Γιώργος Παππάς
Την επιστήμη πάντα την είχαμε από μακριά ως κοινωνία. Τη θαυμάζαμε χωρίς να επιθυμούμε ιδιαίτερα να την κατανοήσουμε — μας αρκούσε απλά να δρέπουμε τους εδώδιμους καρπούς των επιτυχιών της (το νέο κινητό, οι διαδικτυακές πλατφόρμες, η τεχνολογία ακόμη και της παρασκευής καφέ), ενώ ταυτόχρονα θεωρούσαμε ως δεδομένες μείζονες αθόρυβες προόδους σχετιζόμενες με το (ευ) ζην μας. (Έχουμε κατανοήσει πώς σταδιακά εκμηδενίζουμε τον φοβερό και τρομερό μηνιγγιτιδόκοκκο με εμβόλια, για παράδειγμα;) Μα και με τους λειτουργούς της επιστήμης, η σχέση μας ήταν πάντα εξ αποστάσεως, συνήθως τοποθετημένη σε ποικίλες θέσεις αξιακών κοινωνικών χρηματιστηρίων: «Να γίνει γιατρός το παιδί», κι ας βάζουν τα θεμέλια της εξέλιξης οι βιολόγοι, «Να πιάσει μια θέση στο δημόσιο ο απόφοιτος του φυσικομαθηματικού», πώς αλλιώς άλλωστε, που η εφαρμοσμένη έρευνα εκτός δημοσίων χώρων παραμένει αθεράπευτα νηπιακή.
Και μετά ήρθε η πανδημία.
Και έγινε η μετάλλαξη ενός ιού θέμα συζήτησης σε πραγματικά και διαδικτυακά καφενεία, και έγιναν περιζήτητοι οι επιστήμονες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, και απέκτησαν λόγο πολλοί, άγνωστοι έως τότε. Κι αν στην αρχή η έννοια του επιστήμονα περιβλήθηκε με σεβασμό και δέος, σύντομα διευρύνθηκε η ίδια η έννοια, και, όπως καθετί στον δημόσιο βίο, αποτέλεσε πεδίο αντιπαράθεσης:
Δικαιούνται να μιλούν οι επιστήμονες την ώρα της πανδημίας;
Δικαιούνται να μιλούν όλοι οι επιστήμονες;
Και πώς κρίνουμε ποιοι δικαιούνται;
Είναι η επιστημονική προϋπηρεσία στο αντικείμενο που μετράει;
η επιστημονική επιδραστικότητα;
το όνομα του ακαδημαϊκού ιδρύματος του ερευνητή;
η συχνότητα της παρουσίας του στον δημόσιο λόγο;
η κοινωνική φήμη που μπορεί να έχει διαμορφωθεί από το ίδιο του το έργο ή τις δημόσιες σχέσεις του;
Είναι, καλύτερα, η συνέπεια των λόγων του σε αυτό τον εξελισσόμενο δρόμο ενημέρωσης μεγάλης απόστασης;
Και, από την άλλη, δεν δικαιούνται να ομιλούν οι πολίτες και η πολιτεία;
Και ποια κριτήρια θα πρέπει να ισχύσουν για τον δικό τους λόγο, πώς θα διυλίσεις αυτή την πανσπερμία γνώμης;
«Μα είναι γιατρός», ακούς, «άρα οφείλει να έχει άποψη».
Και ποιας ειδικότητας γιατρός ακριβώς μπορεί να έχει άποψη για την πανδημία, πέραν των προφανών;
Και είναι η άποψη των σχετιζομένων ειδικοτήτων πάντα αρκετά σφαιρική;
Μην ξεχνάμε πως ζούμε στην εποχή των υποειδικοτήτων, της υπερκατάτμησης της γνώσης, στον καιρό που η ολιστική αντιμετώπιση του ατόμου από τον προσωπικό του γιατρό κλάπηκε αμετάκλητα ως έννοια συνώνυμη της παθολογίας, και χρησιμοποιήθηκε καταχρηστικά από «εναλλακτικές» προσεγγίσεις, όπως ήδη σημείωνε από το 1993 ο δάσκαλος Γαρδίκας. [1] Όμως το όλον δεν είναι ένα απλό άθροισμα των μερών, τα μέρη που αποτελούν εκφάνσεις του είναι, κατά το Αριστοτέλειο «τὸ γὰρ ὅλον πρότερον ἀναγκαῖον εἶναι τοῦ μέρους: ἀναιρουμένου γὰρ τοῦ ὅλου οὐκ ἔσται ποὺς οὐδὲ χείρ», όπως το μνημόνευσε και ο δάσκαλος.
Πολύ περισσότερο που το ανθρώπινο σώμα αλληλοεπιδρά με τον κόσμο γύρω του. Η ανθρώπινη υγεία συνομιλεί και επηρεάζεται δραματικά από τον έμβιο περίγυρο: οι πανδημίες είναι κατά κανόνα ζωονόσοι, προϋπάρχουσες εκτός της ανθρώπινης περιμέτρου.
Οι πανδημίες εντέλει απαιτούν επαναθεώρηση της ανθρωποκεντρικής μας οπτικής, αλλά αυτό είναι θέμα προς μακροπρόθεσμη συζήτηση — τώρα θα αποπροσανατόλιζε. Η πανδημία τού σήμερα απαιτεί συγκεκριμένη σύνθεση γνώσης, και το ερώτημα είναι ποιος έχει τη γνώση, ποιος είναι ικανός να τη συνθέσει, ποιος μπορεί να την επικαιροποιεί αξιόπιστα, ποιος έχει την ευθυκρισία τού «δεν γνωρίζω», και ποιος έχει την υπευθυνότητα της σιωπής.
Καλείται τη σύνθεση της γνώσης να την κάνει ο ίδιος ο εξειδικευμένος επιστήμονας, για να τοποθετήσει την εστιασμένη του γνώση στο κατάλληλο πλαίσιο· καλείται να την εφαρμόσει ο λαμβάνων αποφάσεις· η δε πολιτεία καλείται να τη μεταφέρει στον απλό πολίτη. Αυτός που συνθέτει δεν αποτελεί απαραίτητα αυθεντία, είναι περισσότερο ένας ειλικρινής φορέας «ευρυγώνιας» γνώσης. Είναι αυτός που μπορεί να συντηρεί την προσοχή του κοινού και της πολιτείας, να κινητοποιεί ορθές συμπεριφορές, να παρουσιάζει συνέχεια και συνέπεια λόγου, να είναι αξιόπιστος στην πληροφορία που μεταδίδει, και να αποδέχεται αυτά που δεν γνωρίζει: αυτός που συνθέτει οφείλει να αντιμετωπίζει τους πολίτες ως ώριμους συμμετέχοντες· θα μιλήσει χωρίς αναστολές για τις αρχικές αστοχίες και ανεπάρκειες (όπως στο θέμα «μάσκες» την άνοιξη του 2020), θα περιγράψει το μέλλον δίνοντας σαφή προοπτική, θα τεκμηριώσει τα όσα ξέρουμε για τον ιό, με τους διαφορετικούς δείκτες επιστημονικής βεβαιότητας, και θα υπογραμμίσει τα σκοτεινά ακόμη σημεία του.
Μια τέτοια σύνθεση ιδανικά οφείλει να την κάνει κάθε γιατρός που σέβεται τον εαυτό του — και αναφέρομαι στους γιατρούς επειδή έχουν αμεσότερη επαφή με τον απλό πολίτη.
Κι εδώ αρχίζουν τα ερωτήματα:
Είμαστε ικανοποιημένοι από την ιατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα γενικότερα; [2, 3]
Πιστεύουμε ότι σε προπτυχιακό επίπεδο έχουμε εξασφαλίσει την επικαιροποίηση της γνώσης, σε μια εποχή που η βιοτεχνολογία αναμορφώνει με γοργούς ρυθμούς την ιατρική;
Διδάσκονται οι επιδημίες;
Διδάσκεται η ραγδαία εξέλιξη της γενετικής και της μοριακής βιολογίας;
Διδάσκεται η έρευνα, έστω και στα στοιχειώδη επίπεδα;
Κινητοποιείται ο θεσμός του μέντορα, ως ανθρώπου που συγκροτημένα θα σημαδέψει τη μετέπειτα επιστημονική πορεία κάποιων; (Κι ας συναντάς τυχαία κάποτε τους μέντορές σου, δεν είναι όλοι τυχεροί).
Διδάσκονται μέθοδοι ενημέρωσης από τη βιβλιογραφία; (Ειδικά σε μια εποχή που ο χώρος της επιστημονικής πληροφορίας μεταβάλλεται ριζικά: με επιστημονικά έντυπα ελεύθερης πρόσβασης· με έντυπα predators όπου θα δημοσιευτούν τα πάντα ανεξαρτήτως αξίας επ’ αμοιβή· με προδημοσιεύσεις· με μετακίνηση της κρίσης άρθρων μετά τη δημοσίευση, συχνά στο Τwitter, με ουσιαστικότατα αποτελέσματα μάλιστα).
Μαθαίνουν οι νέοι επιστήμονες να ξεχωρίσουν τον θόρυβο και να εξορύσσουν την ουσιώδη πληροφορία;
Έχουμε εντέλει ολική εκπαίδευση;
Γνωρίζουν όλοι αρχές της παθολογίας, της γραμματικής και το συντακτικού της ιατρικής; Έχουμε καν επαρκή εκπαίδευση ειδίκευσης;
Υπάρχει ενιαίο πρόγραμμα σπουδών στην ειδικότητα;
Υπάρχει έλεγχος της επάρκειας των διδασκόντων; (Ένας εξαίρετος γιατρός δεν είναι απαραίτητα και ένας εξοπλισμένος και ικανός διδάσκων άλλωστε).
Και πάμε στους γιατρούς μετά το πτυχίο: θα εφαρμοστεί κάποτε η συνεχιζόμενη ιατρική εκπαίδευση, πιθανώς μαζί με την (αντιδημοφιλή, το γνωρίζω) επανεξέταση της άδειας άσκησης επαγγέλματος; (Το maintenance of certification πολλών χωρών του εξωτερικού).
Είμαστε βέβαιοι πως ένας, ακόμη κι ο καλύτερος, γιατρός που τελειώνει σήμερα, θα μπορεί να ακολουθήσει τις εξελίξεις της επόμενης δεκαετίας;
Υποχρεώνεται; Όχι. Επαφίεται η περαιτέρω επιμόρφωσή του στην ατομική του συνείδηση. Και, ναι, υπάρχουν άφθονες πηγές για όποιον θέλει να μορφωθεί, σεμινάρια διαδικτυακά και διά ζώσης (κάποτε), βιβλιογραφία διαθέσιμη δωρεάν, ενίοτε και η διήθηση της πληροφορίας από τις φαρμακευτικές εταιρίες.
Μπορεί όμως κάποιος να περιφερθεί για έτη πολλά, ακόμη και σε δημόσιες θέσεις, με πλήρη στασιμότητα στη γνώση του.
Υπάρχει έλεγχος για την ορθή κλινική πράξη; Γνωρίζουμε για παράδειγμα πόσες δεξαμεθαζόνες χορηγήθηκαν, ενάντια σε κατευθυντήριες οδηγίες και στοιχεία, ίσως δε και με δυνητικό κίνδυνο για τον ασθενή, σε άτομα με SARS-CoV-2 λοίμωξη ήπιας μορφής; Και ποιος θα αναλάβει τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση; Οι κατά τόπους σύλλογοι; Το ίδιο το υπουργείο; Οι επιστημονικές ενώσεις των ειδικοτήτων; Να θεσπίσουμε έναν δυσλειτουργικό νέο φορέα μήπως;…
Είναι απαραίτητη προϋπόθεση όλα τα παραπάνω, για κάθε επιστημονικό κλάδο, ώστε να διαχυθούν αξιόπιστα η γνώση και η πληροφορία στην πράξη και την κοινότητα. Υπάρχουν λαμπρά παραδείγματα διδαχής της αξίας των αποδείξεων της επιστήμης, ακόμη και στα σχολεία. (Πόσοι γνωρίζουν το έργο της Μονάδας Τεκμηριωμένης Ιατρικής & Κλινικής Έρευνας του ΑΠΘ;) Στην κλινική ιατρική μοιάζει απλό: ο ασθενής πρέπει να φεύγει από την επαφή του με τον γιατρό του γνωρίζοντας ποιο είναι το πρόβλημα, τι πρέπει και τι μπορεί να γίνει βάσει δεδομένων, γιατί πρέπει να γίνει αυτό, και τι να περιμένει στη συνέχεια (τυχόν παρενεργειών περιλαμβανομένων). Στη δημόσια υγεία, και δη στην πανδημία όμως, δεν είναι όλα τόσο απλά.
Πώς μπορεί ο πολίτης να ανιχνεύσει την αξιόπιστη πληροφορία; Αναζητώντας πρώτα τη συνέπεια στην περιγραφή της κατάστασης. Εντοπίζοντας όσους δικαιώνονται από τις εξελίξεις, και απομονώνοντας τους συνεχώς διαψευδόμενους. Εκτιμώντας την αξία της σιωπής (αντίθετα με την αμετροέπεια άλλων) συγκεκριμένων επιστημόνων. Διακρίνοντας όσους έχουν σύγκρουση συμφερόντων ή επιδιώκουν ατομική προβολή για ίδιο συμφέρον ή εκφράζουν πικρία που δεν ρωτήθηκαν, δεν προσκλήθηκαν, δεν αναγνωρίστηκαν ως αυθεντίες. Τα προσωπικά οφέλη είναι παντού γύρω μας, από πολυπράγμονες επιστήμονες που έχουν λόγο για τα πάντα, κυνηγώντας μια θέση σε βουλευτικά έδρανα ή άλλο αξίωμα, μέχρι τον χρήστη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που επιδιώκει απλά να χαϊδέψει το εγώ του μετρώντας like και επιδοκιμαστικά σχόλια.
Όλοι δικαιούνται να εκφράζουν δημόσια γνώμη για την πανδημία, ανεξαρτήτως ειδίκευσης ή μη. Όμως όλων η γνώμη οφείλει να κρίνεται. Υπάρχουν γνώμες διαμορφωμένες από τα ΜΜΕ, κι εδώ οφείλουμε πάλι να διακρίνουμε την ποιότητα της πληροφορίας (σε έναν κόσμο που το Reuters δίνει συχνά αμφιλεγόμενους τίτλους, ενώ την αξιόπιστη πληροφόρηση είναι πιθανότερο να την βρεις στο Stat News). Υπάρχει έντεχνα συρρέουσα πληροφόρηση που υποκινείται από πολιτικά συμφέροντα ή απλά επιδιώκει χρηματιστηριακά παιχνίδια. Υπάρχει αφέλεια και κούραση — και, ναι, δεν είναι απαραίτητο να θυμούνται όλοι από τη βιολογία του λυκείου τις διαφορές μεταξύ RNA και our precious DNA (αλλά λέει κάτι για την παιδεία μας ότι οι περισσότεροι δεν το θυμούνται).
Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι χαρακτήρες δύσπιστων πολιτών. Υπάρχει άλλοτε άλλος βαθμός ατομικής ψυχολογίας και ελλείμματος εμπιστοσύνης, δικαιολογημένου ή μη. Υπάρχουν κενά επιδραστικότητας, κενά επαρκούς πληροφόρησης, που θα μεταφέρουν τον πολίτη πέρα από τον θόρυβο. Οφείλει η επιστήμη να αναζητά τα επιδραστικά άτομα στην κοινότητα που θα μεταφέρουν το μήνυμά της και το παράδειγμά τους. Οφείλει να εκπροσωπείται από αντίστοιχα επιδραστικούς επιστήμονες και οφείλει να ρυθμίζει, δραστικά εσωτερικά, τους υστερόβουλους του χώρου της. Οφείλει να δημιουργεί τους επιδραστικούς μεταδότες της πληροφορίας, αν δεν υπάρχουν.
Η αμάθεια δεν είναι απλά απουσία γνώσης. Είναι απουσία επιθυμίας για γνώση. και έλλειψη ικανότητας απόκτησης της γνώσης. Είναι πεδία διαμορφώσιμα. Και όχι απλά για το μετά την πανδημία. Μπορούμε να το ξεκινήσουμε και τώρα.
[ 1 ] Γαρδίκας Κ.Δ., Να καταργήσουμε την Παθολογία; Επιθεώρηση Υγείας, Ιανουάριος Φεβρουάριος 1993.
[ 2 ] Cinoku II., Zampeli E., Moutsopoulos H.M., Medical education in Greece: Necessary reforms need to be re-considered. Med Teach. 2020, Dec 7:1-6, doi: 10.1080/0142159X.2020.1832651.
[ 3 ] Μουτσόπουλος Χ.Μ., Παθολόγος στην Ελλάδα – αλλά με τι εκπαίδευση;
πηγή:http://amagi.gr/content/ygeionomiki-amatheia