1.Η μηνιαία σύνταξη λόγω γήρατος ή αναπηρίας συνίσταται σε ποσοστό 2% επί των κατά το προηγούμενο άρθρο μηνιαίων συνταξίμων αποδοχών ή ασφαλιστικών κατηγοριών για κάθε έτος συντάξιμης υπηρεσίας ή 300 ημέρες εργασίας. Για κάθε πλήρες έτος ή 300 ημέρες ασφάλισης, πέραν των 35 ετών ή των 10.500ημερών ασφάλισης, που πραγματοποιούνται μετά το 65ο έτος της ηλικίας και μέχρι το 68ο, το ανωτέρω ποσοστό αυξάνεται σε 3,3%.
Το κατά τα προηγούμενα εδάφια υπολογιζόμενο ποσό της μηνιαίας σύνταξης δεν μπορεί να υπερβαίνει, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων της παραγράφου 1του άρθρου 30 του νόμου αυτού, το τετραπλάσιο του κατά το έτος 1991 μέσου μηνιαίου κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. αναπροσαρμοσμένου με το εκάστοτε ποσοστό αυξήσεως των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων.
Σημ.: όπως τροποποιήθηκε με την παρ.2 άρθρ.145Ν.3655/2008,ΦΕΚ Α 58/3.4.2008 και με το άρθρο 44παρ.8 Ν.3986/2011,ΦΕΚ Α 152/1.7.2011
Επί συνταξιοδοτήσεως λόγω αναπηρίας, εφόσον ο ασφαλισμένος κρίνεται βαριά ανάπηρος κατά την έννοια του εδαφ. α` της παρ. 5 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 27 τουν. 1902/1990, δικαιούται την κατά τα ανωτέρω πλήρη σύνταξη.
Εφόσον ο ασφαλισμένος κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια του εδαφ. β` της παραπάνω παραγράφου, δικαιούται τα τρία τέταρτα (3/4) της σύνταξης αυτής και, εφόσον κρίνεται μερικά ανάπηρος κατά την έννοια του εδαφ. γ` της αυτής παραγράφου, δικαιούται το μισό (1/2) της σύνταξης αυτής.
Ο ασφαλισμένος, που έχει συμπληρώσει έξι χιλιάδες (6.000) ημέρες ή είκοσι (20)έτη εργασίας και κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια των ανωτέρω εδαφίων β` και γ` δικαιούται την ακεραία ή τα 3/4 της ακεραίας σύνταξης αντίστοιχα.
Ο ασφαλισμένος, του οποίου η αναπηρία οφείλεται κατά κύριο λόγο σε ψυχιατρικές παθήσεις και κρίνεται ανάπηρος κατά την έννοια των ανωτέρω εδαφ. β` και γ`, δικαιούται την ακεραία ή τα 3/4 της ακεραίας σύνταξης, αντίστοιχα.
2.Οι ασφαλισμένοι, που υπήχθησαν στις διατάξεις περί βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων των οικείων φορέων ή τις διατάξεις για τους απασχολούμενους σε υπόγειες στοές μεταλλείων - λιγνιτωρυχείων ή σε υποθαλάσσιες εργασίες ή τις διατάξεις για τους απασχολουμένους σε ορυχεία, σταθμούς παραγωγής και δίκτυα της Δ.Ε.Η. ή τις διατάξεις περί ειδικών επαγγελμάτων της παρ. 4 του άρθρου 24 του παρόντος και δεν θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης κατά τις ειδικές διατάξεις των παρ. 3, 4, και 5 του άρθρου 24 του αυτού νόμου, λόγω αλλαγής επαγγελματικής ειδικότητας ή άλλων λόγων, δικαιούνται προσαύξηση στο ποσό της βασικής σύνταξης, που αναλογεί στα έτη ή τις ημέρες αυτές για τις οποίες καταβλήθηκαν οι πρόσθετες εισφορές, που προβλέπονται από τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 23 του παρόντος νόμου, κατά ποσοστό 20%.
3.Το ποσό της κατά της προηγούμενες παραγράφους χορηγούμενης σύνταξης δεν μπορεί να είναι κατώτερο της σύνταξης που προκύπτει βάσει του κατά το έτος 1991 μέσου μηνιαίου κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αναπροσαρμοσμένου με το εκάστοτε ποσοστό αυξήσεως των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων, νοουμένου ως συντάξιμου μισθού και συντάξιμου χρόνου δεκαπέντε (15) ετών. Οι συνταξιούχοι, δικαιούχοι κατώτατων ορίων σύνταξης γήρατος, οι οποίοι παρέχουν, δικαιούνται μόνο το τμήμα της σύνταξης που υπολογίζεται κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου.
Σημ.: όπως ΚΑΤΑΡΓΗΘΗΚΕ με την παρ.4 του άρθρου 28 του ν.4387/2016
4. Εξαιρετικά επί αναπηρίας, η οποία οφείλεται σε εργατικό ατύχημα ή ατύχημα κατά την απασχόληση ή επαγγελματική ασθένεια, το ποσό της χορηγούμενης σύνταξης δεν μπορεί να είναι μικρότερο της σύνταξης που προκύπτει βάσει του κατά το έτος 1991 μέσου μηνιαίου κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αναπροσαρμοσμένου με το εκάστοτε ποσοστό αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων νοουμένου ως συντάξιμου μισθού και συντάξιμου χρόνου είκοσι (20) ετών.
Το κατώτατο όριο συντάξεων, που προβλέπεται από τις προηγούμενες παραγράφους, μειώνεται σε κάθε περίπτωση που ο συνταξιούχος λαμβάνει σύνταξη μειωμένη.
Άρθρο 39. Ασφάλιση σε ένα φορέα
1. Υποχρεωτική ασφάλιση επιτρέπεται σε ένα φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, ένα φορέα επικουρικής ασφάλισης, ένα φορέα ασφάλισης ασθένειας και ένα φορέα ασφάλισης πρόνοιας.
2. Τα πρόσωπα, για τα οποία προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις υποχρεωτική ασφάλιση σε περισσότερους του ενός ασφαλιστικούς φορείς, ασφαλίζονται υποχρεωτικά σε ένα φορέα, τον οποίο επιλέγουν με δήλωση τους, που υποβάλλεται κάθε φορά σε όλους τους αρμόδιους φορείς και τους οικείους εργοδότες, εντός έξι (6) μηνών από την ανάληψη της δεύτερης απασχόλησης - μισθωτής ή αυτοαπασχόλησης - ή την απόκτηση της ιδιότητας.
Σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης εντός της παραπάνω προθεσμίας η υποχρεωτική ασφάλιση χωρεί στο φορέα που υπάγεται η κατά το πρώτον αναληφθείσα μισθωτή απασχόληση ή αυτοαπασχόληση ή η ιδιότητα, με εξαίρεση την ασφάλιση στο Ταμείο Συντάξεων και ΑυτασφαλίσεωςΥγειονομικών και στο Ταμείο Συντάξεων Μηχανικών και Εργοληπτών δημοσίων έργων, η οποία είναι υποχρεωτική.
Προκειμένου για πρόσωπα τα οποία μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος δεν έχουν προβεί σε επιλογή η έχουν απολέσει το σχετικό δικαίωμα, καθώς και για τα πρόσωπα της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2335/1995 η εξάμηνη προθεσμία αρχίζει από την ισχύ του νόμου αυτού, τυχόν δε καταβληθείσες μέχρι την υποβολή της δήλωσης επιλογής ασφαλιστικές εισφορές στο φορέα που δεν επιλέγεται, δεν επιστρέφονται.
Όλα τα παραπάνω πρόσωπα ασφαλίζονται υποχρεωτικά στους φορείς ασθένειας, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας που αντιστοιχούν στο συνταξιοδοτικό φορέα κύριας ασφάλισης επιλογής τους.
Εάν το ασφαλιστικό καθεστώς επιλογής δεν περιλαμβάνει όλους τους κλάδους ασφάλισης, οι οποίοι υφίστανται στο ασφαλιστικό καθεστώς, στο οποίο τα παραπάνω πρόσωπα μπορούσαν να υπαχθούν λόγω ιδιότητας ή μισθωτής απασχόλησης ή αυτοαπασχόλησης, τότε τα πρόσωπα αυτά, ως προς τους ελλείποντες κλάδους, ασφαλίζονται υποχρεωτικά στους αντίστοιχους κλάδους του ασφαλιστικού καθεστώτος στο οποίο μπορούσαν να υπαχθούν λόγω ιδιότητας ή μισθωτής απασχόλησης ή αυτοαπασχόλησης.
Εφόσον επιθυμούν, τα πρόσωπα αυτά δύνανται να ασφαλιστούν προαιρετικά και σε περισσότερους του ενός φορείς, αν αυτό προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία, ύστερα από σχετική αίτηση που υποβάλλεται στον αρμόδιο φορέα εντός της παραπάνω εξάμηνης προθεσμίας.
Στην περίπτωση αυτή υποχρεούνται στην καταβολή του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών ασφαλισμένου, εργοδότη και Κράτους των προβλεπομένων από τις ισχύουσες διατάξεις για τον οικείο φορέα.
Σε περίπτωση που προκύπτει υποχρεωτική ασφάλιση στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και στον Ο.Α.Ε.Ε., ο ασφαλισμένος υπάγεται υποχρεωτικά στον Ο.Α.Ε.Ε., για το σύνολο του χρόνου της παράλληλης απασχόλησης, χωρίς δικαίωμα επιλογής ασφαλιστικού οργανισμού, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης στο Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. υπολείπεται των εικοσιπέντε (25) ημερών ασφάλισης ανά μήνα.
Πρόσωπα που εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική ασφάλιση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. ή του Ο.Α.Ε.Ε. με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992, όπως αυτές ίσχυσαν μέχρι τη συμπλήρωσή τους από τις διατάξεις του παρόντος, επανεξετάζονται με τις διατάξεις του νόμου αυτού μετά τη λήξη της χορηγηθείσας εξαίρεσής τους.
Εκκρεμείς αιτήσεις - ενστάσεις ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών οργάνων που κρίνονται μετά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής.
Με Απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, ύστερα από γνώμη των ΔΣ των ΟΑΕΕ και IKA-ETAM που εκδίδεται εντός τριμήνου από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καθορίζονται θέματα αναγκαία για την υλοποίηση του παρόντος.
3. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, επιλύεται κάθε αμφισβήτηση που θα προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου αυτού και ρυθμίζεται κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.
Ο Ισχύον ΝΟΜΟΣ 4386/2016 (Κατρούγκαλου)
Αναλυτικές οδηγίες και παραδείγματα σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών στις περιπτώσεις άσκησης πολλαπλής απασχόλησης – πολλαπλής δραστηριότητας, περιλαμβάνει εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας. Η βασική αλλαγή αφορά στην κατάργηση των διατάξεων του άρθρου 39 του ν. 2084/1992.
Οι διατάξεις προέβλεπαν την υποχρεωτική ασφάλιση σε έναν φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο των από 01/01/1993 ασφαλισμένων που είχαν υποχρέωση ασφάλισης σε περισσότερους του ενός φορείς κύριας ασφάλισης, λόγω απασχόλησης ή ιδιότητας και, συνεπώς, την υποχρέωση καταβολής μίας ασφαλιστικής εισφοράς.
Υποχρέωση πολλαπλής καταβολής ασφαλιστικών εισφορών στον ΕΦΚΑ από 01/01/2017
Σύμφωνα με την παρ. 1, οι ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως εάν υπήχθησαν στην κοινωνική ασφάλιση, πριν ή μετά την 01/01/1993 (παλαιοί και νέοι ασφαλισμένοι), εφόσον ασκούν πολλαπλή επαγγελματική δραστηριότητα για την οποία είχαν υποχρέωση ασφάλισης σε περισσότερους του ενός από τους ενταχθέντες στον ΕΦΚΑ φορείς κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο, καταβάλλουν, από 01/01/2017, τις προβλεπόμενες από τα άρθρα 38, 39 και 40 του ν. 4387/2016 ασφαλιστικές εισφορές για την κύρια ασφάλισή τους, για κάθε επαγγελματική δραστηριότητα που ασκούν.
Όπως επισημαίνεται στην εγκύκλιο, από 01/01/2017, καταργείται το άρθρο 39 του ν. 2084/1992, όπως ισχύει, για υποχρεωτική ασφάλιση των από 01/01/1993 και μετά ασφαλισμένων σε έναν μόνο φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο.
Συνεπώς, από 01/01/2017, οι ασφαλισμένοι (πριν και μετά την 01/01/1993) που ασκούν πολλαπλή επαγγελματική δραστηριότητα υπάγονται σε έναν φορέα ασφάλισης, στον ΕΦΚΑ, έχουν, όμως, υποχρέωση καταβολής πολλαπλών εισφορών.
Ειδικά, για παλαιούς ασφαλισμένους που μέχρι 31/12/2016 υπάγονταν υποχρεωτικά στην ασφάλιση φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο ως μισθωτοί και στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ, λόγω ιδιότητας, δηλαδή λόγω εγγραφής στο ΤΕΕ, χωρίς να ασκείται επαγγελματική δραστηριότητα. Στις περιπτώσεις αυτές θεωρείται ότι οι ασφαλισμένοι έχουν υποχρέωση καταβολής μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς ως μισθωτοί, βάσει του άρθρου 38 του ν. 4387/2016 και μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς ως αυτοαπασχολούμενοι, βάσει του άρθρου 39 του ανωτέρω νόμου, δεδομένου ότι οι καταστατικές διατάξεις του πρώην ΕΤΑΑ – ΤΣΜΕΔΕ περί υποχρεωτικής υπαγωγής στην ασφάλιση ,λόγω ιδιότητας, εξακολουθούν να ισχύουν.
Ανώτατο και κατώτατο όριο αποδοχών/εισοδήματος
Από τις διατάξεις των άρθρων 38, 39 και 40 του ν. 4387/2016 προβλέπεται κατώτατο και ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών/εισοδήματος επί του οποίου υπολογίζονται οι μηνιαίες ασφαλιστικές εισφορές.
Συγκεκριμένα, για τους έμμισθους ασφαλισμένους προβλέπεται ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών ίσο με το 10πλάσιο του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (σήμερα το ανώτατο όριο διαμορφώνεται σε 5.860,80 ευρώ), το οποίο εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου.
Επίσης, από το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 4445/2016 προβλέπεται κατώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τους μισθωτούς με πλήρη απασχόληση ίσο με το ποσό που αντιστοιχεί στον κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (σήμερα το κατώτατο όριο διαμορφώνεται σε 586,08 ευρώ).
Σε περίπτωση που υπάρχει πλήρης απασχόληση μισθωτού έως 25 ετών, το κατώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών διαμορφώνεται σε 510,95 ευρώ.
Για τους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους (ασφαλισμένους προερχόμενους από τον πρώην ΟΑΕΕ και το πρώην ΕΤΑΑ αντίστοιχα), προβλέπεται κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος ίσο με τον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (σήμερα το κατώτατο όριο διαμορφώνεται σε 586,08 ευρώ).
Για συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων (ασφαλισμένοι κάτω 5ετίας προερχόμενοι από το ΕΤΑΑ και αποφοίτους σχολών ανώτατης εκπαίδευσης που είναι εγγεγραμμένοι σε επιστημονικούς συλλόγους ή επιμελητήρια που έχουν τη μορφή ΝΠΔΔ προερχόμενους από τον ΟΑΕΕ), το κατώτατο όριο διαμορφώνεται στο 70% του ανωτέρω ποσού (δηλαδή στα 410,26 ευρώ) για τα πρώτα πέντε έτη ασφάλισης.
Ως ανώτατο όριο καθορίζεται αυτό των εμμίσθων ασφαλισμένων του άρθρου 38 του ν.4387/2016 (δηλαδή το ποσό των 5.860,80 ευρώ).
Σε περιπτώσεις ελεύθερων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων που απασχολούνται παράλληλα ως μισθωτοί με καθεστώς μερικής απασχόλησης, το ως άνω κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται, αφού αφαιρεθούν οι αποδοχές της μερικής απασχόλησης.
Για τα πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του ΕΦΚΑ, βάσει των σχετικών διατάξεων του ΟΓΑ, προβλέπεται κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος ίσο με το 70% του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου βασικού μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών (σήμερα το κατώτατο όριο διαμορφώνεται σε 410,26 ευρώ). Ως ανώτατο όριο καθορίζεται αυτό των έμμισθων ασφαλισμένων του άρθρου 38 του ν. 4387/2016, (δηλαδή το ποσό των 5.860,80 ευρώ).
Καθορισμός μηνιαίας βάσης υπολογισμού ασφαλιστικών εισφορών
Με τις αριθ. οικ.61502/3399/30-12-2016 και οικ.61501/3398/30-12-2016 Υπουργικές Αποφάσεις (ΦΕΚ 4330, Β’), ρυθμίστηκαν, μεταξύ άλλων, ζητήματα που αφορούν στον καθορισμό της μηνιαίας βάσης υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών σε περίπτωση άσκησης πολλαπλής επαγγελματικής δραστηριότητας (μισθωτή απασχόληση, ελεύθερο επάγγελμα, αυτοαπασχόληση, αγροτική δραστηριότητα).
Ειδικότερα, διακρίνονται οι εξής περιπτώσεις:
1. Σε περίπτωση μισθωτής απασχόλησης (πλήρης απασχόληση) και άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος ή αυτοαπασχόλησης για τις οποίες προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, βάσει των σχετικών διατάξεων του πρώην ΟΑΕΕ και του πρώην ΕΤΑΑ, αντίστοιχα, μηνιαία βάση υπολογισμού των πάσης φύσεως ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας, με την επιφύλαξη των ειδικότερων ρυθμίσεων του άρθρου 38 του ν. 4387/2016.
Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από τη μισθωτή εργασία και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους.
Ως ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των 5.860,80 ευρώ, ενώ το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 586,08 ευρώ, (ακόμη και εάν πρόκειται για μισθωτό κάτω των 25 ετών ή για ελεύθερο επαγγελματία ή αυτοαπασχολούμενο κάτω 5ετίας).
Εάν πρόκειται για μισθωτή εργασία σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, το κατώτατο όριο διαμορφώνεται, αφού αφαιρεθούν οι αποδοχές μερικής απασχόλησης.
2. Σε περίπτωση άσκησης περισσότερων της μίας επαγγελματικής δραστηριότητας, για τις οποίες θα προέκυπτε υποχρέωση ασφάλισης στον πρώην ΟΑΕΕ και το πρώην ΕΤΑΑ, ακόμη και εάν προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης, λόγω ιδιότητας (υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, λόγω εγγραφής στο ΤΕΕ, χωρίς άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας), μηνιαία βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα.
Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από τη βασική πηγή βιοπορισμού, δηλαδή το υψηλότερο εισόδημα και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των λοιπών δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους.
Ως ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των 5.860,80 ευρώ, ενώ το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 586,08 ευρώ, (ακόμη και εάν πρόκειται για ασφαλισμένο που και για τις δύο δραστηριότητες θεωρείται ότι είναι ασφαλισμένος κάτω 5ετίας).
3. Σε περίπτωση μισθωτής απασχόλησης (πλήρης απασχόληση) ή άσκησης ελεύθερου επαγγέλματος (ασφάλιση, βάσει των διατάξεων του πρώην ΟΑΕΕ) ή αυτοαπασχόλησης (ασφάλιση, βάσει των διατάξεων του πρώην ΕΤΑΑ) και αγροτικής δραστηριότητας για την οποία προκύπτει υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, βάσει των σχετικών διατάξεων του ΟΓΑ, ως βάση υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών αποτελεί το άθροισμα του εισοδήματος από την παροχή των μισθωτών υπηρεσιών και του καθαρού φορολογητέου αποτελέσματος από έκαστη δραστηριότητα.
α. Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις μισθωτής απασχόλησης και αγροτικής δραστηριότητας, λαμβάνεται καταρχάς υπ’ όψιν το μηνιαίο εισόδημα από τη μισθωτή εργασία και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα από την αγροτική δραστηριότητα.
Ως ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των 5.860,80 ευρώ, ενώ το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 410,26 ευρώ (κατώτατο όριο εισοδήματος, βάσει του άρθρου 40 του ν. 4387/2016).
β. Εάν ασκείται συγχρόνως και ελεύθερο επάγγελμα ή αυτοαπασχόληση, λαμβάνεται καταρχάς υπόψη το μηνιαίο εισόδημα από την μισθωτή εργασία και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των άλλων δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους.
Ως ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των 5.860,80 ευρώ, ενώ το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 586,08 ευρώ, (ακόμη και εάν πρόκειται για μισθωτό κάτω των 25 ετών ή για ελεύθερο επαγγελματία ή αυτοαπασχολούμενο κάτω 5ετίας).
γ. Για την εξεύρεση της βάσης υπολογισμού στις περιπτώσεις άσκησης αγροτικής δραστηριότητας και ελεύθερου επαγγέλματος ή/και αυτοαπασχόλησης, λαμβάνεται υπ’ όψιν το μηνιαίο εισόδημα από τη βασική πηγή βιοπορισμού, δηλαδή το υψηλότερο εισόδημα και σε αυτό προστίθεται το εισόδημα των λοιπών δραστηριοτήτων κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους.
Ως ανώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος λαμβάνεται το ποσό των 5.860,80 ευρώ, ενώ το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 586,08 ευρώ, (ανεξάρτητα εάν πρόκειται για ασφαλισμένο άνω ή κάτω 5ετίας).
Σε κάθε περίπτωση, η μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για κάθε επαγγελματική δραστηριότητα υπολογίζεται με βάση το ασφάλιστρο που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 38, 39 και 40 του ν. 4387/2016, όπως αυτό διαμορφώνεται κατά περίπτωση. Οι διατάξεις του άρθρου 98 του ανωτέρω νόμου που αφορούν στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των αυτοαπασχολουμένων (ασφαλισμένων του πρώην ΕΤΑΑ) εφαρμόζονται επί του εισοδήματος και, συνεπώς, της ασφαλιστικής εισφοράς που προκύπτει από την αυτοαπασχόληση.
Παραδείγματα
Παράδειγμα 1
Παλαιός ασφαλισμένος, παρέχει εξαρτημένη εργασία και συγχρόνως ασκεί ελεύθερο επάγγελμα. Συνεπώς, έχει υποχρέωση καταβολής στον ΕΦΚΑ ασφαλιστικής εισφοράς:
α. Βάσει του άρθρου 38 του ν. 4387/2016 ως μισθωτός (υποχρέωση ασφάλισης, βάσει των διατάξεων του πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) και
β. Βάσει του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 ως ελεύθερος επαγγελματίας (υποχρέωση ασφάλισης, βάσει των διατάξεων του πρώην ΟΑΕΕ, ασφαλισμένος άνω 5ετίας).
Εάν για τη μισθωτή απασχόληση, οι μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται σε 6.000,00 ευρώ και το μηνιαίο εισόδημα από το ελεύθερο επάγγελμα ανέρχεται σε 3.000,00 ευρώ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά επί του ανωτάτου ορίου μηνιαίων αποδοχών (5.860,80 ευρώ), βάσει του άρθρου 38 του ν. 4387/2016, ενώ δεν προκύπτει υποχρέωση καταβολής ασφαλιστικής εισφοράς για το μηνιαίο εισόδημα από την άσκηση του ελεύθερου επαγγέλματος.
Εάν για την μισθωτή απασχόληση οι μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται σε 4.000,00 ευρώ και το μηνιαίο εισόδημα από το ελεύθερο επάγγελμα ανέρχεται σε 3.000,00 ευρώ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 38 του ν. 4387/2016, για το ποσό των 4.000,00 ευρώ, ενώ για το ελεύθερο επάγγελμα καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 39, επί του ποσού των 1.860,80 ευρώ (5.860,80 ευρώ – 4.000,00 ευρώ).
Εάν για τη μισθωτή απασχόληση οι μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται σε 2.000,00 ευρώ και το μηνιαίο εισόδημα από το ελεύθερο επάγγελμα ανέρχεται σε 1.000,00 ευρώ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 38 του ν. 4387/2016, για το ποσό των 2.000,00 ευρώ και για το ελεύθερο επάγγελμα καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 39, επί του ποσού των 1.000,00 ευρώ.
Εάν για τη μισθωτή απασχόληση (πλήρης απασχόληση από ασφαλισμένο κάτω των 25 ετών) οι μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται σε 510,00 ευρώ και το μηνιαίο εισόδημα από το ελεύθερο επάγγελμα ανέρχεται σε 500,00 ευρώ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 38 του ν. 4387/2016, για το ποσό των 510,00 ευρώ και για το ελεύθερο επάγγελμα καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 39, επί του ποσού των 500,00 ευρώ.
Εάν για τη μισθωτή απασχόληση οι μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται σε 510,00 ευρώ (πλήρης απασχόληση από ασφαλισμένο κάτω των 25 ετών) και προκύπτει ζημία από το ελεύθερο επάγγελμα, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 38 του ν. 4387/2016, για το ποσό των 510,00 ευρώ. Για το ελεύθερο επάγγελμα καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 39, επί του ποσού των 76,08 ευρώ (586,08 ευρώ – 510,00 ευρώ).
Εάν για τη μισθωτή απασχόληση (καθεστώς μερικής απασχόλησης) οι μηνιαίες αποδοχές ανέρχονται σε 200,00 ευρώ και το μηνιαίο εισόδημα από το ελεύθερο επάγγελμα ανέρχεται σε 1 00,00 ευρώ, το κατώτατο όριο μηνιαίου εισοδήματος διαμορφώνεται σε 386,08 ευρώ (586,08 ευρώ – 200,00 ευρώ). Ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 38 του ν. 4387/2016, για το ποσό των 200,00 ευρώ. Για το ελεύθερο επάγγελμα καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 39 του ν. 4387/2016, επί του ποσού των 386,08 ευρώ.
Παράδειγμα 2
Νέος ασφαλισμένος, παρέχει εξαρτημένη εργασία και συγχρόνως ασκεί ελεύθερο επάγγελμα. Βάσει του προγενέστερου νομοθετικού πλαισίου (άρθρο 39 του ν. 2084/1992, όπως ίσχυε), ο εν λόγω ασφαλισμένος υπαγόταν στην ασφάλιση ενός φορέα κύριας ασφάλισης, εν προκειμένω του πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ ή του πρώην ΟΑΕΕ και κατέβαλε μία ασφαλιστική εισφορά. Από 01/01/2017, ο εν λόγω ασφαλισμένος έχει υποχρέωση καταβολής στον ΕΦΚΑ ασφαλιστικής εισφοράς:
α. Βάσει του άρθρου 38 του ν. 4387/2016 επί των μηνιαίων αποδοχών ως μισθωτός (υποχρέωση ασφάλισης, βάσει των διατάξεων του πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) και β) βάσει του άρθρου 39 του ν. 4387/2016 επί του μηνιαίου εισοδήματος ως ελεύθερος επαγγελματίας (υποχρέωση ασφάλισης, βάσει των διατάξεων του πρώην ΟΑΕΕ).
Παράδειγμα 3
Παλαιός ασφαλισμένος, ασκεί ελεύθερο επάγγελμα (υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, βάσει των διατάξεων του πρώην ΟΑΕΕ) και αυτοαπασχόληση (υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, βάσει των διατάξεων του πρώην ΕΤΑΑ). Και για τις δύο δραστηριότητες είναι ασφαλισμένος άνω 5ετίας.
Εάν από το ελεύθερο επάγγελμα έχει μηνιαίο εισόδημα, ύψους 4.000,00 ευρώ και από την αυτοαπασχόληση, ύψους 3.000,00 ευρώ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά, βάσει του άρθρου 39 του ν. 4387/2016, για το ποσό των 4.000,00 ευρώ (εισόδημα από ελεύθερο επάγγελμα) και επί του ποσού των 1.860,80 ευρώ (5.860,80 ευρώ – 4.000,00 ευρώ) για το εισόδημα από την αυτοαπασχόληση. Η προκύπτουσα μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για την αυτοαπασχόληση μειώνεται περαιτέρω, βάσει του άρθρου 98 του ν. 4387/2016.
Εάν από το ελεύθερο επάγγελμα έχει μηνιαίο εισόδημα, ύψους 200,00 ευρώ και από την αυτοαπασχόληση, ύψους 150,00 ευρώ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά επί του κατωτάτου ορίου μηνιαίων αποδοχών (586,08 ευρώ), βάσει του άρθρου 39 του ν. 4387/2016.
Παράδειγμα 4
Παλαιός ασφαλισμένος, ασκεί ελεύθερο επάγγελμα (υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, βάσει των διατάξεων του πρώην ΟΑΕΕ) και αυτοαπασχόληση (υποχρέωση ασφάλισης στον ΕΦΚΑ, βάσει των διατάξεων του πρώην ΕΤΑΑ).
Για τον πρώην ΟΑΕΕ είναι ασφαλισμένος άνω 5ετίας και το πρώην ΕΤΑΑ ασφαλισμένος κάτω 5ετίας με 3 έτη ασφάλισης.
Εάν από το ελεύθερο επάγγελμα έχει μηνιαίο εισόδημα, ύψους 4.000,00 ευρώ και από την αυτοαπασχόληση, ύψους 3.000,00 ευρώ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά επί του ποσού των 4.000,00 ευρώ με ασφάλιστρο 20% για το ελεύθερο επάγγελμα και επί του ποσού των 1.860,80 ευρώ (5.860,80 ευρώ – 4.000,00 ευρώ) με ασφάλιστρο 17% για την αυτοαπασχόληση. Η προκύπτουσα μηνιαία ασφαλιστική εισφορά για την αυτοαπασχόληση μειώνεται περαιτέρω, βάσει του άρθρου 98 του ν. 4387/2016.
Εάν από το ελεύθερο επάγγελμα έχει μηνιαίο εισόδημα, ύψους 200,00 ευρώ και από την αυτοαπασχόληση, ύψους 150,00 ευρώ, ο ασφαλισμένος καταβάλλει μηνιαία εισφορά επί του κατωτάτου ορίου μηνιαίων αποδοχών (586,08 ευρώ), βάσει του άρθρου 39 του ν. 4387/2016. Στην περίπτωση αυτή, δεν δικαιούται τη μείωση του άρθρου 98 του ν. 4387/2016.