Το Λαγούμι.
Γράφει ο Γιάννης Τσακπίνης,
Απόστρατος Αξιωματικός.
Έχουμε υποχρέωση οι ηλικιωμένοι πριν φύγουμε από τη ζωή να
ενημερώσουμε τους νέους για όσα εμείς βιώσαμε τη μαύρη κατοχή που περάσαμε για
να γνωρίζουν τα βιώματά μας και να σεβαστούν αυτά που εμείς τους προσφέραμε για
να ζούνε καλύτερα. Αυτά τα λόγια μας είπε πρόσφατα ένας υπερήλικας που όλα αυτά
τα χρόνια τα έζησε στο χωριό του που είναι στους πρόποδες του Βρύσινα. Εγώ
προσπαθώ, πρόσθεσε, να κάνω παρέα με τους νέους όπου βρεθώ για να τους λέω κάθε
φορά και ένα από τα βιώματα που έζησα στο σπίτι μου και το οποίο συνέβαλε στη
διατροφή και τη διαβίωσή μας. Είναι αλήθεια ότι όλοι με προσέχουν όταν τα λέω
και απορούν πώς ήτανε δυνατόν να συμβούν και πώς αντέξαμε. Εγώ τους απαντώ ότι
η πείνα μας υποχρέωνε να τα εκτελούμε με επιτυχία για να έχουμε τροφές που τις
είχε ανάγκη η οικογένειά μας. Αυτή τη φορά, είπε, θα τους ενημερώσω για ένα
μικρό ζώο: το κουνέλι που το είχανε οι περισσότερες οικογένειες με πολλά παιδιά
για να συμβάλλει με το κρέας του εις τη διατροφή τους γιατί λόγω της φτώχειας
που επικρατούσε δεν είχανε χρήματα να αγοράζουν, καθώς εκείνη την εποχή ήτανε
μόνο για τις γιορτινές ημέρες. Είχανε και λίγα πρόβατα ή κατσίκια αλλά
πουλούσανε όσα γεννούσανε για να αγοράζουν ρούχα, παπούτσια και τα βιβλία των
παιδιών τους που τότε δεν είχε δωρεά από το κράτος. Η οικογένειά μου, είπε,
ήτανε πολύτεκνη και αδυνατούσε να έχει φαγητό όλες τις ημέρες. Ορισμένες φορές
κοιμηθήκαμε νηστικοί όλοι μας γιατί δεν είχε τίποτα να ψήσει η μάνα μου.
Για να έχουμε φαγητό, να μην πεινούμε, ο πατέρας μου πήγε
στο διπλανό χωριό και αγόρασε ένα ζευγάρι κουνέλια «αρσενικό – θηλυκό» με τη
συμφωνία να τα πληρώσει όταν πουλήσει τα αρνιά που είχαμε. Τα πήγε στο παλιό
μας σπίτι που δεν είχε σκεπή (κατάλυμα) και τα έβαλε στο κενό που είχε από κάτω
ο φούρνος που φούρνιζε η μάνα μου το ψωμί που τρώγαμε για να μη βρέχονται. Όταν
η κουνέλα ήτανε έτοιμη να γεννήσει έσκαψε με τα πόδια της στην άκρη του τοίχου και
άνοιξε μια τρύπα που και η ίδια χωρούσε και στο βάθος αυτής ετοίμασε τη φωλιά
της από ξηρά χόρτα και με τα μαλλιά που έβγαλε από το σώμα της: αυτό το λέγανε
λαγούμι.
Όταν γέννησε και μέχρι να μεγαλώσουν, η κουνέλα έμενε μέρα
νύχτα στην είσοδο του λαγουμιού για να μην μπούνε οι ποντικοί ή ο κούνελος και
πνίξουν τα κουνελάκια. Αυτή έτρωγε και έπινε νερό έξω στα γρήγορα και γύριζε
πάλι στην είσοδο του λαγουμιού. Όταν συμπληρώνανε περίπου έναν μήνα τότε
βγαίνανε μαζί και η μάνα τους έξω και τρώγανε από θυμάρια και ξηρά χόρτα για να
μεγαλώσουν. Όταν γινότανε μεγάλα, ένα-ένα, όποτε είχε ανάγκη η
οικογένεια τα τρώγαμε. Στον χρόνο αυτόν πάλι η κουνέλα ετοιμαζότανε να
ξαναγεννήσει. Αν δεν επαρκούσε το κρέας, αφήνανε ένα θηλυκό για να γεννήσει
αλλά και αυτό άνοιγε το δικό του λαγούμι. Υπόψη ότι και ο λαγός που έχει
συγγένεια με το κουνέλι κάνει το ίδιο στην ύπαιθρο που ζει ως άγριο ζώο.
Περιφέρεται για να βοσκήσει την τροφή που επιθυμεί αλλά μετά στεγάζεται συνήθως
κοντά σε βράχους και εκεί κοντά κάνει το λαγούμι του για να πολλαπλασιαστεί.
Στη συνέχεια, η ονομασία του λαγουμιού μεταφέρθηκε και εις
τον άνθρωπο, άσχετα αν είχε ή δεν είχε κουνέλια. Ονομάζανε το σπίτι που έμενε ο
καθένας: λαγούμι. Όταν οι άνθρωποι κάνανε παρέα μεταξύ τους τα βράδια στα
καφενεία ή στα σπίτια συγγενών ή φίλων όταν φεύγανε λέγανε ότι πάω στο λαγούμι
μου να κοιμηθώ. Είχε πει και κάποιος στην παρέα του ότι όταν λαγοκοιμούμαι
«ελαφρά» ο γάτης άμα περπατεί στο δώμα «ταράτσα» αμέσως ξυπνώ. Ένας άλλος
πρόσθεσε ότι σε ξένο λαγούμι δεν χορταίνω ύπνο. Επίσης, τον χειμώνα ότι με το
τζάκι που ανάβω, το λαγούμι μου έχει ζέστη και κοιμούμαι και δεν κρυώνω. Ακόμα
είπε ότι ρώτησα αρκετούς νέους αν ξέρουν ή αν έχουν ακούσει την ονομασία του
λαγουμιού και όλοι μου απαντήσανε ότι δεν χρειάζεται να το μάθουμε. Εμείς τα
κουνέλια τα βλέπουμε κρεμασμένα στο κρεοπωλείο και από εκεί τα αγοράζουμε και
τα τρώμε. Δεν πιστεύουν, ούτε ενδιαφέρονται να μάθουν τα βιώματά μας και αδιαφορούν.
Σήμερα, είπε, ο τρόπος διατήρησης των κουνελιών της παλιάς εποχής έχει
ξεχαστεί. Υπάρχουν νέα, σύγχρονα μέσα και εκεί μέσα γεννούν και αναπτύσσονται
με τροφές βιομηχανικές και με λιγότερους κόπους. Έτσι, όσοι επιθυμούν να έχουν
αυτήν την ωφέλιμη και απαραίτητη τροφή αγοράζουν ένα από αυτά τα μέσα και το
τοποθετούν σε ένα μέρος της αυλής τους ή του χωραφιού τους και την αποκτούν
χωρίς να την αγοράζουν.___