Μειώσεις συντάξεων για την συντριπτική πλειοψηφία των νέων συνταξιούχων αλλά και αυξήσεις σε κάποιους, με χαμηλούς μισθούς και λίγα έτη ασφάλισης αποκαλύπτουν οι πρώτες συνταξιοδοτικές αιτήσεις που εκκαθαρίζουν οι υπηρεσίες του ΙΚΑ, σύμφωνα με τον νέο τρόπο υπολογισμού που προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου.
Τα πρώτα στοιχεία δείχνουν μεγάλες μειώσεις στους πολλούς και μικρότερες αυξήσεις σε κάποιους, οι οποίοι μάλιστα έχουν πληρώσει μικρότερες εισφορές και έχουν ασφαλιστεί για λιγότερα από 30 έτη.
Αναλυτικά, προκύπτουν τουλάχιστον πέντε κατηγορίες ασφαλισμένων που βάσει του νόμου θα λάβουν μικρότερη σύνταξη σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι έως το 2020 περίπου 200.000 ασφαλισμένοι που θα αποχωρήσουν από την εργασία, θα υποστούν περικοπές που σε ορισμένες περιπτώσεις θα αγγίξουν και το 30%.
Η μέση μείωση εκτιμάται στο 12% με 16% για τους νέους συνταξιούχους και τις μεγαλύτερες απώλειες θα έχουν σύμφωνα με τους υπολογισμούς αλλά και τα πρώτα στοιχεία που προέρχονται από τον ΕΦΚΑ, οι εξής ομάδες ασφαλισμένων:
- Δημόσιοι υπάλληλοι, ιδίως όσοι έχουν πάνω από 30 χρόνια υπηρεσίας και ανήκουν στις κατηγορίες Πανεπιστημιακής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης.
- Ασφαλισμένοι του ΙΚΑ με υψηλές αποδοχές, από 1.500 ευρώ και πάνω, που καταθέτουν αίτηση συνταξιοδότησης μετά από τουλάχιστον 30 χρόνια ασφάλισης.
- Ασφαλισμένοι στο πρώην ΤΕΒΕ σε μέσες και υψηλές ασφαλιστικές κατηγορίες, καθώς χάνουν τουλάχιστον 220 ευρώ.
- Ασφαλισμένοι στο ΤΑΕ που προέρχονται από τις δύο ανώτατες κατηγορίες και αποχωρούν με περισσότερα από 30 χρόνια ασφάλισης.
- Ασφαλισμένοι του Ταμείου Νομικών και του ΤΣΑΥ ανεξαρτήτως χρόνου ασφάλισης.
Καθώς μάλιστα, το νέο σύστημα όπως χαρακτηριστικά διακήρυττε ο πρώην υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος, είναι ταξικά άδικο, υπέρ των χαμηλόμισθων, οι πρώτες συνταξιοδοτικές αποφάσεις βγάζουν και αυξήσεις, σε περιπτώσεις συνταξιούχων με μηνιαίες μικτές αποδοχές κάτω από 700 ευρώ και λιγότερα από 30 έτη ασφάλισης.
Σε αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται ασφαλισμένοι του ΙΚΑ με 20 έως 30 χρόνια ασφάλισης που αποχωρούν με μεικτές αποδοχές πέριξ των 1.οοο ευρώ, ασφαλισμένοι στο πρώην ΤΣΑ, δημόσιοι υπάλληλοι υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που αποχωρούν με 20ετία ή 25ετία, καθώς και ασφαλισμένοι στα πρώτη Ταμεία των ΔΕΚΟ και των Τραπεζών οι οποίοι δικαιούνται προσαύξηση της σύνταξης επειδή πλήρωναν πολύ υψηλές εισφορές.
Mία από τις πρώτες αποφάσεις συνταξιοδότησης με βάση το νέο σύστημα αφορά ασφαλισμένο στο ΙΚΑ ο οποίος κατέθεσε τα χαρτιά του για συνταξιοδότηση μετά τον Μάιο του 2016 έχοντας 10.800 ένσημα, 37 έτη ασφάλισης και αναγνωρισμένα πλασματικά έτη και συντάξιμες αποδοχές που υπολογίστηκαν σε 2.951 ευρώ.
Ενώ πριν από το νόμο Κατρούγκαλου, η σύνταξή του θα ήταν 1.720 ευρώ, ο νέος τρόπος υπολογισμού βγάζει σύνταξη 1.478 ευρώ, ήτοι μειωμένη κατά 242 ευρώ.
Αναλυτικά, ο συγκεκριμένος συνταξιούχος λαμβάνει ολόκληρη την εθνική σύνταξη, 384 ευρώ, και ανταποδοτική της τάξης των 1.094 ευρώ, καθώς το ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται σε 37,07% . Σημειώνεται ότι οι συντάξιμες αποδοχές του ασφαλισμένου ανέρχονται σε 2.950,76 ευρώ.
Αναλυτικά, ο συγκεκριμένος συνταξιούχος λαμβάνει ολόκληρη την εθνική σύνταξη, 384 ευρώ, και ανταποδοτική της τάξης των 1.094 ευρώ, καθώς το ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται σε 37,07% . Σημειώνεται ότι οι συντάξιμες αποδοχές του ασφαλισμένου ανέρχονται σε 2.950,76 ευρώ.
Σε άλλη περίπτωση, ασφαλισμένος που συνταξιοδοτείται με όρους 15ετίας (4.500 ένσημα) μετά από 23,5 χρόνια ασφάλισης και συντάξιμες αποδοχές 1.092 ευρώ, θα βγει κερδισμένος από το νέο σύστημα.
Και αυτό γιατί ενώ πριν από το νόμο Κατρούγκαλου - μετά όμως από την κατάργηση των κατώτατων ορίων - θα έπαιρνε σύνταξη 417,71 ευρώ, η απόφαση που εκδόθηκε προβλέπει 594,35 ευρώ το μήνα, δηλαδή 176,64 ευρώ περισσότερα. Το ποσό της εθνικής σύνταξης ανέρχεται σε 384 ευρώ, ενώ το ανταποδοτικό ποσό με ποσοστό αναπλήρωσης 19,26% ανέρχεται σε 210,35 ευρώ.
Και αυτό γιατί ενώ πριν από το νόμο Κατρούγκαλου - μετά όμως από την κατάργηση των κατώτατων ορίων - θα έπαιρνε σύνταξη 417,71 ευρώ, η απόφαση που εκδόθηκε προβλέπει 594,35 ευρώ το μήνα, δηλαδή 176,64 ευρώ περισσότερα. Το ποσό της εθνικής σύνταξης ανέρχεται σε 384 ευρώ, ενώ το ανταποδοτικό ποσό με ποσοστό αναπλήρωσης 19,26% ανέρχεται σε 210,35 ευρώ.