Προς τις αρχές Σεπτεµβρίου νοµοθετείται το νέο πλαφόν στις συντάξεις, ώστε να ξεκινήσει να εφαρµόζεται από την πληρωµή των συντάξεων Οκτωβρίου. Η ισχύς του νέου πλαφόν θα είναι αναδροµική και θα αφορά όλες τις ήδη καταβαλλόµενες κύριες συντάξεις -παλαιές επανυπολογισµένες και νέες- όπως και τις εκκρεµείς και µελλοντικές. Τα υπερβάλλοντα ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί αναµένεται να συµψηφιστούν µε τις µελλοντικές συντάξεις των δικαιούχων σε 12 µηνιαίες δόσεις.
Το σχέδιο του υπουργείου Εργασίας για «µπλόκο» στις πολύ υψηλές συντάξεις και εξορθολογισµό των στρεβλώσεων του υφιστάµενου συστήµατος αναµένεται να οριστικοποιηθεί εντός του Αυγούστου, ώστε να νοµοθετηθεί αµέσως µετά, δηλαδή προς τις αρχές Σεπτεµβρίου. «∆εν µπορούµε να αφήσουµε αυτή την κατάσταση να εξελίσσεται στο διηνεκές» παρατηρούν υψηλόβαθµα στελέχη του υπουργείου Εργασίας, αναφερόµενα στο ζήτηµα που έχει ανακύψει µε τις ιδιαίτερα υψηλές συντάξεις, οι οποίες σε ακραίες περιπτώσεις µπορεί να ξεπεράσουν και ποσά της τάξης των 20.000 ευρώ τον µήνα, κυρίως για ασφαλισµένους που είχαν υψηλές αναλογικές εισφορές και κοινωνικούς πόρους. Οι υπηρεσίες επεξεργάζονται τουλάχιστον τρία σενάρια, µε στόχο να βρεθεί αυτό που θα ισορροπεί καλύτερα ανάµεσα στην απαραίτητη ανταποδοτικότητα του συστήµατος και στον αναδιανεµητικό του χαρακτήρα.
Στόχος είναι να βρεθεί η χρυσή τοµή, που δεν θα καταστρατηγεί ούτε θα πιέζει την ανταποδοτικότητα του συστήµατος -η οποία σχεδιάζεται άλλωστε να ενισχυθεί µέσω της παραµετροποίησης των ποσοστών αναπλήρωσης-, δεν θα αδικεί όσους έχουν καταβάλει υψηλές εισφορές, ενώ ταυτόχρονα θα κόβει την πρόσβαση σε ιδιαίτερα παχυλές συντάξεις. Σε κάθε περίπτωση, το νέο πλαφόν θα αφορά µόνο τις κύριες συντάξεις και όχι τις επικουρικές. Από τα σενάρια που βρίσκονται στο τραπέζι και µελετώνται διεξοδικά, φαίνεται πως δύο έχουν αυτήν τη στιγµή προβάδισµα:
Σε ΕΤΕ, ΔΕΗ και ΔΕΚΟ οι «χρυσοί» δικαιούχοι
Από την Εθνική Τράπεζα και τη ∆ΕΗ προέρχεται το 86% των συνταξιούχων που εισπράττουν συντάξεις άνω των 3.000 ευρώ τον µήνα και έως 7.000 ευρώ µεικτά. Ειδικότερα, σύµφωνα µε τα στοιχεία του ΕΦΚΑ, που βρίσκονται στη διάθεση του υπουργείου Εργασίας, έχουν απονεµηθεί µε το νέο σύστηµα υπολογισµού του νόµου Κατρούγκαλου 226 υψηλές συντάξεις, της τάξης των 3.000-7.000 ευρώ µεικτά. Οι µισοί από τους εν λόγω συνταξιούχους, ειδικότερα οι 104, είναι πρώην τραπεζοϋπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας, ενώ οι 91 είναι πρώην ανώτερα και ανώτατα στελέχη της ∆ΕΗ. Λιγότεροι (12 στον αριθµό) είναι οι συνταξιούχοι του ΗΣΑΠ που εισπράττουν συντάξεις άνω των 3.000 ευρώ µεικτά, ενώ πέντε είναι δηµοσιογράφοι του πρ. ΕΤΑΠ-ΜΜΕ. Στη µεγάλη τους πλειονότητα οι εν λόγω συντάξεις κυµαίνονται µεταξύ 3.000 και 3.500 ευρώ µεικτά.
Ειδικότερα, οι 140 από τις 226, δηλαδή το 62%, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Το 32,7% εισπράττει υψηλότερα µεικτά ποσά, από 3.500 έως και 4.500 ευρώ. Σχεδόν όλες, δηλαδή οι 223 από τις 226, είναι συντάξεις γήρατος. Υψηλότερα ποσά συντάξεων, άνω των επτά και οκτώ χιλιάδων ευρώ, ακόµη και έως 24.000 ευρώ, προκύπτουν για ειδικές περιπτώσεις, κυρίως για συµβολαιογράφους οι οποίοι είχαν αναλογική εισφορά επί των συµβολαίων που υπέγραφαν αλλά και για πρώην εργαζόµενους σε ∆ΕΚΟ. Οι συµβολαιογράφοι είχαν την ιδιαιτερότητα να µην πληρώνουν µόνο πάγιες ασφαλιστικές εισφορές αλλά και αναλογικές, µε βάση τον κύκλο εργασιών τους, γεγονός που σηµαίνει ότι µπορεί να κινηθούν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Αν µετρηθεί η εν λόγω αναλογική εισφορά υπέρ του ταµείου των συµβολαιογράφων ως ατοµική εισφορά του ασφαλισµένου, τότε προκύπτουν υπέρογκες συντάξιµες αποδοχές για κάποιους που χειρίζονταν πολλά και υψηλής αξίας συµβόλαια. Υπενθυµίζεται πως ο νόµος Κατρούγκαλου προβλέπει προσαύξηση για όσους κατέβαλλαν στο παρελθόν εισφορές υψηλότερες από τις κλασικές εισφορές του ΙΚΑ που έφταναν το 20% επί των µεικτών αποδοχών των εργαζοµένων. Στην πράξη αποδεικνύεται πως η εν λόγω προσαύξηση είναι αρκετά γενναία σε ορισµένες περιπτώσεις.
Για παράδειγµα, για τους ασφαλισµένους στα πρώην ταµεία των ∆ΕΚΟ - τραπεζών οι εισφορές κύριας σύνταξης µέχρι 31/12/2015 ήταν άνω του 30%, για όλους τους παλαιούς ασφαλισµένους (πρώτη ασφάλιση µέχρι 31/12/1992). Ακόµη και το 2018 η συνολική εισφορά για κύρια σύνταξη για τους εν λόγω ασφαλισµένους παρέµενε στο 24%. Με δεδοµένο ότι ο χρόνος ασφάλισης µε υψηλές εισφορές είναι µεγάλος γι’ αυτούς, το αποτέλεσµα είναι µια προσαύξηση στην κύρια σύνταξη, που υπολογιζόµενη µε τον ανωτέρω συντελεστή οδηγεί ακόµη και σε διπλασιασµό της ανταποδοτικής σύνταξης.