Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ: Ώρα 05:12 , 20 Ιουλίου 1974: - Τουρκική εισβολή στην Κύπρο - Η Μαρτυρία του πρώτου αυτόπτη μάρτυρα: - "Έτσι βίωσα την προδοσία της Κύπρου." - "Δεν πέφτει ντουφεκιά από μας"


 


Αυτά που είδα το πρωί της 20ής του Ιούλη ήταν τόσο φρικτά ανεκδιήγητα και έρχονταν σε τόση σύγκρουση με ό,τι είχε γραφτεί και ειπωθεί για την τούρκικη απόβαση, που πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί να συσκοτίζονται αντί να φωτίζονται τα γεγονότα. Αναφέρομαι στη συγκεκριμένη χρονική διάρκεια του πρωινού της 20ής του Ιούλη.

Ο μόνος (τοπικά) αυτόπτης μάρτυρας

Είναι κοινά αποδεκτό σήμερα, πως η απόβαση έγινε στο Πέντε Μίλι, στον γνωστό κόλπο με το γραφικό νησί στη μέση, απέναντι από το κέντρο της Παγώνας και στο βορειοδυτικό ύψωμα το κέντρο «Γκόλντεν Ροκ» του Γιαννή Κ. Αλεξάνδρου. Για την τύχη της Παγώνας και της κόρης της υπάρχουν συγκεχυμένες πληροφορίες (πιο πιθανή φαίνεται να είναι του πυροβολισμού ή της ανατίναξης του αυτοκινήτου τους καθώς έφευγαν). Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι από τον χώρο της απόβασης ο μόνος αυτόπτης (τοπικά) μάρτυρας που απέμεινε ήταν ο Γιαννής.
Πριν δώσω τη συνέντευξη-αφήγηση του Γιαννή, προτάσσω αυτά που ο ίδιος είδα ώς τις 4.00 μ.μ. - 4.30 μ.μ., της 20ής του Ιούλη, '74, που βρισκόμουν στον Άι- Γιώρκη της Κερύνειας.

Πραξικοπηματίες συλλάμβαναν, Τούρκοι αποβιβάζονταν

Κατέφυγα ύστερα από διάφορες περιπέτειες το απόγευμα της Παρα­σκευής, 19 του Ιούλη '74 στον Άι-Γιώρκη. Είδα γύρω στις 8.00 μ.μ. τον Κωστή Κωνσταντίνου (Στοτσιή) που μόλις τον είχαν αφήσει από το Κάστρο (τον φυλάκισαν τη Δευτέρα του πραξικοπήματος). Καθήσαμε αργότερα στην αυλή του σπιτιού του Αντωνή Πράτσου, μαζί με την Ειρήνη Πράτσου, Ανδρέα Αδάμου (και οικογένειά του), Λουκή Ιωακείμ και γυναίκα του. Ο Λουκής άκουε Μπι-Μπι-Σι και θυμάμαι που έλεγε για αναχώρηση του τούρκικου στόλου από τα Άδανα.
Άλλο χαρακτηριστικό είναι πως «αστυνομικό» αυτοκίνητο με πραξικοπηματίες και τηλεβόα, τρία-τέσσερα σπίτια δυτικά από εκεί που βρισκόμασταν, καλούσαν τον «Μάριο», να παραδοθεί πάραυτα- αυτά γίνονταν από τις 8 μ.μ. -10 μ.μ. (κατάλαβα πως επρόκειτο για τον Μάριο του «Μαραμπού»).
Στον Πενταδάκτυλο έκαιγε μια τεράστια πυρκαγιά κι αναβόσβηναν φώτα. Γύρω στα μεσάνυκτα, ίσως και περασμένα, πήγαμε για ύπνο.

Οι Τούρκοι έρχονται

Ξύπνησα γύρω στις 4.30 π.μ. της 20ής του Ιούλη. Περισσότερο από έγνοια, που πλησίαζε τη βεβαιότητα, ανέβηκα στην κληματαριά και κοίταξα κατά τη θάλασσα. Είδα ευδιάκριτα τρία πλοία που κινούνταν προς την ακτή. Δεν μπορώ να πω ότι υπό άλλες συνθήκες θα αντιλαμβανόμουν ότι ήταν στρατιωτικά, όμως εκείνη τη στιγμή, ύστερα από το πραξικόπημα της Δευτέρας και τις ειδήσεις της Παρασκευής, καμιά αμφιβολία δε μου έμενε ότι ήταν τούρκικα. Έτρεξα στο σπίτι του Λουκή Ιωακείμ, που τον βρήκα ξύπνιο στο μπαλκόνι του διώροφου σπιτιού του να βλέπει κι εκείνος τα πλοία. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε με το τηλέφωνο με δυο-τρία πρόσωπα. Αποτύχαμε.
Τηλεφώνησα ύστερα στον Αστυνομικό Σταθμό Πύλης Λάρνακος, στη Λευκωσία. Είπα τι έβλεπα και αυτός που σήκωσε το ακουστικό μου είπε: «Πηγαίνετε να κοιμηθείτε επιτέλους και αφήστε μας ήσυχους» (φαίνεται πως κι άλλοι τους είχαν... ενοχλήσει). Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσαμε την αδυναμία μας μπροστά στη λαίλαπα που ερχόταν. Θυμάμαι με πόση αφέλεια προσπάθησα να σταθμίσω την κατάσταση. Είπα περίπου του Λουκή πως «εντάξει, ξέρουμε πως το πραξικόπημα θα ακολουθήσει το μοίρασμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει και πόλεμο. Θα μας περικυκλώσουν οι Τούρκοι, θα συμφωνήσουν με τη Χούντα και θα γίνει η διχοτόμηση. Το πολύ να ρίξουν δυο-τρεις μπαταριές για εκφο­βισμό». Δεν μπορούσα να καταλάβω την ώρα εκείνη τι θα εξυπηρετούσε ένας -έστω εικονικός- πόλεμος. 

Η εισβολή αρχίζει, η ώρα ήταν 5.12 το πρωί

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούσαμε το δαιμονιώδη θόρυβο ενός αεροπλάνου, μυδραλιοβολισμό και αμέσως μετά τις δυο βόμβες που αμόλησε. Θυμάμαι πως είδαμε τον καπνό ν' ανεβαίνει στο χώρο, που υπολογίσαμε κοντά στο Γυμναστήριο της Κερύνειας και το αεροπλάνο χάθηκε πίσω από τον Πενταδάκτυλο. Αμέσως σχεδόν ένα άλλο αεροπλάνο, λίγο ανατολικότερα ακολούθησε το πρώτο.
Είδα το ρολόι μου. Ήταν 5.12 π.μ.Τα γυναικόπαιδα της γειτονιάς έντρομα και παγωμένα έβγαιναν στους δρόμους. Τα μαζέψαμε στο υπόγειο της τριώροφης οικοδομής του Αποστόλη Εξαδάκτυλου - πάνω στον κύριο δρόμο Κερύνειας-Λαπήθου, στη γωνιά της διασταύρωσης με το δρόμο που πήγαινε για το Τριμίθι. Στο υπόγειο συγκεντρώθηκαν σε λίγη ώρα γύρω στα 40 - 50 άτομα. Ήταν οι οικογένειες του Ανδρέα Αδάμου, Λουκή Ιωακείμ, Μιχάλη Γεωργιάδη, Παντελή Σωτηρίου και δυο-τρεις οικογένειες Λευκωσιατών, που εποχιακά διέμεναν στον Άη- Γιώρκη.


Το ραδιόφωνο μετέδιδε τα γνωστά - προσευχή κ.λπ. - ο κυρ Αποστόλης πρόθυμα προσπα­θούσε να τακτοποιήσει τους «καλεσμένους» του -έφερνε γάλατα στα μωρά κ.λπ.- και τρεις στρατεύσιμοι ο Λουκής, ο Κύπρος κι εγώ κινηθήκαμε προς το στρατόπεδο της Γλυκιώτισσας. Το στρατόπεδο ήταν άδειο. Μόνο λίγοι στρατιώτες με τα μαρτίνια τους ακροβολισμένοι στις απέναντι από το στρατόπεδο χαρουπιές. Αξιωματικός κανένας. Επιστρέψαμε. Ανεβήκαμε στον πάνω όροφο -είχε μόνο τις κολόνες- του Εξαδάκτυλου. Είδαμε τα ίδια τρία πλοία που βρίσκονταν τώρα αρκετά κοντά στην ακτή. Εκείνη την ώρα ένα από τα πλοία έριξε δυο-τρεις βολές. Εκτός από τον κρότο μάς εντυπωσίασε το βεληνεκές.
Κυριολεκτικά έφευγαν «φέτες» πάνω από το βουνό προς την περιοχή του Καραβά. Θα 'ταν γύρω στις εφτά το πρωί, όταν κι άλλα πλοία, περίπου 15 φάνηκαν σε απόσταση που από εκεί που ήμασταν φαίνονταν να καλύπτουν την απόσταση από Κερύνεια ώς Λάπηθο. Τα πρώτα είχαν φτάσει στην ακτή - κοντά στο Πέντε Μίλι.

Δεν πέφτει ντουφεκιά από μας

Την ίδια ώρα ένα δικό μας άρμα προχωρούσε από τον κύριο δρόμο από την Κερύνεια προς τη Λάπηθο. Καθώς πέρασε μπροστά από τον χώρο όπου βρισκόμαστε, υποθέσαμε πως επιτέλους, έστω και αργά κάποιοι συνειδητοποιούσαν την εισβολή και άρχιζε η απόκρουσή της. Ώς τη στιγμή εκείνη δεν είχε πέσει αντιμαχόμενη στους Τούρκους ούτε μια ντου­φεκιά. Δυστυχώς το άρμα δεν ακολούθησε ούτε άλλη μηχανοκίνητη ή πεζοκίνητη δύναμή μας (κι όπως μάθαμε αργότερα ούτε εκείνο το μοναδικό άρμα κατάφερε να φτάσει στο σημείο της αποβίβασης).
Σ' όλο αυτό το διάστημα κι άλλα αεροπλάνα συνέχιζαν τον βομβαρδισμό και πολυβολισμό. Φωτιές και καπνοί είχαν γεμίσει την ατμόσφαιρα. Θα 'ταν περίπου 9.30 π.μ., όταν ο Κωστής ο Στοτσιής είπε ότι ήξερε πού ήταν τα φυλάκια και να πάμε να δούμε τι γίνεται. Θυμάμαι που πήγαμε σε δυο σπίτια ανατολικά του Αγίου Φανουρίου όπου δεν υπήρχε ψυχή. Ήταν φανερό πως οι Τούρκοι είχαν το βράδυ αποστείλει ανιχνευτικό άγημα, αλλιώς δεν μπορούσαν να κατεβαίνουν με τέτοια βεβαιότητα. Επιστρέψαμε. Ο Κωστής δεν ησύχαζε. «Πάμε να δούμε είπε». «Πού;» «Στο Πέντε Μίλι». Φοβόμουν, αλλά και ντρεπόμουν να μην πάω. Άλλωστε δεν άντεχα να παρακολουθώ με δεμένα τα χέρια.



Μπήκα στο αυτοκίνητό του –είχε ένα παλιό «στέισιον βάγκον» και βαδίσαμε στον κύριο δρόμο Άι-Γιωρκού-Λαπήθου. Περάσαμε την «επικίνδυνος καμπή» στο Πικρό Νερό και πήραμε τον χωματόδρομο τον βορειοανατολικό, που οδηγούσε στην παραλία. Στην πρώτη χαρουπιά του είπα «σταμάτα». Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο. Στρατιώτες, πολλοί στρατιώτες, παραταγμένοι σε πορεία, 500-700 μέτρα από μας, ανηφόριζαν αργά. «Είδες», λέει ο Κωστής. «Ήρθε ο στρατός». «Είναι Τούρκοι» του είπα. «Πάμε να δούμε», επέμενε. Εκείνη την ώρα στις διπλανές χαρουπιές είδαμε δύο στρατιώτες δικούς μας. Τους είχαν φέρει αποβραδίς, μας είπαν, από το Συριανοχώρι. Ήταν ένα τάγμα, αλλά οι άλλοι σκορπίστηκαν. Έπρεπε να βρίσκονται δυτικά. Δεν είχαν ρίξει ούτε σφαίρα. Αυτοί που ανέβαιναν ήταν Τούρκοι. Πρέπει να φύγουμε.
Ο Κωστής δεν ακούει. Τον απειλώ πως θα πάρουμε το αυτοκίνητο και θα φύγουμε αφήνοντάς τον εκεί. Με βαριά καρδιά ανεβαίνει και φεύγουμε. Δεν λέμε τίποτα στα γυναικόπαιδα στο υπόγειο. Είναι περασμένο μεσημέρι. Κάνουμε ένα μίνι συμβούλιο με τον Λουκή. Πρέπει να φύγουμε. Προς τα πού; Το ραδιόφωνο λέει ότι «γεμίσαμε τις παραλίες από τούρκικα πτώματα», ποιος ξέρει σε ποια σημεία ακριβώς έχουν κατεβεί οι Τούρκοι; Δυτικά δεν μπορούμε να κινηθούμε. Ποιος όμως μας εγγυάται τον δρόμο ανατολικά; Το «παρατηρητήριο μας» καθόλου δεν μπορεί να ελέγξει από το Γυμναστήριο και πέρα. Έχουμε μόνο τέσσερα αυτοκίνητα για έξι οικογένειες. Ακούσαμε και το «διάγγελμα» από την Ελλάδα. Τίποτε.
Γύρω στις 4.00 μ.μ. –  4.30 μ.μ., φεύγουμε όλοι από το υπόγειο του Εξαδάκτυλου. Ο Κύπρος είπε πως πρέπει να πάμε για το Πέλλαπαϊς. Κανείς δεν ρώτησε γιατί. Η Κερύνεια αδειάζει. Στο Καράκουμι τρία φορτηγά στρατιωτικά δικά μας είναι πυροβολημένα στο παγκέτο του δρόμου. Ήταν τα μόνα που συναντήσαμε.


Πρόσθετες παρατηρήσεις, που συγκέντρωσα αργότερα και που αφορούν την 20ή του Ιούλη στον Άι Γιώρκη: Γύρω στις 3.00 μ.μ. - 3.30 μ.μ. Τούρκοι συνέλαβαν στο σπίτι τους, από τα πρώτα δυτικά σπίτια του χωριού, τον Κωστή και την Λευκού Ιωακείμ (μάλλον από αυτούς που αντί να προχωρήσουν προς τη «διατεταγμένη άνοδο», άρχισαν το «ατομικό πλιά­τσικο»). Επίσης Άι-Γιωρκίτες φονεύτηκαν από Τούρκους εν ψυχρώ το απόγευμα του Σαββάτου. Οι πληροφορίες για μάχες και συγκρούσεις στις Καμάρες και στα καφενεία οπωσδήποτε δεν έγιναν στο διάστημα από 5 - 10 π.μ. – 4.30 μ.μ. της 20ής του Ιούλη.
Η προσωπική μαρτυρία τελειώνει εδώ και αρχίζει η αφήγηση-συνέντευξη του Γιαννή Αλεξάνδρου, ιδιοκτήτη του κέντρου «Γκόλντεν Ροκ», όπου έγινε η απόβαση στο Πέντε Μίλι.

Συνέντευξη με τον πρώτο αυτόπτη μάρτυρα

- Τι ώρα κοιμήθηκες κ. Γιαννή το βράδυ της Παρασκευής, 19 του Ιούλη;
- Ξάπλωσα, οπωσδήποτε μετά τις 12.
- Γιατί; Είχες κόσμο;
- Ούτε κόσμο είχα ούτε τίποτε. Ήταν όμως η πυρκαγιά πάνω στον Πενταδάκτυλο που ήταν ανατριχιαστικό πράγμα. Ήμουν στη νότια βεράντα του κέντρου και παρακολουθούσα.
- Πρόσεξες τίποτε το ασυνήθιστο;
- Σε μερικές περιπτώσεις άκουσα κάτι «κατσιαρίστρες», κάτι περπατήματα, απ' εδώ κι απ' εκεί. Έμεινα όμως πάνω στην αναπαυτική, γιατί φοβήθηκα να βγω έξω. Ήμουν ταραγμένος. Τελικά κοιμήθηκα ανήσυχος. Αργότερα, όταν πήγαμε στον Καραβά άκουσα ότι μερικοί είδαν Τούρκους στα Πλατάνια, που είχε καλαμιώνα, από την Παρασκευή το βράδυ.

- Σκέφτηκες να κοιτάξεις καθόλου στη θάλασσα;
- Όχι. Αντί πουκάτω εγώ εκοίταζα πουπάνω. Το πρωί με ξύπνησε η πρώτη πόμπα. Μου φώναξε η γυναίκα μου: «Έχει αεροπλάνα. Είδα πλοία που έρχονται». Μαζέψαμε τα παιδιά και κατεβήκαμε κάτω στα δυτικά του κέντρου σε μια σπηλιά. Η γυναίκα μου έμεινε στο κέντρο. Σκέφτηκα να πάω στη γαλαρία που εκάμναν το δρόμο του Χριστούθκια.
Δοκίμασα να μπω εκεί, αλλά είχε τρομερή ζέστη. Βγήκαμε έξω. Η γυναίκα μου φώναξε πως στο σπίτι της Καπάπε έχει στρατιώτες. Η γυναίκα τους ρωτούσε τι είναι: «"Ελληνες ή Τούρκοι;» αλλά δεν αποκρίνουνταν. Κάπου-κάπου έριχναν και ντουφεκιές. Ανεβήκαμε πάνω και δοκιμάσαμε δυο-τρεις φορές να φύγουμε αλλά αεροπλάνα μας πολυβολούσαν. Τελικά μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ανεβήκαμε τον ανήφορο. Εκεί ήταν το σπίτι του δικηγόρου του Πελίδη. Εκείνη την ώρα ένα αεροπλάνο έριξε μια βόμβα στης Παγώνας. Τελικά κατεβήκαμε στου Πελίδη. Εκεί είχε κι άλλους: ο Πελίδης, η γυναίκα του, τα πεθερικά του, ο Στέφος που είχε το εστιατόριο κ.α. Μπήκαμε μέσα και εκείνη την ώρα είδα μπροστά στο σπίτι της Καπάπε να έχουν κατεβεί οι Τούρκοι.
- Περίπου τι ώρα;
- Θα ήταν 7 - 7.30π.μ.
- Δικό μας στρατιώτη είδες πουθενά;
-    Είδα δυο - τρεις πάνω από το σπίτι του Πελίδη. "Ενας κρατούσε ένα στέρλιγκ. Ένας είπε: «Ρε, έρκουνται οι Τούρκοι». Και εφύγαν. Σε λίγα λεπτά οι Τούρκοι εγέμισαν τα χωράφια. Ακούσαμε τα περπατήματά τους έξω από το σπίτι και άρχισαν να πυροβολούν πάνω στο σπίτι. Φώναζε ο Πελίδης: «Κρατ για -ου;» Φώναξε η γυναίκα του Πελίδη: «Ουί αρ ίγκλις εντ αμέρικαν τούριστς» και σταμάτησαν. Πήγε ν' ανοίξει την πόρτα ο Πελίδης και έριξαν μια σφαίρα. Μας έστησαν στα τέλια με τα χέρια ψηλά. Μας έκαμαν έρευνα και μας οδήγησαν στις καμπίνες εκεί μπροστά στο κέντρο της Παγώνας που κατέβαιναν οι Τούρκοι.
- Ήταν πολλοί;
- Αρκετοί. Εκατεβαίναν συνέχεια. Εκουμπήσαν τα πλοία τέλια κοντά και επετάσσουνταν έξω. Επατούσαν δηλαδή ένα δυο πόδια ως το γόνατο μέσα στη θάλασσα. Βγαίναν περπατητοί έξω. Είχαν φέρει μαζί τους μια μπουλντόζα, που ίσιωνε τον τόπο για να κατεβούν τα άρματα. Εμετρήσαμε όση ώρα ήμαστεν εκεί οκτώ άρματα και κάμποσα αυτοκίνητα. Το πρώτο έμεινε εκεί στον Πορφυρή και τα άλλα προχώρησαν προς τα πάνω. Περίπου εκατέβηκαν 2000 - 3000 στρατιώτες. Τους παρέτασσε ο αξιωματικός λόχο-λόχο και προ­χωρούσαν προς τα πάνω.






Πηγή: Ο Φιλελεύθερος