Eυσταθούν οι ισχυρισμοί για διογκωμένο και σπάταλο κράτος είτε σε όρους συνολικών δημοσίων δαπανών είτε σε όρους μισθών των δημοσίων υπαλλήλων;
Ο ότι ο δήθεν «γιγαντισμός» του ελληνικού κράτους δεν υποστηρίζεται από καμιά εμπειρική απόδειξη και είναι σαφώς ένα κατασκεύασμα της νεοφιλελεύθερης φονταμενταλιστικής απολογητικής της μνημονιακής πλευράς, βασικά της διαφθαρμένης πολιτικής ελίτ.
Ο παρακάτω πίνακας (μελέτη Θ.Μανιάτης,2013,Όψεις της κρίσης της ελληνικής οικονομίας) στον οποίο φαίνεται ότι οι δημόσιες δαπάνες και στην Ελλάδα αλλά και στην Ισπανία και την Πορτογαλία είναι χαμηλότερες του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ-15 για την πρόσφατη δεκαπενταετία 1995-2009. Για την ίδια περίοδο, οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων ως ποσοστό του ΑΕΠ για όλες τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες εκτός της Γαλλίας ταυτίζονται σχεδόν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όπως είναι φανερό τα συνολικά φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα αλλά και στην Πορτογαλία και στην Ισπανία υστερούν σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνεπάγεται ότι τα δημόσια ελλείμματα των χωρών αυτών και ιδίως της Ελλάδας είναι το αποτέλεσμα της μικρής υστέρησης των δαπανών τους σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, και της πολύ μεγαλύτερης υστέρησης των δημοσίων εσόδων των χωρών αυτών σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η υστέρηση στα έσοδα δε, οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στους συγκριτικά χαμηλούς άμεσους φόρους επί του εισοδήματος, του πλούτου, κλπ. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα το φαινόμενο αυτό έχει να κάνει με τη νόμιμη φοροαποφυγή ή/και μηδενική φορολόγηση μεγάλων μερίδων του οικονομικά ενεργού πληθυσμού εκτός των μισθωτών εργαζομένων. Σημαντικό ρόλο παίζει επίσης η πολύ χαμηλή φορολόγηση των κερδών των ανωνύμων εταιρειών που κυμαίνεται γύρω στο 3% του ΑΕΠ σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες σύμφωνα με το πνεύμα της νεοφιλελεύθερης αντίληψης των τελευταίων δεκαετιών.
Eπίσης σε μία άλλη μελέτη(Βαγιανός, Μεγήρ και Βέττας, 2010, The economic crisis in Greece), πριν την ουσιαστική εισαγωγή μας στην εποχή του ΔΝΤ, της Μέρκελ και των Μνημονίων, είχε επισημανθεί το χρέος συνέχισε να αυξάνεται κατά δύο δεκαετίες(1990-2000) ως αποτέλεσμα των αυξημένων ελλειμμάτων, τα οποία βρίσκονταν σε υψηλά επίπεδα εν μέρει λόγω των πληρωμών τόκων επί του συσσωρευμένου χρέους. Στην ίδια μελέτη(βλέπε τους παρακάτω πίνακες) για μία καόμα φορά επισημαίνεται ότι η βασική διαφορά μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων εταίρων της έγκειται στα έσοδα και όχι στις δαπάνες. Ενώ το μέγεθος των δαπανών είναι συγκρίσιμο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, τα έσοδα βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο.
Επιπλέον, η αναντιστοιχία όσον αφορά τα έσοδα οφείλεται κυρίως στην ανικανότητα της κυβέρνησης να συλλέγει άμεσους φόρους, δηλαδή φόρους εισοδήματος. Πράγματι, σε μία μέση ευρωπαϊκή χώρα, η κυβέρνηση συλλέγει το 13,4% του ΑΕΠ από άμεσους φόρους ενώ στην Ελλάδα συλλέγει μόνο το 7,9%. Αυτή η αναντιστοιχία δεν προκύπτει επειδή οι φορολογικοί συντελεστές είναι χαμηλότεροι στην Ελλάδα˙ αν μη τι άλλο, είναι ελαφρά υψηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η αναντιστοιχία οφείλεται στην φοροδιαφυγή: αν η κυβέρνηση ήταν σε θέση να συλλέγει άμεσους φόρους σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δεν θα σημείωνε έλλειμμα το 2007. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει για το 2010, εν μέρει διότι η παγκόσμια οικονομική κρίση επηρέασε αρνητικά τα δημόσια οικονομικά όλων των χωρών. Ωστόσο, η εξάλειψη της φοροαπαλλαγής θα δημιουργούσε πρωτογενές πλεόνασμα το 2010.
Είναι φανερό πλέον ότι η ανάλυση δύο βασικών δημοσιονομικών μεγεθών, των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων εσόδων, ως ποσοστών επί του ΑΕΠ σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, αναδεικνύει χωρίς καμία αμφιβολία την κύρια αιτία της δημοσιονομικής αποτυχίας και κατάρρευσης της Ελλάδας. Αν περάσουμε στο εσωτερικό του δημοσιονομικού συστήματος, θα παρατηρήσουμε με χαρακτηριστική ευκολία ότι η χρόνια ελλειμματικότητα του κρατικού τομέα οφείλεται πρωτίστως στη συστηματική υστέρηση των εσόδων και όχι στις μεγάλες πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες.