Τετάρτη 29 Ιουνίου 2022

Ελληνοτουρκικά: - Το πρόβλημα του Ερντογάν δεν ήταν Σουηδία και Φινλανδία - Η αδιαλλαξία, ο καημός για την άρση του εμπάργκο από τις ΗΠΑ - Η αποτυχημένη προσπάθεια προσθήκης του Αιγαίου και το μικρό "καρότο"


 Η αντίθεση του Τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ δεν είχε να κάνει με το πρόβλημα που έχει με τις δύο συγκεκριμένες χώρες, αλλά με την κλίση της ίδιας της Τουρκίας προς τη Δύση. Ο Ερντογάν εργαλειοποίησε την προσπάθεια των δύο χωρών να ενταχθούν στη Βορειοατλαντική Συμμαχία λόγω της αντίθεσής του στην κουλτούρα που αυτές αντιπροσωπεύουν.

Όπως σημείωσε, μάλιστα, σε άρθρο του (προτού υπογραφεί το μνημόνιο που αίρει το τουρκικό βέτο) o συνεργάτης του Brookings Institution, Kemal Kirişci, το "μπλόκο” Ερντογάν αποτελεί σύμπτωμα της "αποστροφής του για τις αξίες που πρεσβεύει η συμμετοχή της Τουρκίας στη συμμαχία και άλλους δυτικούς θεσμούς, κυρίως στο Συμβούλιο της Ευρώπης και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων”.

Ωστόσο, ο συνεργάτης του Brookings Institution τονίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους στο ΝΑΤΟ είναι σημαντικό να αποφύγουν πολιτικές που θα μπορέσει ο Ερντογάν να τις εκμεταλλευτεί στην ατζέντα του εν όψει των εθνικών εκλογών -τον Ιούνιο του 2023- προτού "διαγράψουν” εντελώς το ενδεχόμενο μιας Τουρκίας με δυτικό προσανατολισμό. Μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να κρατήσει ζωντανή την ελπίδα για μια Τουρκία ικανή να ανασυγκροτήσει τη δημοκρατία της και την οικονομία της και να υπηρετήσει καλύτερα τα συμφέροντα ασφαλείας τόσο τα δικά της όσο και της διατλαντικής συμμαχίας, σε ασταθείς καιρούς.

Η αδιαλλαξία του Ερντογάν αποδίδεται κυρίως στις ισχυρές εγχώριες προκλήσεις που αντιμετωπίζει, και κυρίως στην απελπισμένη ανάγκη του να μεταστρέψει την προσοχή των πολιτών από την τραγική κατάσταση της οικονομίας, αλλά και στην προσπάθειά του να αντιστρέψει την πτώση της δημοτικότητάς του, "παίζοντας” με τα "αχαλίνωτα” εθνικιστικά και αντιδυτικά αισθήματα μεγάλου μέρους του τουρκικού λαού.

Όσο εύλογες κι αν είναι αυτές οι εξηγήσεις, τη γενικότερη στάση του Τούρκου προέδρου τροφοδοτεί επίσης η δυσφορία του ως προς τη μακρόχρονη κλίση της Τουρκίας προς τη Δύση, την οποία συμβολίζουν η συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, καθώς και στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Ως εκ τούτου εργαλειοποιεί την ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας προκειμένου να αμβλύνει την προσέγγιση της χώρας προς τη Δύση, αν όχι να την αντιστρέψει, εξαλείφοντας ταυτόχρονα τους όποιους ελέγχους στη "απόλυτη" κυριαρχία του.

Οι απαιτήσεις του Τούρκου προέδρου

Ο Ερντογάν δήλωσε αρχικά ότι δεν διάκειται θετικά προς τις υποψηφιότητες Φινλανδίας και Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, καθώς αποτελούν "καταφύγια” για τρομοκράτες, αναφερόμενος στην παρουσία και τις δραστηριότητες ατόμων και οργανώσεων που έχουν δεσμούς με το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (PKK) καθώς και το δίκτυο του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν τους οποίους αποκαλεί "τρομοκρατική οργάνωση FETO και τους οποίους κατηγορεί ως δράστες της απόπειρας πραξικοπήματος εναντίον του τον Ιούλιο του 2016. 

Η δήλωσή του αυτή, στις 13 Μαΐου, ενδεχομένως αρχικά να αποτέλεσε μια προσπάθεια, όπως επισημαίνει ο Kirişci, να αποσπαστεί η προσοχή από δύο γεγονότα που έλαβαν χώρα εκείνη την εποχή: τη φυλάκιση της πολιτικού της αντιπολίτευσης Τζανάν Καφταντζίογλου, στην οποία πιστώνεται ευρέως η ήττα του εκλεκτού του Ερντογάν στις δημαρχιακές εκλογές της Κωνσταντινούπολης το 2019, και τη βίαιη επέμβαση της ισραηλινής αστυνομίας στην κηδεία της δολοφονημένης Παλαιστινιοαμερικανίδας δημοσιογράφου Σιρίν Αμπού Ακλεχ, για την οποία ο Ερντογάν επέλεξε να τηρήσει σιγήν ιχθύος.

Στη συνέχεια, όμως, ο Τούρκος πρόεδρος διεύρυνε τις επιδιώξεις του, επισημαίνοντας ότι "όλες οι μορφές εμπάργκο όπλων”, ειδικά από τη Σουηδία, κατά της αμυντικής βιομηχανίας της Τουρκίας αντιβαίνουν στο "πνεύμα της στρατιωτικής συνεργασίας κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ”. Απώτερος στόχος του η άρση του εμπάργκο στην πώληση όπλων προς την Τουρκία, ώστε να διασφαλίσει ότι η Άγκυρα θα μπορέσει να συνεχίσει τον εξοπλισμό του στρατού της, την ώρα μάλιστα που αντιμετωπίζει τη δυστοκία των ΗΠΑ να της παράσχουν αναγκαίες για τη χώρα αμυντικές τεχνολογίες. Το πέτυχε όπως δείχνουν οι όροι του μνημονίου με Φινλανδία και Σουηδία.

Έκτοτε, δε, ο Ερντογάν κατέστησε σαφές ότι δεν θα παραιτηθεί εύκολα του βέτο αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά του. Ακολούθησε σειρά διπλωματικών επαφών για να καμφθούν οι "νόμιμες” ανησυχίες της Τουρκίας, όπως τις έχει χαρακτηρίσει πολλάκις ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

Το αδιέξοδο αφορούσε, μεταξύ άλλων, και τους διαφορετικούς ορισμούς που δίνουν Άγκυρα και Δύση στον όρο "τρομοκρατία”, αλλά και στην επιμονή του Ερντογάν για την έκδοση στην Τουρκία προσώπων, συμπεριλαμβανομένων Σουηδών υπηκόων και μελών του σουηδικού κοινοβουλίου. Η εμπλοκή οφείλεται στο γεγονός ότι στην τουρκική νομοθεσία ο ορισμός της τρομοκρατίας υπερβαίνει την ποινικοποίηση της συμμετοχής σε βίαιες πράξεις και εκτείνεται ως την παραβίαση του βασικού δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου. Αυτό το "ευέλικτο” και συχνά επιθετικό πλαίσιο των όρων "τρομοκράτης” και "τρομοκρατία” χρησιμοποιείται τακτικά από τον Ερντογάν και τα μέλη της κυβέρνησής του για να φιμώσουν και να καταστείλουν τους επικριτές και αντιπάλους τους.

Η προσθήκη... Αιγαίου και Συρίας

Στη συνέχεια, δε, ο Ερντογάν συμπλήρωσε την ατζέντα των αιτημάτων που προτίθεται να θέσει στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ και με άλλες διεκδικήσεις, που έχουν και ελληνικό ενδιαφέρον, εμπλέκοντας τις τουρκικές βλέψεις στο Αιγαίο και συνδέοντας το θέμα της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών με την αποστρατιωτικοποίησή τους, την ώρα που εντείνει συνεχώς την ανθελληνική ρητορική του. 
Ο Τούρκος πρόεδρος, μάλιστα, λέγεται ότι θα δημοσιοποιήσει στα μέλη της Συμμαχίας υποτιθέμενα ντοκουμέντα που έχει συλλέξει η κυβέρνησή του, τα οποία "δείχνουν", κατά την Άγκυρα, ότι η Ελλάδα στρατιωτικοποιεί τα νησιά παραβιάζοντας τις Συνθήκες της Λωζάνης και των Παρισίων. Κι αυτό, σε μια προσπάθεια να δείξει στον τουρκικό λαό ότι η Τουρκία προσέρχεται ως ισχυρός συνομιλητής στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ και δεν εγκαταλείπει την πολιτική της "Γαλάζιας Πατρίδας”, στοχεύοντας την ενίσχυση της δημοφιλίας του.

Στο ίδιο πλαίσιο, προωθεί και τις νέες επιδιώξεις του στη βόρεια Συρία, προαναγγέλοντας μάλιστα ενδεχόμενη επίθεση με στόχο -όπως τονίζει- την προστασία της τουρκικής κυριαρχίας. Ο Ερντογάν, που έχει πραγματοποιήσει ήδη τρεις μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη χώρα σε διάστημα σχεδόν πέντε ετών, έχει βάλει στόχο τις Μονάδες Προστασίας του Λαού των Κούρδων της Συρίας (YPG) και τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF), που υποστηρίζονται από τις ΗΠΑ, ισχυριζόμενος ότι και οι δύο αυτές "τρομοκρατικες ομάδες” συνδέονται με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ). Απώτερος στόχος του να εξαλείψει κάθε πιθανότητα δημιουργίας μιας ελεγχόμενης από τους Κούρδους αυτόνομης περιοχής μεταξύ των συνόρων Συρίας και Τουρκίας.

Το "καρότο”

Την ίδια στιγμή, και προκειμένου να λάβει από τη Δύση όσες περισσότερες παραχωρήσεις μπορεί αναφορικά με τα παραπάνω, ο Ερντογάν προβάλλει ως "καρότο” τη δυνατότητά του να συνδράμει στην επίλυση της κρίσης που έχει προκαλέσει ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Ο Τούρκος πρόεδρος αφενός διεκδικεί για τον εαυτό του τον ρόλο του συνομιλητή με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, κλιμακώνοντας τις προσπάθειές του ώστε να επανεκκινήσουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Μόσχας και Κιέβου για την εύρεση μιας λύσης που θα μπορούσε να οδηγήσει στον τερματισμό του πολέμου.

Την ίδια στιγμή, προσπαθεί να εδραιώσει τη θέση του ως "παίκτη” διεθνούς εμβέλειας, επιδιώκοντας να συνδράμει στην επίλυση της επισιτιστικής κρίσης που επικρέμαται λόγω του αποκλεισμού των σιτηρών της Ουκρανίας από τη Ρωσία. Στο πλαίσιο αυτό, με διπλωματικές επαφές προσπαθεί να εξασφαλίσει, πιθανότατα και με τη συμμετοχή του τουρκικού πολεμικού ναυτικού, διόδους ώστε πλοία να μεταφέρουν σιτάρι και τρόφιμα από την Ουκρανία σε άλλες χώρες.

Η πηγή της αδιαλλαξίας Ερντογάν

Η εντεινόμενη αδιαλλαξία του Ερντογάν, ωστόσο, φαίνεται ότι έχει βαθύτερες ρίζες, που σχετίζονται με τον ολοένα αυξανόμενο αυταρχισμό του, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από κανέναν, και την εξάλειψη των αντιπάλων του. Στάση που προκαλεί συνεχώς επικρίσεις από κυβερνήσεις της Δύσης. Όπως συνέβη στην περίπτωση του Οσμάν Καβαλά, γνωστού ακτιβιστή της κοινωνίας των πολιτών, ο οποίος καταδικάστηκε σε φυλάκιση, που προκάλεσε κύμα αντιδράσεων από ξένους πρεσβευτές που ζητούσαν από τον Τούρκο πρόεδρο να εφαρμόσει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) και να απελευθερώσει τον Καβάλα.

Ο Ερντογάν, αντί να συμορφωθεί, επέλεξε να απορρίψει κατηγορηματικά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και την κίνηση πειθαρχικών μέτρων κατά της Τουρκίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, καταδεικνύοντας ότι δεν θέλει παρεμβάσεις στα του οίκου του. Κίνηση που έχει βλάψει βαθιά τον δυτικό προσανατολισμό της Τουρκίας.

Όπως αντίστοιχα έχει συμβεί όσο αφορά την αξιοπιστία της ως συμμάχου του ΝΑΤΟ, μετά την απόφαση της Άγκυρας να αγοράσει πυραύλους S-400 από τη Ρωσία που οδήγησε σε ρήξη τη σχέση της με τις ΗΠΑ.

Εξελίξεις που εντείνουν κατά καιρούς την αντιδυτική και αντιαμερικανική ρητορική του Ερντογάν, αφήγημα που βρίσκει όμως ευήκοα ώτα εντός της Τουρκίας. Ρητορική που επιδιώκει να τονώσει την ίδια στιγμή και το εκλογικό ακροατήριο του Τούρκου προέδρου, σε μια περίοδο που ο Ερντογάν έχει απωλέσει σε μεγάλο βαθμό τη δημοφιλία του και έχει μπροστά του τις προεδρικές εκλογές του 2023.

Ωστόσο, παρά τα αντιδυτικά αισθήματα που έχει προκαλέσει ο Ερντογάν, εξακολουθεί να διστάζει εμφατικά να διακόψει τις σχέσεις του με το ΝΑΤΟ, καθώς η Τουρκία δεν είναι σε κατάσταση που να μπορεί να αντέξει οικονομικά την εγκατάλειψη της συμμαχίας.

Η γεωπολιτική κατάσταση πέριξ της Τουρκίας -και συγκεκριμένα, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία- επιδεινώνει τα οικονομικά δεινά της χώρας και επηρεάζει αρνητικά την εθνική της ασφάλεια. '



πηγή:phttps://www.capital.gr/diethni/3643842/to-problima-tou-erntogan-den-itan-souidia-kai-finlandia-alla-i-klisi-tis-tourkias-pros-ti-dusi