Ὁ Εὐαγόρας ἀνναρριχήθηκε στὸν ἱστὸ καὶ κατέβασε τὴν σημαία τοῦ κατακτητῆ.
Τὸν Ἀπρίλιο 1955 ὁρκίστηκε μέλος τῆς Ε.Ο.Κ.Α., ἐνῶ στὶς 19 Ἰουνίου 1955 ἔλαβε μέρος στὴν ἀνατίναξη τῶν δικαστηρίων τῆς Πάφου.
Στὶς 17 Νοεμβρίου 1955 συνελήφθηκε γιὰ τὴν προσπάθειά του νὰ προστατεύσει συμμαθητή του ποὺ δεμένο τὸν κτυποῦσαν Ἀγγλοι στρατιῶτες. Κατηγορήθηκε καὶ ἀφέθηκε ἐλεύθερος μὲ ἐγγύηση μέχρι τὴν δίκη ποὺ θὰ γινόταν στὶς 6 Δεκεμβρίου.
Ὅμως, μιὰ μέρα πρὶν τὴ δίκη, στὶς 5 Δεκεμβρίου 1955 (17 ἐτῶν), πῆγε ἀντάρτης στὰ βουνὰ τῆς Πάφου.
Ἦταν μιὰ καλὰ ἐνέργεια, σοβαροῦ προβληματισμοῦ καὶ ἔντονων αἰσθημάτων, γιὰ τοὺς ἀνθρώπους που ἀγαποῦσε, γιὰ τὰ ἰδανικά του, γιὰ τὴν πατρίδα του, καὶ γιὰ τὴ λατρεία του γιὰ τὴν ἐλευθερία.
Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τοὺς στίχους τοῦ ποιήματος “Λευτεριά”, ποὺ ἄφησε ὡς ἀποχαιρετισμὸ στοὺς συμμαθητές του:
“Θα πάρω μίαν ἀνηφοριά, Θὰ πάρω μονοπάτια,
Νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια Ποὺ πᾶν στὴ Λευτεριά.
Θ' ἀφήσω ἀδέρφια, συγγενεῖς, τὴ Μάνα, τὸν Πατέρα,
μεσ' στὰ λαγκάδια πέρα, καὶ τὶς βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας γιὰ τὴ λευτεριά, θὰ ‘χῶ παρέα μόνη,
κατάλευκό το χιόνι, βουνὰ καὶ ρεματιές.
Τώρα κι ἂν εἶναι χειμωνιά, θὰ ‘ρθεῖ τὸ καλοκαίρι,
τὴ Λευτεριὰ νὰ φέρει,σὲ πόλεις καὶ χωριά.
Μὰ δὲν μπορῶ νὰ καρτερῶ. Θὰ πάρω μίαν ἀνηφοριά,
Θὰ πάρω μονοπάτια, Νὰ βρῶ τὰ σκαλοπάτια
Ποῦ πᾶν στὴ Λευτεριά. Τὰ σκαλοπάτια θ' ἀνεβῶ,
θὰ μπῶ σ' ἕνα παλάτι, τὸ ξέρω θὰ ‘ν' ἀπάτη,
δὲ θὰ ‘ναὶ ἀληθινό. Μές το παλάτι θὰ γυρνῶ
ὥσπου νὰ βρῶ τὸ θρόνο βασίλισσα μιὰ μόνο
θὰ κάθεται σ' αὐτόν. Κόρη πανώρια, θὰ τῆς πῶ,
ἄνοιξε τὰ φτερά σου καὶ πάρε μὲ κοντά σου,
Μονάχ' αὐτὸ ζητῶ".
Τὸ βάπτισμα τοῦ πυρὸς πῆρε στὴν ἐπίθεση κατὰ τοῦ Ἀστυνομικοῦ Σταθμοῦ Δρούσειας λίγο πρὶν τὰ Χριστούγεννα 1955, καὶ ἡ δράση τοῦ συνεχίστηκε γιὰ 12 μῆνες στὰ χωριὰ τῆς Πάφου, στὸ Κτῆμα, στὴ Λευκωσία, στὰ χωριὰ Τάλα, Τσάδα, Λυσό, Κινοῦσα, καὶ ἀλλοῦ.
Τὴν νύκτα τῆς 18 Δεκεμβρίου 1956 (18 ἐτῶν) συνελήφθηκε ἀπὸ τοὺς Ἀγγλους μαζὶ μὲ ἄλλους συντρόφους τοῦ μεταφέροντας ὁπλισμὸ κοντὰ στὸ χωριὸ Λυσὸς στὴν Πάφο. Στὶς 25 Φεβρουαρίου 1957, ὅταν κατηγορήθηκε γιὰ μεταφορὰ ὅπλου, ἀψηφώντας τὶς ἐπιπτώσεις, λεοντόκαρδα παραδέχτηκε ἐνοχὴ καταδικαζόμενος σὲ θάνατο.
Ἀκολούθησαν πολλὲς διαμαρτυρίες τόσο ἀπὸ τὴν Κύπρο ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό.
Ἔγινε αἴτηση χάριτος πρὸς τὴ βασίλισσα τῶν Ἀγγλων κατακτητῶν, ἀλλὰ στὴν “καρδιὰ” τῆς 30χρονης μητέρας καὶ βασίλισσας τοῦ μεγαλύτερου ἀποικιακοῦ κράτους δὲν ὑπῆρχε ἀνθρωπιὰ καὶ δὲν ἔδωσε χάρη.
Βέβαια ὁ Εὐαγόρας, ἡ ψυχὴ τῆς ἐπαναστατημένης “διαψασμένης” γιὰ Ἑλλάδα Κύπρου, ποτὲ δὲν θὰ ἄντεχε τὸν οἶκτο τοῦ κατακτητῆ, τὴ ντροπὴ τῆς χάριτος.
Ὁ Εὐαγόρας τελικὰ ἀπαγχονίστηκε τὰ μεσάνυχτα τῆς 13ης πρὸς 14ης Μαρτίου 1957.
Ἦταν 18 ἐτῶν μὰ ἔγινε ἀθάνατος.
Στὸ ἄκουσμα τοῦ θανάτου τοῦ Εὐαγόρα Παλληκαρίδη ὁ Δωδεκανήσιος Φώτης Βαρέλης, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὰ νωπὰ γεγονότα τῆς Ἕνωσης τῆς ἰδιαίτερής του πατρίδας μὲ τὴν Ἑλλάδα (1948), ἔγραψε ἕνα συγκλονιστικόποιημα-ἐλεγεία γιὰ τὸν Εὐαγόρα. Ἀξίζει νὰ τὸ θυμηθοῦμε:
/
«Ἐψὲς πουρνὸ μεσάνυχτα στῆς φυλακῆς τὴ μάντρα
μὲς στῆς κρεμάλας τὴ θελιὰ σπαρτάραγε ὁ Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δὲν τ’ ἄκουσε κανένας.
Ἡ μάνα τοῦ ἦταν μακριά, ὁ κύρης τοὺς δεμένος,
οἱ νιοὶ συμμαθητάδες τοῦ μαῦρο ὄνειρο δὲν εἶδαν,
ἡ νιὰ ποὺ τὸν ὁρμήνευε δὲν εἶχε νυχτοπούλι.
Ἐψὲς πουρνὸ μεσάνυχτα θάψαν τὸν Εὐαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιὰ ὅλη ἡ ζωὴ σὰν πρῶτα.
Ἐτοῦτος πάει στὸ μαγαζί, ἐκεῖνος πάει στὸν κάμπο,
ψηλώνει ὁ χτίστης ἐκκλησιά, πανὶ ἁπλώνει ὁ ναύτης,
καὶ στὸ σκολειὸν ὁ μαθητὴς συλλογισμένος πάει.
Χτυπᾶ κουδούνι, μπαίνουνε στὴν τάξη τοῦ ὁ καθένας.
Μπαίνει κι ἡ πρώτη ἡ ἄταχτη κι ἡ Τρίτη ποὺ διαβάζει,
μπαίνει κι ἡ Πέμπτη ἀμίλητη, ἡ τάξη τοῦ Εὐαγόρα.
- Παρόντες ὅλοι; - Κύριε, ὁ Εὐαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ὁ δάσκαλος? καὶ μὲ φωνὴ ποὺ τρέμει:
- Σήκω Εὐαγόρα, νὰ μᾶς πεῖς ἑλληνικὴ ἱστορία.
Ὁ δίπλα, ὁ πίσω, ὁ μπροστά, βουβοὶ καὶ δακρυσμένοι,
ἀναρωτιοῦνται στὴν ἀρχή, ὥσπου ἡ σιωπὴ τοὺς κάμνει
νὰ πέσουν μ’ ἀναφιλητὰ ἐτοῦτοι κι ὅλη ἡ τάξη.
- Παλληκαρίδη, ἄριστα, Βαγόρα, πάντα πρῶτος,
στοὺς πρώτους πρῶτος, ἄγγελε πατρίδας δοξασμένης,
σὺ μέχρι χθὲς τῆς μάνας σου ἐλπίδα κι ἀποκούμπι,
καὶ τοῦ σχολειοῦ μᾶς σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τὰ ‘πὲ κι ἁπλώθηκε σιωπὴ πὰ’ στὰ κλαμένα νιάτα,
ποῦ μπρούμυτα γεμίζανε τῆς τάξης τὰ θρανία,
ἔξω ἀπ’ ἐκεῖνο τ’ ἀδειανό, παντοτινὰ γεμάτο».
Αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα περιεχόταν στὸ παλιό, πρὸ τοῦ 2006, βιβλίο Γλώσσας τῆς Στ΄ Δημοτικοῦ, στὸ γ΄ τεῦχος. Δὲν ἄρεσε στοὺς ἰθύνοντες τῆς Παιδείας μας, ποὺ ἔπαψε νὰ εἶναι Ἐθνική. Τοὺς φάνηκε προφανῶς «ἐθνικιστικό».
Γιὰ ἡρωισμοὺς θὰ μιλᾶμε τώρα στοὺς μαθητές, ἄλλωστε αἵματα καὶ κόκαλα, θὰ δημιουργήσουν ψυχολογικὰ προβλήματα στὰ παιδιά, δὲν θὰ κοιμοῦνται, θὰ βλέπουν ἐφιάλτες.
Ἄλλωστε οἱ μαθητὲς μᾶς σήμερα καλοῦνται νὰ ἀξιοποιήσουν τὶς “νέες γνώσεις” τῆς πολυπολιτισμικῆς, χρεοκοπημένης, γενικῆς, ἄνοστης καὶ ἀνούσιας ἐκπαίδευσης ποὺ θὰ βγάλει ἱκανοὺς χλιαροὺς πολίτες μιᾶς παγκόσμιας “σούπας” πολιτισμῶν, μιᾶς σούπας ποὺ δὲ θὰ συνάδει μὲ ἡρωισμοὺς καὶ ἐπαναστάσεις. Ἐνῶ «οἱ συνταγὲς μαγειρικῆς», «οἱ ὁδηγίες χρήσης καφετιέρας», «ἡ Σόνια, ἡ γάτα ποὺ ἔγινε ἥρωας» καὶ τόσα ἄλλα κεντρικὰ ἀναγνώσματα “λογοτεχνίας” ἢ καλύτερα “λογοχρησίας, ἀνταποκρίνονται πλήρως στὴν ὑψηλὴ ἀποστολὴ τῆς διὰ βίου….ἀπαιδευσίας.
Βγαίνει ὁ Παλληκαρίδης ἀπὸ τὰ βιβλία γιὰ νὰ μπεῖ στὴ θέση τοῦ συνταγὴ γιὰ μακαρόνια μὲ κιμά.
Ἄχ, πατρίδα «ἐκεῖ ποὺ κρεμοῦσαν οἱ καπεταναῖοι τ’ ἅρματα, κρεμοῦν οἱ γύφτοι τὰ νταούλια».
Στὶς κρίσιμες ὧρες ποὺ περνᾶμε, κάτω ἀπὸ τὸ μανδύα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης καὶ μέσα στὸ κρυφὸ ροκάνισμα ἀξιῶν τῆς πατρίδας μας, ὅσοι Ἕλληνες, πρέπει νὰ βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Εὐαγόρα, σήκω Λεωνίδα, σήκω Παλαιολόγε, σήκω Νικηταρά, σήκω Διάκο, σήκω Παῦλε, σήκω Δαβάκη, νὰ μᾶς πεῖτε ἑλληνικὴ ἱστορία.