Του Χρήστου Ιακώβου
Ένα από τα βιβλία, των οποίων η ανάγνωση με εντυπωσίασε ήδη από τα φοιτητικά μου χρόνια, ήταν αυτό του Αμερικανού αξιωματούχου της CIA, Μάϊλς Κόπλαντ, «The Game of Nations: The Amorality of Power Politics», το οποίο εξεδόθη για πρώτη φορά το 1970 (κυκλοφόρησε και στην ελληνική με τον τίτλο «Το Παιγνίδι των Εθνών»).
Ο Κόπλαντ υπήρξε ένας από τους πλέον ικανούς κατασκόπους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή κατά την μεταβατική περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Αμερικανοί αντικαθιστούσαν στο δυτικό ηγεμονικό παιγνίδι της περιοχής τους Βρετανούς. Η δράση του άρχισε με την ανάμειξη των ΗΠΑ στο πραξικόπημα του 1949 στη Συρία, συνεχίστηκε με τον καθοριστικό του ρόλο στην εκπόνηση του σχεδίου «AJAX», για την ανατροπή του πρωθυπουργού του Ιράν Μοχάμμεντ Μοσσάντεκ το 1953 και κορυφώθηκε με τη δράση του κατά την περίοδο 1955 -1968 σε σχέση με την άνοδο και κυριαρχία του Γκαμαέλ Αμντελ Νάσσερ στην Αίγυπτο.
Το εν λόγω αποκαλυπτικό βιβλίο είναι από τα ελάχιστα που έσπασαν σε μεγάλο βαθμό την ομερτά των μυστικών υπηρεσιών, γι’ αυτό, σχεδόν μισό αιώνα μετά, διατηρεί αναλλοίωτη την ερευνητική του έλξη για τους νεότερους μελετητές της νεότερης ιστορίας της Μέσης Ανατολής. Διαβάζοντας προσφάτως και εκ νέου το βιβλίο, διεπίστωσα τη διαχρονική επικαιρότητά του σε σχέση με τις τρέχουσες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, όχι μέσω της γεγονοτολογίας αλλά μέσω μίας κεντρικής συνισταμένης του βιβλίου, αυτής που ο συγγραφέας αποκαλεί «το παιγνίδι των εθνών» ή με άλλα λόγια «η ιστορία πίσω από την ιστορία». Αυτή η συνισταμένη αποτελεί στην ιστοριογραφία την παράλληλη και άγνωστη ιστορία, την ιστορία που εξυφαίνουν οι μυστικές υπηρεσίες, που αν δεν έχεις ισχυρές αποδείξεις μπορείς να εισέλθεις στη «θεωρία της συνωμοσίας», αν αρχίσεις να ερμηνεύεις καθοριστικά γεγονότα μέσω αυτής.
Ο ίδιος ο συγγραφέας διαπιστώνει εμφαντικά ότι οι ιστορικοί αφήνουν διάφορα καθοριστικά γεγονότα ανεξήγητα, τα οποία μετατρέπονται σε μυστήρια, γιατί εκτός από σπάνια παραδείγματα, η συμβατική ιστοριογραφία τα αρνείται, αλλά τα ερμηνεύει η «ιστορία πίσω από την ιστορία». Διπλωμάτες που έχουν περιγράψει στις αυτοβιογραφίες τους διάφορα γεγονότα, έχουν παραλείψει από αυτά πολλές λεπτομέρειες ένεκα λόγων ασφαλείας εν μέρει κι΄από κατανόηση πως υπάρχουν ορισμένα πράγματα, που η αλήθεια τους θα ήταν «αγένεια» ν’ απογοητεύσει την κοινή γνώμη. Έτσι μεγάλο μέρος της αλήθειας για κρίσιμα γεγονότα χάνεται στον αθέατο κόσμο των μυστικών υπηρεσιών.
Ο συγγραφέας καταπιάνεται με μία σειρά θεμάτων. Τι ήταν εκείνο που προκάλεσε την διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των Βρετανών και των Αιγυπτίων στη διαμάχη τους για τη βάση του Σουέζ, παρ’ όλη την ανένδοτη στάση που κρατούσε ο καθένας τους; Ποιο ήταν εκείνο που προκάλεσε την πτώση του Μοσσάντεκ στο Ιράν το 1953; Πως κατάφεραν οι Νασερικοί να επιπλεύσουν στον Λιβανέζικο εμφύλιο πόλεμο του 1958 και μάλιστα κάτω από την μύτη των Αμερικανών πεζοναυτών; Γιατί ο Νάσσερ απέφευγε τον πόλεμο με τους Ισραηλινούς σε εποχές που είχε πιθανότητες να κερδίσει, κι’ έσπρωξε την χώρα του στο Πόλεμο των Έξι Ημερών του 1967 ενώ δεν ήταν πλήρως έτοιμος γι΄αυτόν.
Για να καταλάβει κανείς το «Παιγνίδι των Εθνών» πρέπει να έχει υπ’ όψει του τους ακόλουθους όρους. Ο πρώτος αντικειμενικός σκοπός κάθε παίκτη είναι να παραμείνει στο Παιγνίδι. Οι περισσότερες κινήσεις ενός παίκτη είναι για να κερδίσει πλεονεκτήματα στο Παιγνίδι αλλά και να εξασφαλίσει τη συνεχή υποστήριξη στη χώρα του. Στη διερμήνευση μιας επίσημης δηλώσεως επί της εξωτερικής πολιτικής, πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψει αυτή, σαν μία «κίνηση», η οποία σαν όλες τις άλλες, έχει κάποιο ειδικό σκοπό – και όχι πάντα απαραιτήτως τον φαινομενικά εκδηλούμενο σκοπό του. Χειρονομίες καλής θελήσεως και εξομολογήσεις κοινών σκοπών, με αντίπαλα έθνη, είναι σχεδόν κατά κανόνα αναπόφευκτα και έχουν σαν σκοπό να εξυπηρετήσουν τις εσωτερικές ανάγκες ή για να εντυπωσιάσουν τρίτους ενδιαφερόμενους και σπανίως αναφύονται από ειλικρινείς ελπίδες πραγματοποιήσεως των δηλωμένων σκοπών τους. Το «φλερτάρισμα» ενός αδύνατου έθνους από ένα ισχυρό έχει σχεδόν πάντα ως αποτέλεσμα να στραφεί το αδύνατο έθνος προς τον κυριώτερο αντίπαλο του ισχυρού έθνους, ώστε να δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό «φλερτάρισμα», από το οποίο θα αποκομίσει κέρδη. Ένα αδύνατο έθνος το οποίο έχει κερδίσει διπλωματική δύναμη από την εκμετάλλευση ενός ανταγωνιστικού φλερταρίσματος, μπορεί συχνά να κερδίσει περισσότερη δύναμη δείχνοντας μία προθυμία για διακινδύνευση, που τα ισχυρά έθνη, διστάζουν να την ακολουθήσουν.
Από τα διάφορα γεγονότα που αναφέρει και ερμηνεύει ο συγγραφέας, εκείνο που έχει ιδιαίτερη, κατά τη γνώμη μου, σημασία είναι η περιγραφή από τον Αμερικανό πράκτορα του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε τη λαϊκή οργή ο Νάσερ όταν μερικά χρόνια μετά την ανατροπή της μοναρχίας στην Αίγυπτο, οι Αιγύπτιοι διεπίστωσαν ότι η επανάσταση δεν είχε αλλάξει τη ζωή τους προς το καλύτερο. Ο Νάσερ είχε καταλάβει ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις του προς τον λαό της χώρας του για πρόοδο και ευημερία. Επειδή λοιπόν λεφτά δεν υπήρχαν ανεζήτησε λύσεις πολιτικές. Δηλαδή, έστρεψε την προσοχή του λαού σε ζητήματα πολιτικά, όπως η εθνικοποίηση της Διώρυγα του Σουέζ (από την οποία εξεδίωξε τους Άγγλους και τους Γάλλους που την εκμεταλλεύονταν μονομερώς), ή σε ζητήματα μεγαλεπήβολων έργων και αλλαγών που θα άλλαζαν τη ζωή της Αιγύπτου. Έτσι εξήγγειλε το φράγμα του Ασουάν και εθνικοποίησε τη Διώρυγα, προκαλώντας μία από τις πιο έντονες κρίσεις στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.
Εν τέλει, στο «Παιγνίδι των Εθνών» πολλές φορές, ο αντικειμενικός σκοπός των παικτών γίνεται όχι τόσο η προσπάθεια τους να νικήσουν αλλά να αποφύγουν την ήττα και να παραμείνουν στο παιγνίδι. Αν, όμως, ο Κόπλαντ είχε κατά νου τον Νάσσερ όταν έγραφε το βιβλίο, κάποιος που το διαβάζει σήμερα μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι το ίδιο παιγνίδι βρίσκεται εν εξελίξει στη Μέση Ανατολή, με παίκτες που προσπαθούν να αποφύγουν την ήττα και να παραμείνουν ζωντανοί σ’ ένα περιβάλλον ρευστότητας και αστάθειας, όπως ο Άσαντ στη Συρία, το Ισλαμικό Κράτος και η Τουρκία.
* Ο Χρήστος Ιακώβου είναι Διευθυντής του Κυπριακού Κέντρου Μελετών
πηγή:mignatiou.com