-Τέλος στα αναδρομικά-Δώρα αμετάκλητα για «παλαιούς» και νέους συνταξιούχους
–Ισχυρές οι περικοπές Βρούτση του 2012 (περικοπή συντάξεων-κατάργηση Δώρων, ν. 4093/2012)
-Ανίσχυρες οι αποφάσεις του 2015 που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές Βρούτση (υπ’αριθ. 2287-2290/2015 αποφάσεις ΟλΣτΕ)
-Συνταγματικός ο επανυπολογισμός των «παλαιών» συντάξεων (προ 13/5/2016)
-Ανοιχτή η κατάργηση της προσωπικής διαφοράς
-Συγκράτηση των συνταξιοδοτικών δαπανών μέχρι το 2060 (νομιμοποίηση «ρήτρας ΔΝΤ»)
-Σύνδεση συνταξιοδοτικών δαπανών με το χρέος-οικονομία (662/2012 απόφαση ΟλΣτΕ, Πρόεδρος Παναγιώτης Πικραμένος)
Ιδού η απόφαση 1891/2019 της Ολομέλειας του ΣτΕ
που ανέτρεψε όλα τα δεδομένα στο Ασφαλιστικό
Ι.Την Παρασκευή 18/10/2019 η Γραμματεία της Ολομέλειας του ΣτΕ έδωσε και επίσημα στη δημοσιότητα τις αποφάσεις για τον νόμο Κατρούγκαλου (ν. 4387/2016).
Συνολικά οι αποφάσεις είναι είκοσι τρεις (23) και έχουν λάβει αριθμούς 1880-2003/2019. Οι πιο σημαντικές είναι πέντε (5), οι υπ’αριθ. 1880 και 1888-1891/2019, ενώ η πιο καταλυτική όλων για το παρόν και το μέλλον των συντάξεων είναι η υπ’αριθ.1891/2019 που έλυσε, δυστυχώς σε βάρος των συνταξιούχων, το ζήτημα του επανυπολογισμού και της προσωπικής διαφοράς και έβαλε αμετάκλητα ταφόπλακα στο ζήτημα των αναδρομικών και των Δώρων.
Η απόφαση αυτή ανέτρεψε όλα τα μέχρι τώρα δεδομένα για το Ασφαλιστικό Σύστημα της χώρας μας και μπορεί να δώσει ισχυρά ερείσματα για περαιτέρω μειώσεις στις συντάξεις στο προσεχές μέλλον.
ΙΙ. Οι προσφυγές των κοινωνικών φορέων και των μεμονωμένων συνταξιούχων κατά του ν. 4387/2016 είχαν κατατεθεί στις 14/12/2016, συζητήθηκαν ενώπιον της Ολομέλειας (μετ’αναβολήν) στις 4/10/2017, οι διασκέψεις είχαν ολοκληρωθεί μεταξύ 11/5/2018 και 7/6/2018, ενώ οι αποφάσεις δημοσιεύθηκαν (σε περίληψη) ενάμισι χρόνο μετά, στις 4/10/2019.
ΙΙΙ.Αναφορικά με την υπ’αριθ. 1891/2019 απόφαση, οι διασκέψεις της Ολομέλειας (συνολικά οκτώ) έλαβαν χώρα στις 11, 18, 21, 22, 24 και 25/5/2018 και στις 6-7/6/2018).
Ήδη στην πρώτη διάσκεψη, στις 11/5/2018 αποφασίστηκαν σχεδόν όλα τα νομικά ζητήματα με την οριακή πλειοψηφία 13 υπέρ έναντι 12 κατά, με την ψήφο του Προέδρου του ΣτΕ κ.Νικόλαου Σακελλαρίου να είναι ανάμεσα στις 12 «κατά».
Στις 16/5/2018 ο Πρόεδρος τότε του ΣτΕ κ.Νικόλαος Σακελλαρίου υπέβαλε την παραίτησή του, καταγγέλλοντας «παρεμβάσεις» στο έργο του, σαφώς αναφερόμενος στη διάσκεψη και τις αποφάσεις που είχαν ληφθεί στις 11/5/2018 για τον επανυπολογισμό και την περικοπή της προσωπικής διαφοράς των «παλαιών» συντάξεων.
Τότε ο τέως Πρόεδρος του ΣτΕ κ.Νικόλαος Σακελλαρίου είχε δηλώσει:
«(…) Τα χρόνια που ακολούθησαν, οι αντοχές όλων μας δοκιμάσθηκαν ακόμη περισσότερο από τα νεώτερα μνημόνια που επέβαλαν τη λήψη και νέων επώδυνων οικονομικών μέτρων, που συνοδεύθηκαν από τις συνεχείς μειώσεις μισθών και συντάξεων.
Οι καταστάσεις αυτές, οδήγησαν το Δικαστήριο στην έκδοση σειράς αποφάσεων της Ολομελείας του σχετικά με την μή περαιτέρω μείωση των συντάξεων και την θεσμική θωράκιση των προσώπων, που είναι επιφορτισμένα με βασικές αποστολές του Κράτους, όπως η εθνική άμυνα, η ασφάλεια, η υγεία, η παιδεία και η Δικαιοσύνη.
Φρονούμε, ότι τα δικαστικά αυτά προηγούμενα και οι εγγυήσεις που ετέθησαν με αυτά, δεν μπορούν, χωρίς να παραβιάζεται το Σύνταγμα, να αγνοηθούν ούτε, πολύ περισσότερο, να παρακαμφθούν από το νομοθέτη, με το πρόσχημα της καταρτίσεως ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος μέσω του επανυπολογισμού όλων, των μέχρι σήμερα, απονεμηθεισών συντάξεων – πράγμα που θέτει τους ήδη συνταξιούχους σε καθεστώς πλήρους ανασφαλείας, κατά παράβαση της αρχής της εμπιστοσύνης – και μέσω της εισαγωγής, σε συνάρτηση, πάντοτε, με τον επανυπολογισμό, ενός νέου τρόπου υπολογισμού των εφεξής απονεμομένων συντάξεων, μέτρα που οδηγούν, με μαθηματική ακρίβεια, σε περαιτέρω μείωση του ύψους των συντάξεων, το οποίο, όμως, έχει ήδη διαμορφωθεί, μετά τις αλλεπάλληλες περικοπές τους, σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο.
Σε αντίθετη περίπτωση, εκτιμούμε, ότι είναι πλέον ή ορατός ο κίνδυνος περαιτέρω μειώσεως του ύψους των απονεμομένων συντάξεων, με τελικό αποτέλεσμα την πλήρη εξαθλίωση όλων των συνταξιούχων.«.
IV.Η υπ’αριθ. 1891/2019 απόφαση ΟλΣτΕ, που ελήφθη με πλειοψηφία 13 ψήφων υπέρ έναντι 12 κατά, στη διάσκεψη της 11/5/2018, μετά την οποία ο μειοψηφήσας Πρόεδρος του ΣτΕ κ.Νικόλαος Σακελλαρίου παραιτήθηκε, αποφάσισε για τους παλιούς συνταξιούχους τα εξής:
-Δεν δικαιούνται αναδρομικά-Δώρα, αμετάκλητα, οι «παλαιοί» και νέοι συνταξιούχοι
-Είναι ισχυρές οι περικοπές Βρούτση του 2012 (περικοπή συντάξεων-κατάργηση Δώρων, ν. 4093/2012)
-Είναι ανίσχυρες οι αποφάσεις του 2015 που είχαν κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές Βρούτση (υπ’αριθ. 2287-2290/2015 αποφάσεις ΟλΣτΕ)
-Είναι συνταγματικός ο επανυπολογισμός των «παλαιών» συντάξεων (προ 13/5/2016)
-Μένει ανοιχτό το ζήτημα για την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς
-Είναι νόμιμη η συγκράτηση των συνταξιοδοτικών δαπανών μέχρι το 2060 (νομιμοποίηση «ρήτρας ΔΝΤ»)
-Ισχύει η μνημονιακή δέσμευση για τη σύνδεση των συνταξιοδοτικών δαπανών με το χρέος-οικονομία (662/2012 απόφαση ΟλΣτΕ, Πρόεδρος Παναγιώτης Πικραμένος)
V.Η ΕΝΥΠΕΚΚ, ήδη με την από 12/5/2018 ανακοίνωσή της, είχε ενημερώσει τους συνταξιούχους για την αρνητική αυτή δικαστική εξέλιξη, αμέσως μετά τη διάσκεψη της 11/5/2018, που οδήγησε τελικά σε παραίτηση τον Πρόεδρο του ΣτΕ στις 16/5/2018.
Επίσης με την από 4/10/2019 ανακοίνωσή μας είχαμε ενημερώσει τους συνταξιούχους για την αρνητική αυτή δικαστική εξέλιξη, καλώντας τους να μην προσφεύγουν εφεξής στα Δικαστήρια και να μην ξοδεύονται περαιτέρω για τα ίδια ζητήματα.
Η ΕΝΥΠΕΚΚ, μετά την έκδοση των αποφάσεων του ΣτΕ και ιδιαίτερα της υπ’αριθ. 1891/2019 που ελήφθη με οριακή πλειοψηφία και οδήγησε τον πρώην Πρόεδρο του ΣτΕ σε παραίτηση, καλεί όλους τους συνταξιούχους να πιέσουν συντονισμένα και ενωτικά την κυβέρνηση για άμεση και δίκαιη λύση στο ζήτημα των αναδρομικών.
Η ΕΝΥΠΕΚΚ καλεί τέλος το Συνδικαλιστικό Κίνημα και ολόκληρη την κοινωνία σε ενότητα, περισσότερο αναγκαία από κάθε άλλη χρονική συγκυρία.
Ιδού το απόσπασμα της υπ’αριθ. 1891/2019 απόφασης ΟλΣτΕ
που «έφερε τα πάνω κάτω» στα αναδρομικά και τις συντάξεις
«18. Επειδή, ειδικότερα, όσον αφορά τις συντάξεις, με τον ν. 4387/2016 μεταβλήθηκε εκ βάθρων το σύστημα υπολογισμού και αναπροσαρμογής των συντάξεων των ασφαλισμένων στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων, περιλαμβανομένων και όσων ελάμβαναν ήδη σύνταξη πριν από την έναρξη ισχύος του νέου νόμου. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, η ασφαλιστική παροχή (κύρια σύνταξη) για όλους τους ασφαλισμένους του νέου φορέα, μισθωτούς και μη, προκύπτει από το άθροισμα εθνικής και ανταποδοτικής σύνταξης, η πρώτη των οποίων χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό και η δεύτερη, κατ’ αρχήν, από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Ειδικότερα, η εθνική σύνταξη καθορίζεται, κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου, στο ποσό των 384 ευρώ υπό την προϋπόθεση της πραγματοποιήσεως χρόνου ασφάλισης τουλάχιστον 20 ετών (ή ακόμη και 15 ετών, οπότε παρέχεται μειούμενη κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών) και καταβάλλεται χωρίς εισοδηματικά κριτήρια, για την καταβολή της δε απαιτείται η θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η ανταποδοτική σύνταξη προκύπτει από τις συντάξιμες αποδοχές, το χρόνο ασφάλισης και τα οριζόμενα στο νόμο κατ’ έτος ποσοστά αναπλήρωσης, κοινά για κάθε κατηγορία ασφαλισμένων. Για τους μισθωτούς ασφαλισμένους, συντάξιμες αποδοχές είναι ο μέσος όρος μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου, δηλαδή το πηλίκον της διαιρέσεως του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών δια του συνολικού χρόνου ασφαλίσεώς του, ως σύνολο δε μηνιαίων αποδοχών που έλαβε ο ασφαλισμένος νοείται το άθροισμα των μηνιαίων αποδοχών που υπόκεινται σε εισφορές, καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού του βίου. Για τους αυτοαπασχολούμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες, ως συντάξιμες αποδοχές νοείται το εισόδημα το οποίο υπόκειται σε εισφορές καθ’ όλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου. Υπό το καθεστώς του νέου νόμου, η αναπροσαρμογή των συντάξεων καθορίζεται ανάλογα με την εξέλιξη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και των ετήσιων μεταβολών του δείκτη τιμών καταναλωτή. Εκτός από τη μεταβολή του συστήματος αυτού, που αφορά τον υπολογισμό των μελλοντικών συντάξεων και οδηγεί σε μείωση των εφεξής καταβαλλομένων συντάξεων σε σχέση με το προϊσχύον σύστημα, προβλέφθηκε επανυπολογισμός των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, των συντάξεων, δηλαδή, που καταβάλλονταν σε συνταξιούχους που είχαν αποχωρήσει από την υπηρεσία τους πριν από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016. Οι χορηγούμενες στους παλαιούς αυτούς συνταξιούχους συντάξεις διαμορφώνονται υπό την ισχύ του ν. 4387/2016 και αποτελούνται πλέον και αυτές από το τμήμα της εθνικής και το τμήμα της ανταποδοτικής σύνταξης. Η τελευταία υπολογίζεται επί τη βάσει του συντάξιμου μισθού επί του οποίου κανονίσθηκε η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη και επί του οποίου εφαρμόζονται τα ποσοστά αναπλήρωσης του άρθρου 8 του ν. 4387/2016 αναλόγως των ετών ασφάλισης βάσει των οποίων κανονίσθηκε η επανυπολογισθείσα σύνταξη.
Για την αντιμετώπιση, εξάλλου, των αυξομειώσεων που ανακύπτουν, λόγω του ανακαθορισμού των συντάξεων σε σχέση με τις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις, προβλέπεται για μεν την περίπτωση της αυξήσεως η τμηματική καταβολή της στο μέλλον (εντός πέντε ετών από την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής αναπροσαρμογής), για δε την περίπτωση της μειώσεως η διατήρηση, υπό μορφή προσωπικής διαφοράς, της παλαιάς συντάξεως μέχρι 31.12.2018 (οπότε ολοκληρώνεται, κατά τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση, το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής). [Εξάλλου, για το μεταγενέστερο της μεταβατικής αυτής περιόδου χρονικό διάστημα -από 1.1.2019 και εφεξής- ο νομοθέτης προέβλεψε τη δυνατότητα διατηρήσεως, ως προσωπικής διαφοράς, τμήματος της παλαιάς συντάξεως. Συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι, αν το καταβαλλόμενο, από 1.1.2019, ποσό συντάξεως είναι μεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον επανυπολογισμό του, το υπερβάλλον ποσό περικόπτεται, η περικοπή, εντούτοις, αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το 18% της καταβαλλόμενης, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016, κύριας σύνταξης του δικαιούχου.
Στην περίπτωση, εξάλλου, αυτή, το τυχόν επιπλέον ποσό εξακολουθεί να καταβάλλεται στον δικαιούχο, ως προσωπική διαφορά, συμψηφιζόμενο κατ’ έτος και μέχρι την πλήρη εξάλειψή του, με την μελλοντική αναπροσαρμογή των συντάξεων βάσει των πάγιων ρυθμίσεων του νέου νόμου (άρθρα 1 παρ. 2 και 2 παρ. 2 του ν. 4472/2017)]. Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις, ο νομοθέτης, προκειμένου να επιτύχει, εν μέσω της παρατεινόμενης οικονομικής κρίσης και υπό συνθήκες έντονων δημοσιονομικών πιέσεων, τον στόχο της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος -βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα- αλλά και να διασφαλίσει την ευχερή παρακολούθηση του στόχου αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης το πολύ κατά 2,5% του ΑΕΠ του έτους 2009 μέχρι το έτος 2060, προκρίνει, κατ’ εφαρμογή των αρχών της διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης, την άμεση εφαρμογή των νέων, ενιαίων κανόνων υπολογισμού των συντάξεων τόσο στους εξερχόμενους από την αγορά εργασίας μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 όσο και στους ήδη συνταξιούχους μέσω του επανυπολογισμού των συντάξεών τους.
Σε σχέση με τους τελευταίους, με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 και της ήδη προσβαλλόμενης κοινής υπουργικής αποφάσεως, ως βάση για τον επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων, λαμβάνεται το ύψος των συντάξεων όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κατά την 31.12.2014, με τις επελθούσες δηλαδή περικοπές των ν. 4051/2012 και 4093/2012. Ο επανυπολογισμός, επομένως, των κύριων συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων δεν αποβλέπει σε άμεσα δημοσιονομικά οφέλη, καθόσον διατηρείται, κατ’ αρχήν, ως προσωπική διαφορά, το ποσό της καταβαλλόμενης κατά την έναρξη ισχύος του ν. 4387/2016 σύνταξης που υπερβαίνει το συνολικό ποσό της επανυπολογισθείσας, αλλά μόνο σε έμμεσα, μέσω της κατ’ ουσίαν διατήρησης των περικοπών των ανωτέρω ν. 4051/2012 και 4093/2012, οι οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης επιρρίπτει το βάρος του στόχου εξασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος όχι μόνον στους ασφαλισμένους και στους νέους συνταξιούχους, αλλά και στους παλαιούς συνταξιούχους, μειώνοντας την προσωπική διαφορά, μέσω της κατά τα ανωτέρω επιλογής, ως βάσης επανυπολογισμού, της σύνταξης όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στις 31.12.2014, και επιφέροντας με τον τρόπο αυτό – ουσιαστικά – νέες περικοπές στις συγκεκριμένες συντάξεις, αντίστοιχες σε ύψος προς εκείνες που είχαν επέλθει με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 και είχαν κριθεί, κατά τα ανωτέρω, αντισυνταγματικές, υλοποιώντας παράλληλα τη δέσμευση που η Ελληνική Κυβέρνηση ανέλαβε στο πλαίσιο του Μνημονίου του ΕΜΣ για υιοθέτηση πολιτικών -και όχι απλώς μέτρων- που αντισταθμίζουν τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των ως άνω αποφάσεων.
Ενόψει των ανωτέρω, αλλά και των αιτίων που αναφέρονται, κατά τα προεκτιθέμενα, στην αιτιολογική έκθεση του νόμου και θέτουν σε διακινδύνευση τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος (σοβαρή και διαρκής επιδείνωση της αναλογίας εργαζομένων / συνταξιούχων λόγω του οξυμένου δημογραφικού προβλήματος της χώρας, διαρκής μείωση των θέσεων απασχόλησης και αύξηση των θέσεων μερικής απασχόλησης λόγω της υψηλής ανεργίας, δραστική μείωση των αποδοχών, υφιστάμενες παθογένειες του συστήματος κλπ), αιτιολογείται κατ’ αρχήν εν προκειμένω, τόσο, γενικώς, η ανάγκη μεταρρυθμίσεως του υφισταμένου ασφαλιστικού συστήματος, η οποία δεν κωλύεται από την υποχρέωση συμμόρφωσης στις προαναφερόμενες 2287 και 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, όσο και, ειδικώς, ο επανυπολογισμός των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων, ώστε να επωμισθούν και αυτοί και όχι μόνον οι νέοι συνταξιούχοι και οι νυν ασφαλισμένοι (με την αύξηση των εισφορών και την μείωση των μελλοντικών συντάξεων, λόγω τροποποίησης των συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων) το βάρος της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης και διαγενεακής ισότητας και αλληλεγγύης∙ δεδομένου ότι και αυτοί ωφελούνται εξ ίσου από την επιδιωκόμενη, με την επιχειρούμενη ασφαλιστική μεταρρύθμιση, διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, τη διατήρηση δηλαδή της ικανότητάς του να χορηγεί συντάξεις στους υφιστάμενους και στους μελλοντικούς συνταξιούχους.
Εξάλλου, όπως έχει εκτεθεί (σκέψη 10), με τις ανωτέρω αποφάσεις της Ολομελείας του, το Δικαστήριο κατέληξε στην κρίση περί αντισυνταγματικότητας των περικοπών των ν. 4052/2012 και 4093/2012 για το λόγο ότι, ελλείψει εμπεριστατωμένης μελέτης με το ειδικότερο περιεχόμενο που αναλυτικώς εκτίθεται στις αποφάσεις αυτές, δεν ήταν δυνατόν να ελεγχθεί από το Δικαστήριο αν οι μειώσεις που επιβλήθηκαν με τις περικοπές αυτές στις συντάξεις ήταν σύμφωνες με τις συνταγματικές αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης, της ισότητας στα δημόσια βάρη και της αναλογικότητας. Δεν κρίθηκε, επομένως, με τις αποφάσεις αυτές ότι οι επιβληθείσες μειώσεις υπερέβαιναν τα όρια που θέτουν οι εν λόγω συνταγματικές αρχές. Συνεπώς, δεν εκωλύετο ο νομοθέτης από τις εν λόγω αποφάσεις να προβεί σε νέες ρυθμίσεις ως προς το ύψος των συντάξεων ή ακόμη και να επαναθεσπίσει τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές, εφόσον ελάμβανε υπόψη τα κριτήρια και ικανοποιούσε τις απαιτήσεις που έθεσε με τις ανωτέρω αποφάσεις του το Δικαστήριο κατόπιν ερμηνείας των μνημονευθεισών συνταγματικών διατάξεων, είτε, ακόμη, διατηρώντας τη σχετική προς τούτο ευχέρειά του, να προβεί στη θέσπιση νέου ασφαλιστικού συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, εφόσον επέλεγε να υιοθετήσει εκ νέου τις ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων κατά τον επανυπολογισμό των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, όπως και έπραξε, υπεχρεούτο να αιτιολογήσει ειδικώς τον λόγο για τον οποίο ήταν τούτο αναγκαίο ενόψει της επιχειρούμενης συνολικής μεταρρύθμισης του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως. Εν προκειμένω δε, η επίμαχη ρύθμιση – η επιλογή δηλαδή από το νομοθέτη, ως βάσης επανυπολογισμού των συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί με τις κατά τα ανωτέρω κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές – η οποία δεν παρίσταται μεμονωμένη, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα μέτρων του νέου ριζικώς αναμορφωμένου ασφαλιστικού συστήματος του ν. 4387/2016, με τα οποία δεν επέρχονται απλώς οριζόντιες περικοπές προς εξυπηρέτηση αμιγώς δημοσιονομικών στόχων, όπως με τους προηγούμενους νόμους (βλ. σκέψη 9), αλλά θεσπίζονται διαρθρωτικές αλλαγές του συστήματος [ενιαίος φορέας κοινωνικής ασφάλισης, ενιαίοι κανόνες εισφορών και παροχών, επανυπολογισμός των ήδη απονεμηθεισών συντάξεων βάσει ενιαίων κανόνων για το σύνολο των συνταξιούχων, ειδική πρόνοια για την προστασία των ήδη συνταξιούχων μέσω του θεσμού της διατήρησης της προσωπικής διαφοράς κλπ] προς επίτευξη του δημοσίου συμφέροντος σκοπού διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, αιτιολογείται επαρκώς λόγω της συμβολής της εν λόγω ρύθμισης στην πραγματοποίηση του σκοπού αυτού και ενόψει των ανωτέρω δημοσιονομικών και νομικών συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκε.
Καθόσον, πέραν των όσων εκτέθηκαν σχετικώς με την αιτιολόγηση της ρύθμισης αυτής από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης των γενεών, η εν λόγω ρύθμιση συμβάλλει σημαντικά στη βελτίωση -βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα- των οικονομικών του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και στην επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου διατήρησης σταθερής της συνταξιοδοτικής δαπάνης, όπως τούτο προκύπτει από το οικ. 20263/ 121/4.5.2016 ενημερωτικό σημείωμα της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης προς τον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας, (με θέμα «Αποτίμηση επιπτώσεων της προτεινόμενης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης»), στο οποίο, υπό τον τίτλο «Εξέλιξη συνταξιοδοτικής δαπάνης (κύριων και επικουρικών συντάξεων)», αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Σύμφωνα με τα στοιχεία εξέλιξης της συνταξιοδοτικής δαπάνης, διαπιστώνεται σημαντική μείωση σε απόλυτα μεγέθη, τα έτη 2010 και 2013, λόγω της εφαρμογής των διαδοχικών νόμων περιορισμού της (Ν. 4024/11, Ν. 4051/12, Ν. 4093/2012), ενώ ως % του ΑΕΠ παρατηρείται αύξηση, η οποία οφείλεται στη σημαντική μείωση του ΑΕΠ την ίδια περίοδο. Οι προβολές του βασικού σεναρίου έως το 2019 (πριν δηλαδή τη σύνταξη του σχεδίου νόμου για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση), παρουσιάζουν τη σταδιακή αύξηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε απόλυτα μεγέθη (32,06 δις το 2019) για τους λόγους που προαναφέρθηκαν (αύξηση του αριθμού των συνταξιούχων, αύξηση της μέσης σύνταξης των νέων συνταξιούχων). Στο βασικό αυτό σενάριο το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης το έτος 2019 αντιστοιχεί στο 16,3% του ΑΕΠ (το υψηλό ποσοστό οφείλεται στο μειωμένο κατά 17% ΑΕΠ 2019 έναντι του ΑΕΠ 2009). Επισημαίνεται ότι στις προβολές αυτές έχει συμπεριληφθεί η δημοσιονομική επίπτωση των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, η οποία αντιστοιχεί σε εξοικονόμηση της τάξης του 2% του ΑΕΠ. Αν εξαιρεθεί η δημοσιονομική επίπτωση των προαναφερθέντων νόμων, η συνταξιοδοτική δαπάνη το έτος 2019 θα φθάσει το 18,5% του ΑΕΠ (ποσοστό εξαιρετικά υψηλό σε σχέση με τους αντίστοιχους μέσους Ευρωπαϊκούς Δείκτες)».
Ενόψει δε του ότι, αναγκαίως, χωρίς τη θέσπιση της επίμαχης ρύθμισης, η εν λόγω δαπάνη, θα επιβαρυνθεί αναλόγως και κατά τα επόμενα έτη, η δημοσιονομική επίπτωση της ρύθμισης αυτής στο ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης είναι σημαντική. Επομένως, εκτιμωμένου και του συνολικού δημοσιονομικού οφέλους της και της ουσιαστικής συνεισφοράς της στη συγκράτηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης και, κατ’ επέκταση, στην επίτευξη -βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα- του επιδιωκόμενου στόχου της διατήρησης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, η εν λόγω ρύθμιση, τελούσα σε άμεση συνάφεια προς τον σκοπό του νομοθέτη και ενόψει του γενικότερου κανονιστικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, παρίσταται επαρκώς δικαιολογημένη∙ δεδομένου, μάλιστα, ότι ο διακηρυσσόμενος από τον νομοθέτη σκοπός της περιστολής των δημοσιονομικών, εν γένει, και των συνταξιοδοτικών, ειδικότερα, δαπανών προς το σκοπό της διασφαλίσεως της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος και της συνεχίσεως της καταβολής ασφαλιστικών παροχών, προς όφελος όλων των συνταξιούχων, παλαιών και νέων, δεν εξυπηρετεί απλώς το δημοσιονομικό συμφέρον του Δημοσίου, αλλά αποτελεί πράγματι σκοπό δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει, κατ’ αρχήν, τη λήψη των ανωτέρω μέτρων περικοπής των καταβαλλόμενων συντάξεων των παλαιών συνταξιούχων, τα οποία αποβλέπουν στον εξορθολογισμό των συνταξιοδοτικών παροχών προς όλους τους συνταξιούχους, παλαιούς και νέους, κατ’ εφαρμογή της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αξίωσης του νομοθέτη για την εκπλήρωση από όλους του χρέους εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης.
Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα προβαλλόμενα ότι, κατά τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων με τις διατάξεις των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016 και της πρώτης προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο νομοθέτης διατήρησε τις κριθείσες ως αντισυνταγματικές περικοπές των συντάξεων που επιβλήθηκαν με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 (με τις 2287, 2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας), χωρίς να αιτιολογήσει τη σχετική επιλογή του, εφόσον, κατά τα ανωτέρω, η εν λόγω επιλογή αιτιολογείται επαρκώς στο πλαίσιο της επιχειρούμενης από αυτόν ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Τέλος, τα προβαλλόμενα ότι οι διατάξεις των άρθρων 14 και 33 του ν. 4387/2016, κατ’επίκληση των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη 26083/887/7.6.2016 κοινή υπουργική απόφαση «Αναπροσαρμογή κύριων συντάξεων – Προστασία καταβαλλόμενων συντάξεων», έχουν θεσπιστεί κατά παράβαση του δεδικασμένου που απορρέει από τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενόψει του ότι με τις διατάξεις αυτές, οι οποίες επαναλαμβάνονται στο άρθρο 3 της προσβαλλόμενης κ.υ.α, ως βάση για τον επανυπολογισμό των ήδη καταβαλλόμενων κύριων συντάξεων λαμβάνεται υπόψη το ύψος αυτών, όπως είχε διαμορφωθεί μετά τις εισαχθείσες με τις διατάξεις των ν. 4051/ 2012 και 4093/2012 περικοπές, οι οποίες κρίθηκαν, όμως, με τις ως άνω αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αντισυνταγματικές, είναι εν πάση περιπτώσει, απορριπτέα ως αβάσιμα. Και τούτο διότι, η ύπαρξη δεδικασμένου προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ταυτότητα διαδίκων (βλ. άρθρο 197 παρ. 3 Κ.Δ.Δ., πρβλ. άρθρο 50 παρ. 5 π.δ. 18/1989), προϋπόθεση η οποία δεν συντρέχει εν προκειμένω, αφού δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ούτε, άλλωστε, ισχυρίζονται οι αιτούντες ότι είχαν την ιδιότητα του διαδίκου στις δίκες επί των οποίων εκδόθηκαν οι ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις.».