Παντελής Καρύκας
Στις 24 Φεβρουαρίου 1821 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κήρυξε την έναρξη της Επανάσταση.
Είχε προηγηθεί, στις 21 Φεβρουαρίου, η μάχη του Γαλατσίου της Ρουμανίας, της πρώτης μάχης του αγώνα, που έληξε με νίκη των Ελλήνων.
Οι Έλληνες προωθήθηκαν αρχικά μέχρι τη Βλαχία. Σύντομα όμως, όταν ο σουλτάνος έλαβε ρωσικές διαβεβαιώσεις ότι ο τσάρος δεν στηρίζει το ελληνικό κίνημα αντέδρασε.
Τον Απρίλιο τουρκικές δυνάμεις πέρασαν τον Δούναβη και εισήλθαν στο έδαφος της Βλαχίας, με την συγκατάθεση της Ρωσίας, αφού βάσει διμερούς συμφωνίας απαγορευόταν η μόνιμη παρουσία τουρκικών δυνάμεων εκεί. Επικεφαλής ήταν ο διοικητής της Σιλίστριας Σελίμ Μεχμέτ πασάς.
Οι Τούρκοι διέθεταν και περί τα 44 μικρά σκάφη που τους εξασφάλιζαν εξασφάλιση της ποτάμιας γραμμής του Δούναβη. Συνολικά ο Σελίμ διέθετε, μαζί με τα πληρώματα των σκαφών, 30.000 άνδρες, δύναμη δηλαδή ικανή να «πνίξει τους Έλληνες επαναστάτες.
Τουρκικά τμήματα δυνάμεως 5-7.000 ανδρών κινήθηκαν προς το Γαλάτσι την ώρα που 12.000 Τούρκοι βάδιζαν προς το Βουκουρέστι. Άλλο δε τουρκικό σώμα εισέβαλε στη Μικρή Βλαχία (σημερινή Ολτένια της Ρουμανίας). Στο Γαλάτσι βρίσκονταν 900 Έλληνες υπό τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη.
Η περιοχή δεν προσφερόταν για άμυνα έναντι ειδικά ενός αντιπάλου που υπερείχε τόσο σε αριθμούς και διέθετε και ιππικό. Προτάθηκε τότε η υποχώρηση των Ελλήνων σε προσφορότερες θέσεις. Η πρόταση όμως απορρίφθηκε για να μην εγκαταλειφθεί ο πληθυσμός του Γαλατσίου στα χέρια των Τούρκων.
Η μάχη του Σερέτη
Οι Έλληνες αφού αποφασίστηκε να παραμείνουν στο Γαλάτσι, άρχισαν να επισκευάζουν τρία παλαιά οχυρώματα που υπήρχαν εκεί, μνημεία του τελευταίου Ρωσοτουρκικού πολέμου. Παράλληλα τέσσερα ελληνικά πλοιάρια, εξοπλισμένα με ελαφρά πυροβόλα, θα υποστήριζαν τα μαχόμενα τμήματα από τα νοτιοανατολικά όπου ρέει ο Δούναβης παραπλήσια της πόλης.
Γνωρίζοντας ότι οι Τούρκοι ήταν καθ’ οδόν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη γέφυρα του ποταμού Σερέτη, δυτικά, από όπου περνούσε ένας από τους δρόμους που από τη Βραίλα οδηγούσε στο Γαλάτσι.
Ο Καρπενησιώτης με λίγους ιππείς μετέβαινε συχνά στην περιοχή του Σερέτη για να παρακολουθεί προσωπικά τους εχθρούς. Το απόγευμα της 30ης Απριλίου, συνοδευόμενος από τον υπαρχηγό του Καραγιώργη και 12 ιππείς, ο Καρπενησιώτης είδε τους Τούρκους να προσεγγίζουν. Η τουρκική εμπροσθοφυλακή, συγκείμενη από 800 ιππείς, πέρασε μέσω πρόχειρης γέφυρας τον ποταμό και κινήθηκε βορειότερα προς άλλη γέφυρα την οποία οι Έλληνες δεν είχαν καταστρέψει.
Οι Έλληνες κάλπασαν επίσης προς την άλλη γέφυρα και έφτασαν πρώτοι. Ήσαν όμως ελάχιστοι. Ο Καρπενησιώτης για να κερδίσει χρόνο αποφάσισε να πολεμήσει, αφού πρώτα έστειλε δύο ιππείς του στο Γαλάτσι για να ζητήσει ενισχύσεις.
Έτσι 12 Έλληνες βρέθηκαν έναντι 800 Τούρκων. Επιτελώντας, κυριολεκτικά, ένα θαύμα ο Καρπενησιώτης και οι άνδρες του άντεξαν τόσο χρόνο όσο χρειάστηκε για να αφιχθούν 600 Έλληνες πεζοί και ιππείς από το Γαλάτσι. Αμέσως ο γενναίος Καρπενησιώτης αντεπιτέθηκε και έτρεψε τους Τούρκους σε φυγή καταδιώκοντάς τους μέχρι την κατεστραμμένη γέφυρα.
Οι Τούρκοι ενίσχυσαν την εμπροσθοφυλακή τους αλλά και πάλι ηττήθηκαν. Σύντομα όμως επανήλθαν αριθμώντας πλέον 2.000 άνδρες και διαθέτοντας τουλάχιστον έξι πυροβόλα. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να παραπλανήσουν τους Έλληνες, εκτελώντας προσποιητή φυγή, ώστε να τους οδηγήσουν εμπρός από τα πυροβόλα τους.
Ο Καρπενησιώτης όμως δεν παραπλανήθηκε. Αντίθετα απάντησε με ίδιο τρόπο καθώς είχε ενισχυθεί και αυτός με ένα πυροβόλο και 100 ακόμα άνδρες. Έτσι όταν οι Τούρκοι επιτέθηκαν βασιζόμενοι στην αριθμητική τους υπεροχή ήταν το ελληνικό πυροβόλο που τους θέρισε με βολιδοφόρα από απόσταση 40 μ. Κατόπιν αυτού οι Τούρκοι υποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους 300 νεκρούς.
Η μάχη στον ποταμό Σερέτη αποτέλεσε ελληνική τακτική επιτυχία. Ωστόσο σύντομα οι Τούρκοι θα κατέκλυζαν την περιοχή.
Παντελής Καρύκας