Νέα στοιχεία για το παιδομάζωμα
- Πόσα Ελληνόπουλα βρέθηκαν στην Αλβανία το 1948;
- Η μεταφορά τους σε καταυλισμούς και οι συνθήκες διαβίωσης τους σ’ αυτούς
- Η μετακίνησή τους σε χώρες του τέως ανατολικού μπλοκ και ο επαναπατρισμός τους στην Ελλάδα.
Το παιδομάζωμα - Νέα στοιχεία
Τα παιδιά που βρέθηκαν στις χώρες του τέως ανατολικού μπλοκ ήταν τέκνα ανταρτών του ΕΑΜ, ορφανά από έναν ή και τους δύο γονείς τους, παιδιά αγνώστων γονιών, φυλακισμένων, εξόριστων, αγνοουμένων ή εγκλωβισμένων σε άλλη χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Περίπου 300 παιδιά κυρίως από την Ήπειρο και την Καστοριά είτε αποχωρίστηκαν τους γονείς τους στην Ελλάδα και βρέθηκαν ασυνόδευτα είτε οι γονείς τους είχαν πεθάνει και ήταν ορφανά.
Ίσως στην αρχή υπήρξε εθελοντική προσέλευση των γονέων, ήταν όμως περιορισμένη εδαφικά και χρονικά. Από τον Μάρτιο του 1948 και ιδιαίτερα από τα μέσα της χρονιάς εκείνης, καθώς οι περισσότεροι γονείς αρνούνταν πεισματικά να παραδώσουν οικειοθελώς τα παιδιά τους, εφαρμόστηκαν καταναγκαστικοί τρόποι συλλογής, στρατολόγησης και εξορίας. Στην «Καθημερινή» της 5/9/1948 υπάρχει το εξής δημοσίευμα:
«Παραδοθείς εις την περιοχή της Μουργκάνας συμμορίτης καταγόμενος εκ Κουκλίων(σημ: Κουκλιοί, χωριό του Δήμου Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων) περιέγραψε την νυχτερινή αρπαγή των παιδιών ηλικίας από 5-14 ετών των οποίων οι μητέρες υποχρεώθησαν με ξυλοδαρμούς και πυροβολισμούς να τα συνοδέψουν μέχρι το χωριό Κορκοβίτσα (σημ. πρόκειται μάλλον για το παραμεθόριο χωριό της Β. Ηπείρου Κοσοβίτσα) επί του αλβανικού εδάφους όπου και τα εγκατέλειψαν ακουσίως επιστρέψασαι ακολουθίας (γύρισαν με συνοδεία) εις τα ληστοκρατούμενα χωρία των».
Στα αρχεία του ΔΣΕ στον Γράμμο που εγκαταλείφθηκαν μετά την επικράτηση του Εθνικού Στρατού, ανάμεσα στα άλλα βρέθηκε και μία άκρως ενδιαφέρουσα επιστολή ανώτατου εκπαιδευτικού στελέχους του Δημοκρατικού Στρατού σε επιστολή προς συναγωνιστή του. Ο ελληνικός Τύπος που δημοσίευσε τότε την επιστολή τόνιζε πως και μόνον η επιστολή αυτή καταρρίπτει την προπαγανδιστική επιχειρηματολογία του ΚΚΕ, ότι η απαγωγή γινόταν για την προστασία των παιδιών από τους βομβαρδισμούς της αεροπορίας και του μοναρχοφασιστικού στρατού. Ας δούμε τι γράφει η επιστολή αυτή που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» στις 23/8/1949.
"Μας λέγουν εδώ διάφοροι σύντροφοι ότι δεν κατορθώσατε να ξεπεράσετε τις δυσκολίες που δημιούργησαν στον αγώνα μας οι παράγοντες των ξένων ιμπεριαλιστών. Βλέπουν το κίνημα να είναι πολύ καθυστερημένο. Περίμεναν μεγαλύτερη δράση και ανάπτυξη. Κι εγώ συμφωνώ με αυτές τις απόψεις, γιατί τις βρίσκω πολύ λογικές. Θα έπρεπε να είχε σταλεί στις γειτονικές λαϊκές χώρες τριπλάσιος τουλάχιστον αριθμός παιδιών αντιδραστικών γιατί έτσι θα μπορούσαμε να ενισχύσουμε την προσπάθεια που γίνεται για την οργάνωση και ανάπτυξη του παγκόσμιου προλεταριακού στρατού. Καταλαβαίνετε σ. Τίγρη (σημ. πρόκειται φυσικά για ψευδώνυμο) πόσο ακατάβλητος θα είναι ο στρατός αυτός όταν σε λίγα χρόνια θα πάρει τη θέση του μέσα στη δράση του Παγκόσμιου Προλεταριακού Κινήματος ενάντια στις καπιταλιστικές χώρες και ειδικά της μοναρχοφασιστικής Ελλάδας.
Στο δημοσίευμα που αναφέραμε παραπάνω ο Νίκος Μαραντζίδης γράφει ότι η στρατολογία ήταν άτακτη χρονικά και γεωγραφικά. Στηριζόταν σε αιφνιδιαστικές βραδινές περιπολίες και εισβολές των ανταρτών σε κατοικημένες περιοχές ή σε ενέδρες σε τόπους συναθροίσεων των χωρικών. Οι στρατολόγοι του ΔΣΕ έμπαιναν στα σπίτια αναζητώντας νεαρά άτομα που θα στελέχωναν τις γραμμές του. Οι εντολές της ηγεσίας προς τους στρατολόγους ήταν σαφείς: ενδελεχής έρευνα σε κατοικίες, καμάρες, αποθήκες, αποχωρητήρια, κρυψώνες, αχυρώνες, καλύβες και καταφύγια. Να μην εξαπατώνται και να μην δωροδοκούνται, να χρησιμοποιούν ανάλογα με την περίπτωση δόλο ή και απειλές, βία. Να εξαπατούν τις ανήλικες τις οποίες θα χρησιμοποιούν ως ασπίδες προστασίας, να μην επιδίδονται σε λεηλασίες και καταχρήσεις ενώ ιδιαίτερα οι μαχήτριες να μην είναι ατημέλητες κατά την στρατολόγηση των θυμάτων τους. Στις 13/12/1985 ο Μιχάλης Παρτσαλίδης, ένα προβεβλημένο στέλεχος του ΚΚΕ έστειλε στην «Ελευθεροτυπία» μία επιστολή στην οποία καταγράφει και στιγματίζει την πραγματική αιτία του παιδομαζώματος.
Διαφωνώ με τα λόγια κάποιου συνομιλητή της έρευνας που λέει: Δε φέραμε συνάλλαγμα αλλά φέραμε πτυχία. Τα πιστοποιητικά αγνοουμένων και σκοτωμένων παιδιών ηλικίας 15-20 χρονών είναι πολύ περισσότερα από τα πτυχία. Εμπρός στους τόσους νεκρούς Έλληνες και από τις δύο πλευρές τα πτυχία που φέραμε ήταν σταγόνα στον ωκεανό. Γι’ αυτό κι εγώ φωνάζω Ποτέ πια εμφύλιος! Πότε πια παιδομάζωμα. Όλα πρέπει να ξεχαστούν εκτός από το παιδομάζωμα για να μην επαναληφθεί».
Όπως είχαμε αναφέρει στο άρθρο της 31/5/2020, το «παιδομάζωμα», ξεκίνησε τον Μάρτιο του 1948. Η Αλβανία και η Γιουγκοσλαβία, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, επιλέχθηκαν ως ενδιάμεση σταθμοί και όχι ως χώρες υποδοχής. Η επιχείρηση μεταγωγής Ελληνοπαίδων προς την αλβανική μεθόριο, άρχισε υπό την εποπτεία του Υπολοχαγού του ΔΣΕ Μήτσου Γκουμπίδη, του Λοχαγού Θωμά Λευτέρη, του Βασίλη Σακελλαρίδη και του Σταύρου Κωτσόπουλου, καθώς και στελεχών της πολιτοφυλακής. Από αλβανικής πλευράς, υπεύθυνοι ήταν οι Koco Kapora, Braho Malidi, Fone Gjoka κ.ά. Η φυγάδευση γινόταν από τις μεθοριακές περιοχές της Κρυσταλλοπηγής, τον Γράμμου, του Πωγωνίου, της Μουργκάνας και της Σωπικής (χωριό του Πωγωνίου που ανήκει στην Αλβανία). Όλη η ευρύτερη περιοχή βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο των δυνάμεων του ΔΣΕ και η διέλευση ήταν ελεύθερη. Οι βασικές διαδρομές ήταν τρεις: Κρυσταλλοπηγή-Ελμπασάν, Μουργκάνα-Άγιοι Σαράντα-Δυρράχιο και Σωπική-Αργυρόκαστρο-Φιέρι-Αυλώνα. Οι μεταφορές των παιδιών (5-15 ετών), ως τα σύνορα γίνονταν με φορτηγά και στις δύσβατες περιοχές με ζώα ή με τα πόδια, για αποφυγή αιφνιδιαστικών επιθέσεων.
Στη συνέχεια και αφού έφταναν στην Αλβανία, μεταφέρονταν, κυρίως, σε Σκόδρα, Δυρράχιο, Αυλώνα, Φιέρι και σε μικρότερο βαθμό σε όλα τα υπόλοιπα αστικά κέντρα.
Τον Μάρτη του 1949 ο Λευτέρης Βουτσάς από τα Τίρανα, ενημέρωνε τον Βασίλη Μπαρτζιώτα, ότι οι Αλβανοί είχαν επιστρατεύσει για τις ανάγκες μεταφοράς των παιδιών 40 οδηγούς.
Ο αριθμός των παιδιών που εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία και σε χώρες του τέως ανατολικού μπλοκ, δεν μπορεί να υπολογιστεί με ακρίβεια.
Στην Αλβανία, εγκαταστάθηκαν περιστασιακά και για μικρό χρονικό διάστημα 4.731 Ελληνόπουλα. Την άνοιξη του 1948, ο αριθμός των παιδιών (5-15 ετών), ήταν 3.980, ενώ υπήρχαν και ενήλικες συνοδοί-κυρίως νεαρές μητέρες. 1.334 βρίσκονταν στη Σκόδρα, 538 στην Αυλώνα, 500 στο Δυρράχιο, 295 στο Φίερι και 774 στο Ελμπασάν. Οι υπόλοιποι σκορπίστηκαν σε μικρότερες ομάδες στην υπόλοιπη χώρα. Τον Απρίλη του 1948, βρέθηκαν για μικρό διάστημα στην Κορυτσά 6.000 Ελληνόπουλα, τα οποία πολύ σύντομα μεταφέρθηκαν στο Μοναστήρι (Μπίτολα) και από εκεί στις Ανατολικές χώρες. Οι προσφυγικές ροές προς τη Γιουγκοσλαβία κυρίως, συνεχίστηκαν ως τον Απρίλιο του 1949. Η Αλβανία, ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να δεχτεί μικρό αριθμό Ελληνοπαίδων. Η Βουλγαρία, ενώ αρχικά είχε δεσμευθεί ότι μπορούσε να φιλοξενήσει 3.000 παιδιά, αργότερα δήλωσε πως λόγω της φιλοξενίας και πολλών ενηλίκων Ελλήνων, αδυνατούσε να τηρήσει την υπόσχεσή της. Η Ουγγαρία, αρχικά δήλωνε ανέτοιμη να δεχθεί μικρούς Έλληνες πρόσφυγες, αλλά με την πίεση της Μόσχας, υπαναχώρησε. Το 1949, στην Ανατολική Γερμανία, βρίσκονταν 1.300 Ελληνόπουλα, στην Ουγγαρία 2.500, στην Πολωνία 3.500 και στην ΕΣΣΔ 300 (Κατερίνα Χρυσ. Σουλτανιά, «Η Ελληνική Πολιτική Προσφυγιά»).
«Θα ήθελα να διαβεβαιώσω την Εξοχότητά σας, ότι οι απευθυνόμενες από την κυβέρνηση μας ευχαριστίες, εκφράζουν τα συναισθήματα τόσο των γονέων, που μας εμπιστεύτηκαν τα παιδιά τους, τα οποία απειλούντο από τον μοναρχοφασιστικό κίνδυνο και τους εναέριους βομβαρδισμούς, όσο κι εκ μέρους όλου του ελληνικού λαού, στρατευμένου σε έναν αγώνα αποφασιστικής σημασίας για την εξασφάλιση της εθνικής ανεξαρτησίας, τη δημοκρατία και την ειρήνη».
(AQSH, P.490, (Υπουργικό Συμβούλιο), v.1949, D. 678, Επιστολή Πέτρου Κόκκαλη προς των πρωθυπουργό της Αλβανίας, 25-7-1949).
Την άνοιξη του 1948, συγκροτήθηκε από την αλβανική κυβέρνηση, ειδική συντονιστική επιτροπή για τα Ελληνόπουλα. Τη γενική ευθύνη των καταυλισμών, είχε η Αγγελική Ντούπη, μια συγκρουσιακή και προκλητική προσωπικότητα.
Τα παιδιά που έφταναν στην Αλβανία, προέρχονταν κυρίως από την Ήπειρο, την Καστοριά, τα Γρεβενά και τη Φλώρινα και ήταν αδύναμα, ανήμπορα, υποσιτισμένα, ρακένδυτα, ανυπόδητα και καταθλιπτικά.
Στο βιβλίο της Κατερίνας Τσέκου «Έλληνες πρόσφυγες», υπάρχει κατάλογος με την προέλευση των Ελληνόπουλων που είχαν μεταφερθεί σε άλλες χώρες (πηγή: ΕΕΣ).
3.233 προέρχονταν από τον νομό Έβρου, 622 από τον νομό Θεσπρωτίας, 2.413 από τον νομό Ιωαννίνων, 4.541 από τον νομό Καστοριάς, 414 από τον νομό Λαρίσης, 3.600 από τον νομό Πέλλας, 541 από τον νομό Σερρών, 372 από τον νομό Τρικάλων και 5.878 από τον νομό Φλωρίνης. Στα πρόχειρα εξωτερικά ιατρεία που εξετάζονταν τα παιδιά, πολλά διαγνώστηκαν με ιλαρά, βρογχίτιδα, ψώρα και ελονοσία.
Τους χορηγήθηκαν βιταμίνες από τον Ερυθρό Σταυρό και εμβολιάστηκαν κατά του τύφου, της διφθερίτιδας και της ευλογιάς. Τα περισσότερα προσφυγόπουλα από την Ελλάδα, εγκαταστάθηκαν στη Βόρεια Σκόδρα, μετά από πολύωρο ταξίδι, ακόμα και με ζώα. Στοιβάχτηκαν σε ένα εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο δίπλα στη λίμνη για να πλένουν τα ρούχα τους. Κοιμόντουσαν 60 παιδιά σ’ ένα δωμάτιο 4x5 (!), κάτω, μόνο με δύο κουβέρτες ή σε λίγες ντιβανοκασέλες (σε μια ντιβανοκασέλα κοιμόντουσαν 3-4 παιδιά). Τα παιδιά είχαν μόνο μια αλλαξιά εσώρουχα και προμηθεύτηκαν, με μεγάλη καθυστέρηση, ένα ζευγάρι σανδάλια. Σ΄ ένα πιάτο, έτρωγαν 5 παιδιά. Σύντομα, οι ασθένειες άρχισαν να θερίζουν. 300-400 παιδιά διαγνώστηκαν με ψώρα, 500 με ιλαρά και 200 με χρόνια βρογχίτιδα. Τον Σεπτέμβριο, όλα τα παιδιά είχαν ψείρες, ενώ πολλά υπέφεραν από ελονοσία.
Μόνο 200 παιδιά στην Αυλώνα και 300 στη Σκόδρα (σε σύνολο 2.000), παρακολουθούσαν μαθήματα. Τα υπόλοιπα, με βρόμικα ρούχα περιφέρονταν άσκοπα στους δρόμους ή ζητιάνευαν.
Εν τω μεταξύ, γυναίκες «Σλαβομακεδόνισσες», αρνούνταν να μένουν στον ίδιο καταυλισμό με τις άλλες Ελληνίδες, ενώ ζητούσαν τα παιδιά τους να διδάσκονται το γλωσσικό τους ιδίωμα. Η διοίκηση του καταυλισμού της Σκόδρας ανησύχησε και εισηγήθηκε την απομόνωση των γυναικών «σλαβομακεδονικής» καταγωγής, με την αιτιολογία της διατάραξης της ηρεμίας και της παραβίασης των πειθαρχικών κανόνων καταυλισμού. Στη συνέχεια επέβαλε τιμωρίες για πειθαρχικά παραπτώματα.
Στο Ελμπασάν, εγκαταστάθηκαν αρχικά 774 «παιδιά-πρόσφυγες». Ελλείψει επαρκών οικισμών, οι αλβανικές Αρχές μετακίνησαν στη Γιουγκοσλαβία μέσω Qafe Thane, 500 παιδιά. Ως καταλύματα για τα παιδιά χρησιμοποιήθηκαν σπίτια, από τα καλύτερα της πόλης, που είχαν δημευτεί ως περιουσίες πρώην αστών και εχθρών του λαού, με εσωτερική παροχή νερού και ηλεκτρικό ρεύμα. Σε κάθε δωμάτιο με εμβαδόν 4x5, κοιμόντουσαν, στο πάτωμα, 8-10 παιδιά με δύο κουβέρτες ή μία κουβέρτα κι ένα σεντόνι. Κι εδώ, οι συνθήκες, ήταν παρόμοιες με τον καταυλισμό της Σκόδρας.
Στο Φίερι, εγκαταστάθηκαν 514 μικροί πρόσφυγες και στην Αυλώνα 538 (AQSH, F. 490, V. 1949, D. 626).
Η Αλβανία, που τότε είχε πολύ υψηλούς δείκτες παιδικής θνησιμότητας, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες φιλοξενίας των παιδιών. Στο Δυρράχιο πέθαναν δύο Ελληνόπουλα, στο Φίερι ένα μωρό 17 μηνών από υποσιτισμό, ενώ θάνατοι ανηλίκων καταγράφηκαν και στη Σκόδρα. Αυτό βεβαίωσαν και οι ρουμανικές αρχές, όταν παρέλαβαν Ελληνόπουλα από την Αλβανία.
Η αντίδραση των διεθνών οργανισμών
Ακολούθησαν δύο ακόμα αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. (1949 και 1950), ενώ στις 4/1/1949, ο ΓΓ του Ο.Η.Ε., Νορβηγός Trygue Halvdan Lie (Λι), με επιστολές του προς τις κυβερνήσεις της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας, της Τσεχοσλοβακίας αλλά και της Ελλάδας, τις προσκαλούσε να συμβάλλουν στον επαναπατρισμό των Ελληνόπουλων. Η διεθνοποίηση του προβλήματος και η εμπλοκή του Ο.Η.Ε., ήταν σοβαρότατο πλήγμα για το Κ.Κ.Ε. και την ΠΔΚ. Τον Αύγουστο του 1949 στη Γενεύη, οι αιτήσεις γονέων ή συγγενών προς τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό για επαναπατρισμό των παιδιών τους, ήταν μόλις 6.000. Αριθμός που δείχνει ότι χιλιάδες παιδιά σκοτώθηκαν ή και εξαφανίστηκαν…
Επαναπροώθηση και επαναπατρισμός
Ωστόσο, θεωρούσε πολλά παιδιά «Μακεδονόπουλα» και επιδίωκε τον εκσλαβισμό τους. Η εφημερίδα «Η Φωνή του Αιγαίου», συνέκρινε την πολιτική του ΚΚΕ μ’ εκείνη των Οθωμανών, γράφοντας ότι μόνο οι σουλτάνοι χώριζαν τα παιδιά απ’ τους γονείς τους. Κατηγορούσε ως κύριο υπεύθυνο της τραγωδίας ονομαστικά τον Νίκο Ζαχαριάδη και χαρακτήριζε τις απόψεις του υποκριτικές. Η Αλβανία, διαισθανόμενη ότι απειλείται η εδαφική της ακεραιότητα και ότι αδυνατούσε να φιλοξενήσει χιλιάδες Ελληνόπουλα, προσπαθούσε να φιλοξενήσει χιλιάδες Ελληνόπουλα, προσπαθούσε να απαλλαγεί απ’ αυτά. Πολλά παιδιά μεταφέρθηκαν στις Ανατολικές χώρες. Στις 30/11/1948, ο Κώτσο Καπόρα, παρέδωσε στου Βασίλη Σακελλαρίδη. 1.202 Ελληνόπουλα (ΑΣΚΙ (Αρχείο Κ.Κ.Ε.), Κ.353, Φ. 20/3/23).
Στις 10/12/1948, έκλεινε ο καταυλισμός της Σκόδρας και 1.232 παιδιά μεταφέρθηκαν στην Κεντρική Αλβανία.
Στις 12/12/1948, 274 Ελληνόπουλα μεταφέρθηκαν από το Ελμπασάν, όπου έκλεισε ο εκεί καταυλισμός.
Στις 13/12/1948 εκκενώθηκε ο καταυλισμός της Αυλώνας, με 660 παιδιά και στις 15/12/1948, οι καταυλισμοί του Φίερι με 514 παιδιά και του Δυρραχίου με 700 παιδιά. Στο Δυρράχιο παρέμειναν 45 Ελληνίδες και 5 άρρωστα παιδιά.
Όπως έγραφε στις 18/9/1952 η εφημερίδα «Εμπρός»:
«Πολλά παιδιά τα οποία απήχθησαν προ τριετίας από τους κομμουνιστοσυμμορίτες προ τριετίας, βρίσκονται τώρα στη Λ.Δ. της Γερμανίας και εκπαιδεύονται για μελλοντική ανταρτική δράση κατά της Ελλάδας… Στη Βουδαπέστη υπάρχει κεντρικό γραφείο υπό την αιγίδα του πρώην καθηγητή Κόκκαλη, το οποίο συντονίζει όλα τα στρατόπεδα των Ελληνοπαίδων».
Η πλέον φρικαλέα πράξη του συμμοριτοπολέμου , ήταν το "παιδομάζωμα". Πολλά παιδιά, μεταφερόμενα στις Ανατολικές χώρες, έχασαν τη ζωή τους από κακουχίες και βομβαρδισμούς, ενώ άλλα βιάστηκαν, σύμφωνα με μαρτυρίες του Τύπου της εποχής. Κάποια επέστρεψαν στην Ελλάδα, πολέμησαν και σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Στα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, υπάρχουν αναφορές για ανήλικους έγκλειστους σε στρατόπεδα και φυλακές. Γι’ αυτό τον λόγο, ειδικά σήμερα, η φράση του Μιχάλη Παρτσαλίδη «Ποτέ πια εμφύλιος», είναι περισσότερο επίκαιρη από ποτέ…
Βασική πηγή μας για το άρθρο, ήταν το βιβλίο του Δρα Σταύρου Ντάγιου «ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ», Εκδόσεις Literatus, 2017. Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Ντάγιο για την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του και την πολύτιμη βοήθειά του.