Ο Ντούμπτσεκ ανήλθε στην ηγεσία του κόμματος στις 5 Ιανουαρίου 1968, διαδεχόμενος τον σκληροπυρηνικό Αντονίν Νόβοτνι. Στις 5 Απριλίου παρουσίασε ένα πρόγραμμα δράσης με πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, που τις συνόψισε με τη φράση «Σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο» και οι οποίες εγκρίθηκαν από την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος.
Η απήχησή τους στην κοινή γνώμη της χώρας ήταν χωρίς προηγούμενο και ασφαλώς απρόβλεπτη. Μαζί με την επαναφορά της ελευθερίας του Τύπου, υπήρξε μία αναβίωση του ενδιαφέροντος για εναλλακτικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, στο πλαίσιο του κομουνιστικού συστήματος της χώρας. Αντίθετα, η Σοβιετική Ένωση υπό την ηγεσία του Λεονίντ Μπρέζνιεφ και οι «δορυφόροι» της στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας θεώρησαν το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα Ντούμπτσεκ «αντεπαναστατικό» κι έψαχναν τρόπους να το ακυρώσουν
Στις 15 Ιουλίου τα μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας απέστειλαν στον Ντούμπτσεκ επιστολή, στην οποία του επισήμαναν ότι η χώρα του βρισκόταν στα πρόθυρα της αντεπανάστασης και θεωρούσαν καθήκον τους να την προστατεύσουν («Δόγμα Μπρέζνιεφ»). Ο Ντούμπτσεκ κατάλαβε ότι μία στρατιωτική επέμβαση στη χώρα του από τις «αδελφές» χώρες ήταν προ των πυλών, αλλά πίστευε ότι με τον διάλογο μπορούσε να την αποτρέψει.
Το βράδυ, όμως, της 20ης Αυγούστου 1968, στρατεύματα του Συμφώνου της Βαρσοβίας, από τη Σοβιετική Ένωση, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία (γύρω στις 500.000), εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία και την κατέλαβαν. Οι Τσεχοσλοβάκοι αιφνιδιάστηκαν και παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση. Μόνο όταν οι εισβολείς επιχείρησαν να καταλάβουν το σταθμό ραδιοτηλεόρασης στην Πράγα συνάντησαν ζωηρή αντίσταση, που τελικά έκαμψαν, αφήνοντας πίσω τους 30 νεκρούς και 300 τραυματίες. Ο πληθυσμός συνέχισε να αντιδρά στην εισβολή με παθητική αντίσταση και αυτοσχέδιες ενέργειες, όπως την αφαίρεση των οδικών πινακίδων, ώστε οι εισβολείς να χάνουν το δρόμο τους.
Οι σοβιετικές αρχές συνέλαβαν τον Ντούμπτσεκ και αρκετούς άλλους ηγέτες και τους μετέφεραν στη Μόσχα. Απέτυχαν, όμως, να βρουν άλλη ηγεσία για το κόμμα και το κράτος που να είναι αποδεκτή από τον λαό. Στις 22 Αυγούστου έγινε το προγραμματισμένο 14ο Συνέδριο του Κ.Κ. Τσεχοσλοβακίας, το οποίο επανέλαβε την υποστήριξή του προς τον Ντούμπτσεκ και το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα.
Στις 23 Αυγούστου μετέβη στη Μόσχα ο πρόεδρος της χώρας, Λούντβικ Σβόμποντα, για να διαπραγματευθεί μία λύση. Οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν στις 26 Αυγούστου και ο Σβόμποντα επέστρεψε στην Πράγα έχοντας μαζί του τον Ντούμπτσεκ και τους άλλους κομμουνιστές ηγέτες, για να ανακοινώσει στους Τσέχους και στους Σλοβάκους το τίμημα που θα έπρεπε να πληρώσουν για τον σοσιαλισμό τους με το ανθρώπινο πρόσωπο: τα σοβιετικά στρατεύματα θα παρέμεναν στη χώρα και οι ηγέτες της Τσεχοσλοβακίας είχαν συμφωνήσει να αποσύρουν μεγάλο μέρος του μεταρρυθμιστικού τους προγράμματος.
Η παρουσία των σοβιετικών στρατευμάτων βοήθησε τους σκληροπυρηνικούς να νικήσουν τελικά τον Ντούμπτσεκ και τους μεταρρυθμιστές. Πρώτ’ από όλα κηρύχθηκε άκυρο το 14ο συνέδριο του κόμματος, κατ’ απαίτηση του Πρωτοκόλλου της Μόσχας που συμφωνήθηκε στις 26 Αυγούστου. Με αυτόν τον τρόπο, διατηρήθηκαν στην εξουσία οι σκληροπυρηνικοί, οι οποίοι τελικά νίκησαν, χρησιμοποιώντας τις πιέσεις των Σοβιετικών και τις διαφωνίες ανάμεσα στους μεταρρυθμιστές.
Στις 16 Ιανουαρίου 1969 ο φοιτητής Γιαν Πάλατς αυτοπυρπολήθηκε στην κεντρική πλατεία της Πράγας, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το καθεστώς ανελευθερίας, που άρχισε να επικρατεί και πάλι στη χώρα. Τουλάχιστον επτά νέοι ακολούθησαν το παράδειγμά του, αλλά η θυσία τους έμεινε σχεδόν άγνωστη, καθώς η λογοκρισία λειτούργησε πιο αποτελεσματικά σε σχέση με τον Πάλατς, που έγινε το σύμβολο της αντίστασης των Τσεχοσλοβάκων κατά των Σοβιετικών. Στις 17 Απριλίου 1969 ο Ντούμπτσεκ απηλλάγη από τα καθήκοντά του και νέος ηγέτης του κόμματος ανέλαβε ο παλαιολιθικός Γκούσταβ Χούζακ. Το κομμουνιστικό καθεστώς άντεξε ακόμη είκοσι χρόνια στην Τσεχοσλοβακία, οπότε κατέρρευσε με τη λεγόμενη «Βελούδινη Επάνασταση» του 1989.
Σοσιαλισμός ΝΑΙ, κατοχή ΟΧΙ, η αφίσα που κυκλοφόρησε στην Πράγα μετά την εισβολή των δυνάμεων, του Συμφώνου της Βαρσοβίας
Η Σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία καταδικάστηκε από τη Δύση, αλλά μόνο σε λεκτικό επίπεδο. Οι ΗΠΑ ήταν απασχολημένες με τον πόλεμο στο Βιετνάμ και θεώρησαν την εισβολή ως εσωτερική υπόθεση του αντίπαλου στρατοπέδου. Οι ηγέτες της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας, Νικολάε Τσαουσέσκου και Τίτο, που βρίσκονταν σε διάσταση με τη Μόσχα, τάχθηκαν στο πλευρό του Ντούμπτσεκ, ενώ ο Αλβανός ηγέτης Εμβέρ Χότζα, για διαφορετικούς λόγους, κατήγγειλε τη σοβιετική εισβολή και απέσυρε τη χώρα από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, σπρώχνοντάς την στην αγκαλιά της Κίνας.
Μεγάλος ήταν ο αντίκτυπος που προκλήθηκε στα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δύσης. Τα Κ.Κ. Ιταλίας και Γαλλίας καταδίκασαν την επέμβαση και δρομολόγησαν πολιτικές που οδήγησαν τα επόμενα χρόνια στον λεγόμενο «Ευρωκομουνισμό» και την οριστική απεξάρτησή τους από την ιδεολογική επιλογή της Μόσχας.
Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ, που βρισκόταν στην παρανομία από το 1947, βρισκόταν υπό διάσπαση ήδη από τον Φεβρουάριο του 1968 και υπό την επήρεια της «Άνοιξης της Πράγας». Είχε χωριστεί σε ΚΚΕ (εξωτερικού το έλεγαν κάποιοι) και σε ΚΚΕ (εσωτερικού), που αποτέλεσε τον προπάτορα του ΣΥΡΙΖΑ.
Συνειδησιακά και ιδεολογικά προβλήματα δημιουργήθηκαν σε χιλιάδες κομμουνιστές σ’ όλο τον κόσμο, που είχαν βιώσει και την εμπειρία της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία το 1956. Ο λεγόμενος «υπαρκτός σοσιαλισμός» δυσφημίστηκε ανεπανόρθωτα και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την εξαφάνισή του από το προσκήνιο της ιστορίας.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/968?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2023-08-20
© SanSimera.gr