιαίτερη επιμέλεια, νηφαλιότητα, υπευθυνότητα, ευαισθησία κι επιστημονική ενάργεια ένα θέμα πολύπλοκο αποφεύγοντας τις «παγίδες» από πληροφορίες που ιδίως οι αρχειακές πηγές σκόπιμα πολλές φορές είτε «υπερτονίζουν» είτε «αποσιωπούν» και κατέληξε σε αξιόπιστα συμπεράσματα, αφού στη διατριβή θίχτηκαν και τεκμηριώθηκαν πολλαπλά ζητήματα της εσώκλειστης ζωής στο συγκεκριμένο οικοτροφείο, το οποίο από ένα σημείο και μετά, τη δεκαετία του 1950, φιλοξενούσε πια μόνο άρρενες τροφίμους.

Η πληθώρα των διαφορετικού τύπου πηγών (αρχείο Παιδόπολης Ζηρού Πρέβεζας, ιδιωτικό αρχείο Εντεταλμένης κυρίας Ελένης Λελούδα [προσβάσιμο στο Τμήμα που εκπονήθηκε η διατριβή], δημοσιευμένα γραπτά κείμενα πρώην τροφίμων, περισσότερες από 40 συνολικά συνεντεύξεις πρώην παιδοπολιτών και πρώην εργαζομένων, εφημερίδες, ιστοριογραφικές μελέτες για την υπό μελέτη περίοδο και τις Παιδοπόλεις κ.ά.) και η εξέταση και αξιοποίηση αυτών με κριτικό πνεύμα και συνθετικό τρόπο είχαν ως αποτέλεσμα ένα εμπεριστατωμένο, αξιόπιστο και καλογραμμένο επιστημονικά κείμενο.

Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη αυτή αρχικά αναφέρεται στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο του θεσμού των Παιδοπόλεων την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, τη μετεξέλιξη αυτών των δομών σε ιδρύματα απροστάτευτων και ορφανών παιδιών τη μετεμφυλιακή περίοδο και την πορεία και τις αλλαγές ως προς τη λειτουργία τους την περίοδο της Χούντας, αλλά και της Μεταπολίτευσης έως περίπου τη σύγχρονη εποχή (μετασχηματισμός των Παιδοπόλεων σε μονάδες κοινωνικής μέριμνας). Στη συνέχεια, με βάση κυρίως το πρωτογενές υλικό του αρχείου της Παιδόπολης Ζηρού (το οποίο σημειωτέον ταξινομήθηκε και αποκαταστάθηκε χάρη στον προϊστάμενο των ΓΑΚ-Αρχείων Νομού Πρέβεζας Σπυρίδωνα Σκλαβενίτη) και τη σχετική βιβλιογραφική τεκμηρίωση εξετάζονται επιμέρους θέματα που αφορούν στην εν λόγω Παιδόπολη, όπως η τοποθεσία, οι εγκαταστάσεις, η λειτουργία και η οργάνωση, η καθημερινότητα και οι συνθήκες διαβίωσης, τα έκτακτα συμβάντα που είχαν προκύψει κατά καιρούς, οι τρόφιμοι (προφίλ και χαρακτηριστικά), οι λόγοι εισαγωγής των ανηλίκων στο οικοτροφείο, οι προορισμοί εξόδου των παιδιών μετά τη φιλοξενία τους στο ίδρυμα, η εκπαίδευση (Δημοτικό, τεχνική κατάρτιση-πρακτική άσκηση στα συνεργεία-εργαστήρια του ιδρύματος, όπως στο τσαγκάρικο, τον φούρνο κ.λπ.), η κατήχηση (ενίοτε με τη μορφή προπαγάνδας), η υγειονομική περίθαλψη, η ψυχαγωγία, οι σχέσεις της Παιδόπολης με την κεντρική διοίκηση και τον «έξω κόσμο», καθώς και στοιχεία για το προσωπικό του οικοτροφείου.

Στη συνέχεια, αφού γίνει λόγος για το προφίλ των πληροφορητών και διευκρινιστεί ο ρόλος της δευτερογενούς ανάλυσης (=επεξεργασία και ανάλυση ποιοτικών δεδομένων προγενέστερων ερευνών) στις συνεντεύξεις, μελετώνται και σχολιάζονται η μνήμη, ο απόηχος των συναισθημάτων και η υποκειμενικότητα πρώην τροφίμων και υπαλλήλων της Παιδόπολης Ζηρού, όπως έχουν αποτυπωθεί σε αυτοβιογραφικές μαρτυρίες προφορικής ιστορίας, οι περισσότερες από τις οποίες απόκεινται στο Αρχείο Οπτικοακουστικών Μαρτυριών του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έτσι, δίνεται ο λόγος σε άτομα που βίωσαν ως πρωταγωνιστές ή/και ως αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες τα γεγονότα που σχολιάζουν και που αυτά έλαβαν χώρα στο εν λόγω ίδρυμα, καθώς και πώς πλέον οι άνθρωποι αυτοί, που στη μελέτη λογίζονται ως δρώντα-ενεργά υποκείμενα, θυμούνται, αντιλαμβάνονται κι ερμηνεύουν το παρελθόν τους σε αυτό το οικοτροφείο από την (μεταγενέστερη) οπτική γωνία της σύγχρονης εποχής.

Χάρη σε αυτό το μεθοδολογικό εργαλείο, τις προφορικές μαρτυρίες, που στη χώρα μας δεν είναι τόσο πολλά τα χρόνια που αξιοποιείται με συστηματικό τρόπο κι αυτόνομα από τους ιστορικούς, διαφωτίστηκε η συνθετότητα του ιστορικού γίγνεσθαι και προήχθη το πλαίσιο δράσης των «αφανών» ατόμων, που στα επίσημα αρχεία παρουσιάζονται συνήθως ως «παθητικοί δέκτες». Αυτού του είδους η πολυφωνία ανέδειξε τελικά τη σύνθετη, πολύπλευρη και πολυδιάστατη αλήθεια, ενίοτε ακόμα και μέσα από αντικρουόμενες απόψεις.

Η ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ

Η προοπτική συνδυασμού αρχειακών (και γενικότερα γραπτών) και προφορικών πηγών ενδιέφερε ιδιαίτερα τον συγγραφέα· δεν επιθυμούσε όμως, όπως αναφέρει στο κείμενο, να θεωρηθεί πως οι τελευταίες αποτελούν απλώς και μόνο συμπλήρωμα των πρώτων και γι’ αυτό η διατριβή σκοπίμως διαρθρώνεται σε δύο διακριτά τμήματα, ώστε η ανάδειξη των δύο διαφορετικού τύπου ιστορικών πηγών να είναι –στο μέτρο του δυνατού– ισάξια. Το αποτέλεσμα είναι ότι τελικά τα δύο ξεχωριστά μέρη της μελέτης λειτουργούν μεταξύ τους ως «συγκοινωνούντα δοχεία». Μάλιστα, η  σύζευξη των δύο διαφορετικών ειδών πηγών –που έγινε με ευρηματικό και αρμονικό τρόπο– υπήρξε ιδιαίτερα προσοδοφόρα στην έρευνα, καθώς η «συνομιλία» μεταξύ της Ιστορίας «από τα πάνω» και της Ιστορίας «από τα κάτω» οδήγησε σίγουρα σε πιο ασφαλή συμπεράσματα και συνέβαλε στον εκδημοκρατισμό και τον εξανθρωπισμό της Ιστορίας εν γένει.

Άλλωστε, στόχος του συγγραφέα, όπως υποστηρίζει, δεν ήταν σε καμία περίπτωση να έρθουν οι προφορικές μαρτυρίες σε «αντιπαράθεση» με τα αρχειακά τεκμήρια, αλλά να υπάρξει μεταξύ τους ένας γόνιμος «διάλογος», ώστε αφενός να φωτιστούν –όσο αυτό είναι εφικτό– όλες οι πλευρές τού υπό εξέταση ζητήματος και αφετέρου να υπάρξουν αλληλοσυμπληρώσεις, αλληλοεπικαλύψεις και επιπλέον (ανα)θεωρήσεις.

Του καθενός από τα δύο διακριτά μέρη της μελέτης προτάσσονται εισαγωγικά κεφάλαια για τον καλύτερο κατατοπισμό τού (εξειδικευμένου και μη) αναγνώστη επί του θέματος και κυρίως για την ομαλή μετάβαση από το ένα κεφάλαιο στο άλλο. Στη μεν πρώτη εισαγωγή γίνεται λόγος για τον βασικό σκοπό της έρευνας, το πρωτογενές και δευτερογενές ιστορικό υλικό που αξιοποιήθηκε, τον ιδρυματισμό (με ουσιώδεις αναφορές στον Έρβινγκ Γκόφμαν και τον Μισέλ Φουκώ), ενώ γίνεται και ανασκόπηση δημοσιευμένων και αδημοσίευτων μελετών και προφορικών εισηγήσεων για το «ζήτημα των παιδιών» στον Εμφύλιο.

Στο δε εισαγωγικό τμήμα του δεύτερου μέρους της διατριβής, το οποίο με επινοητικό τρόπο λειτουργεί στην ουσία ως «γέφυρα» μεταξύ των δύο τμημάτων της μελέτης, αναφέρεται η αξία της προφορικής ιστορίας γενικότερα και η άνθησή της τις τελευταίες δεκαετίες σε επιστημονικό-ιστοριογραφικό επίπεδο, ενώ αναδεικνύεται και ο ρόλος της μνήμης και του τραύματος. Τα δύο τελευταία μάλιστα ο συγγραφέας κατορθώνει ευφυώς και επιτυχώς να τα συνδέσει και με τον σχολιασμό των συνεντεύξεων που ακολουθεί. Σημειώνεται πως για το δεύτερο μέρος της διατριβής πολύτιμα και σημαντικά υπήρξαν τα ευθύβολα σχόλια και οι καίριες οδηγίες της ομότιμης Καθηγήτριας Ρίκης Βαν Μπούσχοτεν, όπως ο διδάκτορας αναφέρει στον Πρόλογο.

Είναι προφανές πως η διατριβή αυτή αναφέρεται σε μεγάλο φάσμα των δραστηριοτήτων της Παιδόπολης Ζηρού Πρέβεζας (οργανωτική δομή, συνθήκες διαβίωσης, ρόλος του Στέμματος και ιδίως της Φρειδερίκης, εργασιακές συνθήκες, διαπροσωπικές σχέσεις, διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη, σίτιση, ψυχαγωγία, σχέσεις με την «έξω κοινωνία», ρόλος του ιδρύματος στη βιογραφική διαδρομή πρώην τροφίμων κ.ά.) και κατ’ επέκταση της λειτουργίας των Παιδοπόλεων γενικότερα, επομένως, η έκδοσή της θα ήταν ευκταία.

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ

Ο Στέφανος Αγάθος σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πατρών και Ιστορία στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Έλαβε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στη «Μεθοδολογία Κριτικής και Έκδοσης των Ιστορικών Πηγών» (κατεύθυνση Νεότερη και Σύγχρονη) από το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου, καθώς και Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην «Ιστορική Δημογραφία» από το ίδιο Τμήμα. Η διδακτορική του διατριβή, όπως προαναφέρθηκε, εκπονήθηκε στο Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας & Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, όπου και υποστηρίχθηκε επιτυχώς στις 10 Οκτωβρίου 2023.

Κατά τη διάρκεια των διδακτορικών του σπουδών ο Στέφανος Αγάθος συμμετείχε ως ενεργό μέλος σε ερευνητική ομάδα με φορέα υλοποίησης το Ιόνιο Πανεπιστήμιο λαμβάνοντας υποτροφία αριστείας στο πλαίσιο της Πράξης «Υποστήριξη ερευνητών με έμφαση στους νέους ερευνητές-κύκλος Β΄».

Τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης ιστορικοδημογραφικής έρευνας δημοσιεύτηκαν στην αγγλική γλώσσα στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό “Mediterranean Chronicle”, ενώ παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά και σε διεθνές συνέδριο στη Μαδρίτη τον Μάρτιο του 2022 από τον Στέφανο Αγάθο, ο οποίος εκπροσώπησε επάξια την ερευνητική ομάδα.

Ο περί ου ο λόγος είχε λάβει επίσης διακρίσεις και κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου λαμβάνοντας τα βραβεία «Βασίλειου Σπυριδωνάκη» και «Εύης Ολυμπίτου» για την υψηλότερη επίδοση βαθμολογίας που πέτυχε. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί στα ελληνικά περιοδικά ιστορικής ύλης «Πρεβεζάνικα Χρονικά», «Περί Ιστορίας» και «Ψηφίδες Ιστορίας της Πρέβεζας». Από το 2009 εργάζεται ως φιλόλογος στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

* Ευχαριστούμε τον Στέφανο Αγάθο που ανταποκρίθηκε στο αίτημά μας και μάς διέθεσε το κείμενο της διατριβής του.

(από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας «Γνώμη» 28/1/2024)