Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ δίνει στη δημοσιότητα το νέο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων με τίτλο: "Ακρίβεια, αγοραστική δύναμη και αγορά εργασίας".
Ακρίβεια, αγοραστική δύναμη και αγορά εργασίας
Οι εργαζόμενοι της χώρας βρίσκονται εδώ και πάνω από μια δεκαετία αντιμέτωποι με τρεις διαδοχικές κρίσεις –κρίση χρέους, πανδημική κρίση, κρίση ακρίβειας–, οι οποίες έχουν συμπιέσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και έχουν υποβαθμίσει την ποιότητα της εργασίας και το βιοτικό τους επίπεδο.
Στην τρέχουσα περίοδο δοκιμάζονται από το νέο κύμα της πανδημίας που έχει προκαλέσει η νέα παραλλαγή του κορονοϊού και από τις επιπτώσεις της ακρίβειας.
Αν και ο χρονικός ορίζοντας των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην οικονομία και στην αγορά εργασίας παραμένει ακόμη αβέβαιος, το σίγουρο είναι ότι οι επιπτώσεις αυτές συνδυαστικά με το κύμα ανατιμήσεων στην αγορά λειτουργούν σωρευτικά και σε συνέχεια εκείνων της κρίσης χρέους και της «μεγάλης ύφεσης» δημιουργώντας ένα «τοξικό κοκτέιλ», του οποίου το κύριο συστατικό είναι η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή της ευημερίας.
Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας και η υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας στην Ελλάδα έχουν πάρει πλέον επικίνδυνες διαστάσεις για την κοινωνική συνοχή, ως συνέπειες της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης και των λανθασμένων επιλογών οικονομικής πολιτικής μετά το 2010.
Η αντιστροφή της σημερινής κατάστασης στην αγορά εργασίας μέσω παρεμβάσεων που θα στοχεύουν στην ενίσχυση του εισοδήματος των νοικοκυριών, στην αύξηση του όγκου και της ποιότητας της απασχόλησης και στη μείωση των ανισοτήτων δεν αποτελεί μόνο μια επιλογή ενίσχυσης της κοινωνικής σταθερότητας, αλλά και μείζονα προϋπόθεση οικονομικής σταθερότητας και διατηρήσιμης ευημερίας.
Στην ανάλυση που ακολουθεί παρουσιάζουμε τα νέα δεδομένα σχετικά με τις επιπτώσεις της ακρίβειας στην αγοραστική δύναμη των εργαζομένων. Επίσης, παρουσιάζουμε ορισμένους ποιοτικούς δείκτες της αγοράς εργασίας που αναδεικνύουν το ποσοτικό και το ποιοτικό έλλειμμα απασχόλησης στην Ελλάδα συγκριτικά με τις άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ.
Ακρίβεια, αγοραστική δύναμη και μισθοί
Τον Δεκέμβριο του 2021 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 5,1% σε ετήσια βάση, έναντι 4,8% ετήσιας αύξησης τον Νοέμβριο. Το επίπεδο αυτό του πληθωρισμού είναι από τα υψηλότερα που έχουν σημειωθεί μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωζώνη. Η πληθωριστική εξέλιξη στις τρεις κύριες κατηγορίες δαπανών των νοικοκυριών: στα είδη διατροφής και τα μη αλκοολούχα ποτά, στη στέγαση, όπου περιλαμβάνονται δαπάνες για ηλεκτρισμό και θέρμανση της κατοικίας, και στις μεταφορές, όπου συμπεριλαμβάνεται το αυξημένο κόστος της αμόλυβδης και του πετρελαίου κίνησης.
Τον Δεκέμβριο, παρά τη σταθεροποίηση της τιμής του υγραερίου, η συνεχιζόμενη αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού (136% και 45% σε ετήσια βάση αντίστοιχα) οδήγησε τον γενικό δείκτη τιμής στέγασης σε επιπλέον αύξηση κατά 18%. Αντίστοιχα, η ετήσια άνοδος της τιμής του πετρελαίου κίνησης κατά 28% και της αμόλυβδης κατά 21,4% αύξησαν τον δείκτη τιμής των μεταφορών κατά 11% έναντι του Δεκεμβρίου του 2020. Τέλος, ηπιότερη είναι η αύξηση της τιμής των ειδών διατροφής και των μη αλκοολούχων ποτών, όμως η τάση είναι σταθερά ανοδική, ειδικά από τους θερινούς μήνες του 2021 και ύστερα.
Παρατηρούμε ότι, παρά τη μικρή ονομαστική αύξηση του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος το β’ τρίμηνο του 2021 τον Δεκέμβριο του 2021 η απώλεια αγοραστικής δύναμης του μέσου μηνιαίου ατομικού διαθέσιμου εισοδήματος άγγιζε το 7% σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε στο 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των μισθωτών μερικής απασχόλησης στο 13,7%. Η οριζόντια συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων καθιστά αναγκαίο να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού και οριζόντιας διάχυσης αυτής της αύξησης στους ονομαστικούς μισθούς του συνόλου των μισθωτών μερικής και πλήρους απασχόλησης.
Σε προηγούμενη Έκθεσή μας έχουμε υπογραμμίσει το χάσμα μεταξύ του ύψους του σημερινού κατώτατου μισθού και του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης (60% του διάμεσου εισοδήματος), το οποίο επιδεινώνεται περαιτέρω από τις συνέπειες της ακρίβειας σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης. Τα προβλήματα αξιοπρεπούς διαβίωσης, υλικής αποστέρησης και κινδύνου φτώχειας που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στη χώρα μας θα γίνουν καλύτερα αντιληπτά εφόσον συγκρίνουμε τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όρους αγοραστικής δύναμης με το αντίστοιχο μέγεθος των χωρών μελών της ΕΕ.
Παράλληλα, η αγοραστική δύναμη του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης στη Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη ήταν υπερδιπλάσια της ελληνικής. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θα σημειώσουμε για ακόμη μια φορά την επείγουσα ανάγκη μιας ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας
Παρατηρούμε ότι στην Ελλάδα η συμβολή των κοινωνικών παροχών στο συνολικό ύψος του ακαθάριστου προσαρμοσμένου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών ήταν το 2020 οριακά υψηλότερη από ό,τι στην Πορτογαλία (37,7%), ενώ υπολειπόταν αισθητά έναντι άλλων περιφερειακών οικονομιών, όπως η Ισπανία (44,5%) και η Ιταλία (46,5%).
Αρκετά υψηλότερη συμμετοχή στο ακαθάριστο προσαρμοσμένο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών είχαν το 2020 οι κοινωνικές παροχές στην Ολλανδία (50,9%), στο Βέλγιο (49,8%) και στη Γαλλία (49,1%). Τονίζεται ότι το 2020 οι συνολικές κοινωνικές παροχές στην Ελλάδα μειώθηκαν σε απόλυτο μέγεθος κατά 172 εκατ. ευρώ, ενώ το ύψος τους αντιστοιχούσε στο 75,5% του 2009.
Συμβολή στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών είχε και η υποχώρηση των αποδοχών τους από μισθωτή εργασία.
Ενδεικτικά, το 2020 στη χώρα μας οι καθαρές ετήσιες αποδοχές ενός τυπικού τετραμελούς νοικοκυριού (δύο γονείς και δύο παιδιά), εκφρασμένες σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), διαμορφώθηκαν σε 39.869, μειωμένες κατά 529 συγκριτικά με το 2019 και 5.999 συγκριτικά με το 2009. Το ποσό αυτό υπολείπεται κατά 13.795 και 10.644 μονάδες του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της ΕΕ αντίστοιχα
Σημειώνεται, ότι το γ΄ τρίμηνο του 2021 η χώρα μας κατέγραψε υψηλότερο ποσοστό μετάβασης των άνεργων γυναικών σε καθεστώς απασχόλησης μόνο έναντι της Σλοβακίας. Όσον αφορά τους άνεργους άνδρες, η Ελλάδα εμφάνισε επίσης το γ΄ τρίμηνο του 2021 πολύ χαμηλότερα ποσοστά μετάβασης στην απασχόληση έναντι όλων των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ευρωζώνης, πλην της Σλοβακίας. Η μεγαλύτερη απόκλιση του ποσοστού μετάβασης των άνεργων ανδρών σε καθεστώς απασχόλησης εμφανίστηκε το γ΄ τρίμηνο του 2021 έναντι της Ιρλανδίας (23,9 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ η μικρότερη έναντι της Ιταλίας (0,8 ποσοστιαίες μονάδες).
Σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα διατηρείται στη χώρα μας και το ποσοστό της μακροχρόνιας ανεργίας, το οποίο το γ΄ τρίμηνο διαμορφώθηκε στο 67,1%, 3,9 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2020 και 6,6 χαμηλότερα έναντι του γ΄ τριμήνου του 2019.
Το πρόβλημα της μακροχρόνιας ανεργίας στη χώρα μας εντοπίζεται κυρίως στις γυναίκες, με το ποσοστό εκείνων που είναι μακροχρόνια άνεργες να διαμορφώνεται το γ΄ τρίμηνο του 2021 στο 69,2%, έναντι 64,3% στους άνδρες. Επίσης, όσον αφορά τη μακροχρόνια ανεργία, η Ελλάδα καταγράφει σε σχέση με τις υπό εξέταση ευρωπαϊκές οικονομίες τη χειρότερη επίδοση
Ολοκληρώνοντας, οι τρεις διαδοχικές κρίσεις και η κληρονομιά της λιτότητας έχουν υποβαθμίσει σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων, καθώς επίσης και την ποιότητα της εργασίας.
Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας είναι πλέον δομικό αναπτυξιακό και κοινωνικό πρόβλημα. Δεδομένου του διαβρωτικού αντίκτυπου που έχει η υποβάθμιση της εργασίας, του βιοτικού επιπέδου και της προστασίας της απασχόλησης, οι μισθολογικές ανισότητες και η συρρίκνωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων στον κοινωνικό, τον οικονομικό, τον πολιτικό και τον δημοκρατικό ιστό της χώρας μας, οι παρεμβάσεις ενίσχυσης της συνοχής της αγοράς εργασίας και της αξιοπρεπούς εργασίας και ευημερίας πρέπει να έχουν εξίσου δομικό χαρακτήρα για τη μετάβαση της χώρας στη βιώσιμη, δίκαιη και ανθρωποκεντρική ανάπτυξη.