«Η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα, και όχι μόνον λεκτικά, ότι η αξία μιας συμμαχίας για ένα μέλος της καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο όσο αξίζεις εσύ γι' αυτούς. [...]
Τα "δίκαια" της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και "προγράμματα στήριξης". Η λύση του προβλήματος της εθνικής βιωσιμότητας, όχι σε λογιστική αλλά σε παραγωγική βάση, αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής».
Παναγιώτης Κονδύλης, «Θεωρία του πολέμου», εκδόσεις Θεμέλιο, σελ. 409
Η άσκηση πολιτικής είναι άσκηση δυνάμεως και κατανομή της ανάλογα με τις προϋποθέσεις για την πάση θυσία διατήρηση, διεκδίκηση και αύξησή της. Η ισχύς-υλική, ηθική, πολιτισμική- ήταν και παραμένει κατεπείγον ζητούμενο απ' όλα τα έλλογα όντα. Και η ίδια η ζούγκλα θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια λεωφόρος στην οποία κινούνται οι πόροι, φυτικοί και ζωικοί, οι θηρευτές τους και πολλά δυναμικά φορτία, τα οποία βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό και αλληλεπίδραση.
Η άσκηση πολιτικής είναι άσκηση δυνάμεως και κατανομή της ανάλογα με τις προϋποθέσεις για την πάση θυσία διατήρηση, διεκδίκηση και αύξησή της. Η ισχύς-υλική, ηθική, πολιτισμική- ήταν και παραμένει κατεπείγον ζητούμενο απ' όλα τα έλλογα όντα. Και η ίδια η ζούγκλα θα μπορούσε να ιδωθεί ως μια λεωφόρος στην οποία κινούνται οι πόροι, φυτικοί και ζωικοί, οι θηρευτές τους και πολλά δυναμικά φορτία, τα οποία βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό και αλληλεπίδραση.
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (1943-1998) -μεταξύ πολλών άλλων φιλολογικών και λοιπών ακαδημαϊκών δεξιοτήτων του- ήταν φιλόσοφος-αναλυτής του πάθους για δύναμη και των μεθόδων απόκτησής της. Γεννήθηκε πάνω σε ένα συμβολικό χωροχρονικό σταυροδρόμι. Αντίκρισε πρώτη φορά τον ήλιο στην Αρχαία Ολυμπία, στην καρδιά της Κατοχής. Σπούδασε στη Γερμανία. Βίωσε αλλά και μελέτησε τα διαχρονικά προϊόντα της κεντροευρωπαϊκής ιδιοσυγκρασίας. Είχε εμπεριστατωμένη άποψη για τον τρόπο της λατρείας της δυνάμεως από τους Γερμανούς αλλά και τις μεθόδους τις οποίες μετέρχονται οι συστηματικοί Τεύτονες για να την αποκτήσουν και να την πολλαπλασιάσουν.
Χρήματα και όπλα
Σε αυτό το μνημειώδες εγχειρίδιο άσκησης εξουσίας που μας άφησε ως κληρονομιά ο Κονδύλης μας εξοικειώνει με τη σκέψη του Θουκυδίδη και του Μακιαβέλι ταυτόχρονα, ενώ την ίδια στιγμή δείχνει και προς την κατεύθυνση του Κλάουζεβιτς. Οι διαπιστώσεις του Κονδύλη για το αναπόφευκτο του πολέμου (ή γενικότερα της πολύπλευρης αναμέτρησης με την Τουρκία) και οι απαντήσεις του στο ερώτημα «τι πράττειν» είναι κυνικές. Δεν θα επιτρεπόταν τίποτε λιγότερο ή «αβρότερο» από μια αστραπιαία και οδυνηρή ψυχρολουσία σε ένα Εθνικό σώμα, το οποίο καθεύδει την ίδια στιγμή που η Ιστορία ακονίζει τις λάμες με τις οποίες είναι έτοιμη να το τεμαχίσει. Ο στόχος του συγγραφέα, λοιπόν, ήταν η αφύπνιση. Δεν είναι δυνατόν το έθνος μας να κοιμάται όταν οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν προς τον αφανισμό του.
Όσο επιδεινώνεται η ισορροπία δυνάμεων με τον Ασιάτη γείτονα, που ασφυκτιά μέσα στην πληθυσμιακή έκρηξή του και το στενό, αντιφατικό σκηνικό που δημιουργούν οι αντίρροπες δυνάμεις εντός των εδαφών του, τόσο μεγαλύτερη ένταση και αποτέλεσμα πρέπει να φέρει ένα ελληνικό ποιοτικό και ποσοτικό άλμα. Η πρώτη σημαντική κίνηση για την αύξηση των πιθανοτήτων επιβίωσης σε τούτο το νεφελώδες σκηνικό είναι η εμμονή και η επιμονή στην παραγωγή. Αλλά ως στιβαρή, σοβαρή και σταθερή παραγωγή δεν μπορεί να νοηθεί ο τουρισμός. Ο Κονδύλης είναι ξεκάθαρος: «Το 1% του εθνικού εισοδήματος που προέρχεται από την άνοδο του τουρισμού δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία».
Αυτή η επισήμανση στο πόνημα του Κονδύλη επιτείνει το αίσθημα της θυμηδίας όποτε αντικρίζει κάποιος τυπωμένες ή ηλεκτρονικά μεταδιδόμενες τις σκέψεις Κουρδιστών ελληνόφωνων πολιτικών, που αποφαίνονται για τη «βαριά βιομηχανία της πατρίδας, που είναι ο τουρισμός». Επιβεβαιώνουν τον Έλληνα φιλόσοφο στην αρνητικότατη άποψη που είχε (και διατύπωνε σε κάθε ευκαιρία) για την παρακμιακή μεταπολιτευτική «ελίτ» των μεταπρατών.
Το μεγάλο στοίχημα για το ελληνικό έθνος είναι η επιβίωσή του ως ζώσα πραγματικότητα και όχι ως πολυσέλιδη, πολύτομη εγγραφή σε εγκυκλοπαίδειες και ιστορικά βιβλία. Όμως, για να κυριαρχήσει το σωτήριο ένστικτο της επιβίωσης, πρέπει συλλογικά να αποδεσμευτούμε από τις «πολιτικά ορθές» και πνευματικά νωθρές προφάσεις, τις οποίες μας έχει υπαγορεύσει εμμέσως ο αντίπαλος - όποιος κι αν είναι εκείνος.
Ο Ελληνισμός χρειάζεται σήμερα αυτό που χρειαζόταν πάντοτε: ικανή και ηθικά ακέραια ηγεσία, αποφασιστικότητα, χρήματα και όπλα.
Σε αυτό το μνημειώδες εγχειρίδιο άσκησης εξουσίας που μας άφησε ως κληρονομιά ο Κονδύλης μας εξοικειώνει με τη σκέψη του Θουκυδίδη και του Μακιαβέλι ταυτόχρονα, ενώ την ίδια στιγμή δείχνει και προς την κατεύθυνση του Κλάουζεβιτς. Οι διαπιστώσεις του Κονδύλη για το αναπόφευκτο του πολέμου (ή γενικότερα της πολύπλευρης αναμέτρησης με την Τουρκία) και οι απαντήσεις του στο ερώτημα «τι πράττειν» είναι κυνικές. Δεν θα επιτρεπόταν τίποτε λιγότερο ή «αβρότερο» από μια αστραπιαία και οδυνηρή ψυχρολουσία σε ένα Εθνικό σώμα, το οποίο καθεύδει την ίδια στιγμή που η Ιστορία ακονίζει τις λάμες με τις οποίες είναι έτοιμη να το τεμαχίσει. Ο στόχος του συγγραφέα, λοιπόν, ήταν η αφύπνιση. Δεν είναι δυνατόν το έθνος μας να κοιμάται όταν οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν προς τον αφανισμό του.
Όσο επιδεινώνεται η ισορροπία δυνάμεων με τον Ασιάτη γείτονα, που ασφυκτιά μέσα στην πληθυσμιακή έκρηξή του και το στενό, αντιφατικό σκηνικό που δημιουργούν οι αντίρροπες δυνάμεις εντός των εδαφών του, τόσο μεγαλύτερη ένταση και αποτέλεσμα πρέπει να φέρει ένα ελληνικό ποιοτικό και ποσοτικό άλμα. Η πρώτη σημαντική κίνηση για την αύξηση των πιθανοτήτων επιβίωσης σε τούτο το νεφελώδες σκηνικό είναι η εμμονή και η επιμονή στην παραγωγή. Αλλά ως στιβαρή, σοβαρή και σταθερή παραγωγή δεν μπορεί να νοηθεί ο τουρισμός. Ο Κονδύλης είναι ξεκάθαρος: «Το 1% του εθνικού εισοδήματος που προέρχεται από την άνοδο του τουρισμού δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία».
Αυτή η επισήμανση στο πόνημα του Κονδύλη επιτείνει το αίσθημα της θυμηδίας όποτε αντικρίζει κάποιος τυπωμένες ή ηλεκτρονικά μεταδιδόμενες τις σκέψεις Κουρδιστών ελληνόφωνων πολιτικών, που αποφαίνονται για τη «βαριά βιομηχανία της πατρίδας, που είναι ο τουρισμός». Επιβεβαιώνουν τον Έλληνα φιλόσοφο στην αρνητικότατη άποψη που είχε (και διατύπωνε σε κάθε ευκαιρία) για την παρακμιακή μεταπολιτευτική «ελίτ» των μεταπρατών.
Το μεγάλο στοίχημα για το ελληνικό έθνος είναι η επιβίωσή του ως ζώσα πραγματικότητα και όχι ως πολυσέλιδη, πολύτομη εγγραφή σε εγκυκλοπαίδειες και ιστορικά βιβλία. Όμως, για να κυριαρχήσει το σωτήριο ένστικτο της επιβίωσης, πρέπει συλλογικά να αποδεσμευτούμε από τις «πολιτικά ορθές» και πνευματικά νωθρές προφάσεις, τις οποίες μας έχει υπαγορεύσει εμμέσως ο αντίπαλος - όποιος κι αν είναι εκείνος.
Ο Ελληνισμός χρειάζεται σήμερα αυτό που χρειαζόταν πάντοτε: ικανή και ηθικά ακέραια ηγεσία, αποφασιστικότητα, χρήματα και όπλα.
Παναγιώτης Λιάκος
Ε.Α.Α.Σ/ Π. Άρτας :Σύντομο βιογραφικό του Παναγιώτη Κονδύλη
Ο Παναγιώτης Κονδύλης (Panagiotis Kondylis, Panagiotes Kondyles) (17 Αυγούστου 1943 – 11 Ιουλίου 1998) υπήρξε Έλληνας φιλόσοφος, συγγραφέας και μεταφραστής. Έγραψε κυρίως στα γερμανικά και μετέφραζε ο ίδιος τα βιβλία του στα ελληνικά. Το έργο του τον τοποθετεί στη συνέχεια της παράδοσης των Θουκυδίδη, Νικολό Μακιαβέλι και Μαξ Βέμπερ.
πηγή:dimokratianews.gr