Η Θεοδώρα Κοντού γεννήθηκε στο σύνολο των οικισμών Κριτζαλιά ή Γκριτζαλιά (στα τουρκικά Kyzylzali). Το Άνω Κριτζαλί αριθμούσε 1.300 Έλληνες κατοίκους και 800 Τούρκους, το Κάτω Κριτζαλί 50 Έλληνες και το Μεσαίο Κριτζαλί 500 Τούρκους.
Στο σύνολό τους, οι 1.350 Έλληνες κάτοικοι ήταν έποικοι από την Άνδρο, τη Χίο, τη Μυτιλήνη, την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Οι οικισμοί βρίσκονταν 8 χλμ νοτιοανατολικά του Νυμφαίου και 32 χλμ ανατολικά της Σμύρνης.
Η μαρτυρία που ακολουθεί περιλαμβάνεται στο Αρχείο Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, της μεγαλύτερης και παλαιότερης συλλογής προφορικής ιστορίας στην Ελλάδα και μίας από τις σημαντικότερες της Ευρώπης.
≈
Κατεβήκαμε από το χωριό στη Σμύρνη. Λέγαμε πως θα γυρίσομε πίσω. Πήγαμε να ακουμπήσουμε στην εκκλησία του Άη Γιάννη. Ήταν εκεί πολύς κόσμος. Ένας γνωστός του πατέρα μου μας πήρε στο σπίτι του. Εκεί καθίσαμε. Αυτός πήρε τους δικούς του κι έφυγε χωρίς να μας πει τίποτε· έφυγε κρυφά. Μπήκαν οι Τούρκοι, σφάξαν τον πατέρα μας, τη μάνα μας, τον θείο μας, τη θεία μας και τα τρία αδέλφια μου. Εγώ, με τα πιο μικρά αδερφάκια μου, το ένα ήταν δυόμισι χρονών και το άλλο τρεισήμισι, ήμασταν χωμένα κάτω από ένα παταράκι και δε μας είδαν.
Καθίσαμε εκεί δώδεκα μέρες· ούτε φαΐ, ούτε νερό. Το σπίτι είχε κάτι σα νεροχύτη και κυλούσε μέσα ένα τρεχούμενο νερό. Τι να κάνω; Να βρέξω τα χείλη μου ήθελα. Άπλωσα τον ποδόγυρό μου απάνω, έπιανα με το χέρι μου τη μύτη και έπινα μια γουλιά· από τη βρόμα σού ‘ρχονταν εμετός.
Το ένα αδερφάκι μου ήτανε τραυματισμένο με σφαίρα στο πόδι του.
Όσο περνούσαν οι μέρες τα πτώματα πρήζουνταν, ντουμπάνιαζαν και βρομούσαν αφάνταστα. Μπαίναν οι Τουρκάλες για να κλέψουν και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν. Κλέβαν ό,τι μπορούσαν· κότες, κουτάλια, μπακίρια και φεύγαν χωρίς να μας δούνε.
Κάποτε μου ‘ρθε έτσι σα Θεού φώτιση και βγήκα λίγο πάρα όξω. Τότες είδα πολύ κόσμο που έφευγε, έπαιρνε των ομματιών του. Έκανα το σταυρό μου, πήρα στην πλάτη μου το τραυματισμένο αδελφάκι μου και από το χέρι το άλλο, και βγήκα στο δρόμο. Έτρεχα να φτάξω τους άλλους, τους πολλούς. Εκεί βλέπω μια κοπέλα που κάθονταν σ’ ένα σωρό πέτρες. Της φώναξα, ήθελα ένα άνθρωποι να με βοηθήσει, να του μιλήσω. Αυτή η κοπέλα τίποτα· έστεκε ακούνητη. Εγώ δεν την πρόσεξα· μόνο ακόμα της μιλούσα. Την έβλεπα που γούρλωνε τα μάτια της, μα δεν πήγε πουθενά το μυαλό μου· την προσέχω. Και τι να δω! Της είχαν χώσει ένα ξύλο από πίσω και έβγαινε από το στόμα της.
Τότες ήταν που έτρεχα ακόμη πιο πολύ. Τι να κάμω με τα δύο μωρά; Μπήκα μέσα στην εκκλησία, μα επειδή βρομούσαμε πολύ σάπιο αίμα, το πόδι του παιδιού, τα μαλλιά μας, τα ρούχα μας, μας διώξαν από την εκκλησία. Τι να κάνουμε; Ζαρώσαμε σαν τα σκυλάκια σ’ ένα παραγκώνι. Πάνε τόσα χρόνια, μα δεν τα ξεχνώ. Θαρρώ πως είναι τούτη η ώρα.
Κλάψαμε, θρηνήσαμε, τα ‘παμε, τα ξανάπαμε! Η μάνα μου δεν πέθανε την ίδια ώρα σαν τους άλλους. Της είχαν χύσει τα έντερα, την είχαν περιχύσει τα αίματα κι εκείνη με αρμήνευε και μου ‘λεγε: «Παιδάκι μου, άμα δεις τα σκούρα, να πέσεις στη θάλασσα». Έβγαλε και από την τσέπη της και μου ‘δωσε το πορτοφόλι της και μια φωτογραφία περιχυμένη στα αίματα· την έχω ακόμη, μα τώρα δεν μπορώ να τη δείξω.
Τέλος, όπου πήγαινε ο άλλος κόσμος, πήγαινα κι εγώ. Πήγαμε, πήγαμε, μπήκαμε στη ζώνη. Εκεί ο Τούρκος δεν ήθελε να μας αφήσει να περάσουμε. Εκεί να σ’ έχω! Βάζω τη μία αδελφούλα μου, βάζω την άλλη. Μπήκα κι εγώ στην ζώνη και με τα πολλά μπαρκάραμε και βγήκαμε στη Μυτιλήνη. Από κει μας πήραν και μας πήγαν στη Θεσσαλονίκη, και από κει, εδώ. Είχα μια εξαδέλφη που ήταν καλή μοδίστρα. Εμένα μ’ έβαλε σε σπίτι· ήμουν δεκατεσσάρω χρονώ. Η κυρά μου γνώριζε την κ. Κουντουριώτη και κλείσαν τα δύο μικρά στο Αμαλίειο ορφανοτροφείο. Η μία μεγάλωσε και πέθανε στα είκοσι δύο της χρόνια· η άλλη ζει. Είναι παντρεμένη και μένει στη Νέα Ερυθραία. Εγώ παντρεύτηκα, πήρα έναν ήμερο άνθρωπο του Θεού, πατριώτη μας, μα με βρήκαν πολλά βάσανα.