Ιδού η απόφαση 15650/31-10-2019
Δημοσιεύθηκε χτες η υπ’αριθ. 15650/2019 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επί αγωγής κατά του ΕΦΚΑ. Με την αγωγή της η ενάγουσα, συνταξιούχος του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ, ζητούσε να της καταβληθούν τα ποσά που αντιστοιχούν στις μνημονιακές περικοπές που έγιναν στη σύνταξή της, βάσει του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.12.2017.
Η έκδοση αυτής της απόφασης, όπως και της υπ’αριθ. 15023/2019 που είχαμε αναδείξει με την από 31-10-2019 ανακοίνωσή μας, είναι πολύ σημαντική αφού εκδόθηκε μετά τις υπ’αριθ. 1888-1891/2019 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου Επικρατείας!
Η δεκτή για την ενάγουσα απόφαση υποχρεώνει τον ΕΦΚΑ να της καταβάλλει το ποσό των 3.358,80 ευρώ και μάλιστα νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.
Ιδού η απόφαση 15650/31-10-2019
ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Τμήμα 20ο Μονομελές
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του την 15.6.2018, με δικαστή τον Ιωάννη Αποστολάκη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα τον ……….., δικαστικό υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την αγωγή, με ημερομηνία κατάθεσης 2.1.2018,
τ η ς ΙΠΑ, η οποία παραστάθηκε δια ………..
κ α τ ά τ ο υ Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), που εκπροσωπείται από το Διοικητή του και παραστάθηκε με δήλωση.
Κατά τη συζήτηση, η ενάγουσα ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.
Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, ως εκ του αντικειμένου της και του ύψους του διεκδικούμενου με αυτή ποσού (άρθρο 274 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.), ζητείται, παραδεκτώς, να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να καταβάλει νομιμοτόκως στην ενάγουσα, συνταξιούχο του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) του Ε.Φ.Κ.Α., (…..), ως αποζημίωση, κατ’ άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., το ποσό των 3.358,80 ευρώ. Το ποσό αυτό διεκδικείται από την ενάγουσα προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τις παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς της, περικοπές που επιβλήθηκαν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, στη σύνταξη γήρατος που έλαβε (αρχικώς από το Ε.Τ.Α.Α και, στη συνέχεια, από τον Ε.Φ.Κ.Α.) κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.12.2017.
2. Επειδή, προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω – μετά από διαδοχικές περικοπές – περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο ν. 4051/2012 (Α’ 40), με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μείωσης (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012 (Α’ 222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφενός μεν, μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…».
Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι…» (ΣτΕ Ολομ. 2287/2015 σκ. 23).
3. Επειδή, οι διατάξεις αυτές ψηφίστηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγόμενων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογούνταν πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου.
Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών – όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων– να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων.
Τούτο δε ενόψει και της διαπίστωσής του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε, περαιτέρω, να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων).
Τέλος, εφόσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγόμενων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικο ασφαλιστικού τους δικαιώματος, τη χορήγηση, δηλαδή, στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υπόστασης (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9-2-2010, -1 BvL 1/09-, -1 BvL 3/09-, -1 BvL 4/09-, ιδίως Rn. 135). Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα τέτοια μελέτη.
Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπόψη οι κρίσιμες, στην προκείμενη περίπτωση, συνταγματικές παράμετροι: οι αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), συμφώνως προς την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014). Και τούτο διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή».
Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτέλειάς τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους.
Άλλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση, χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών.
Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες˙ η αντίθεση δε των διατάξεων τούτων προς το Σύνταγμα αφορά στις περικοπές όχι μόνο των κύριων αλλά και των επικουρικών συντάξεων. Τούτο δε διότι ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, η οποία παρέχεται από το Ε.Τ.Ε.Α. και άλλους φορείς και η, συνεπεία τούτου, λειτουργία αυτών υπό μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ Ολομ. 5024/1987) δικαιολογούνται από τον δημόσιο σκοπό τον οποίο οι φορείς αυτοί υπηρετούν, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, συμβάλλοντας – μέσω της χορήγησης παροχών συμπληρωματικών σε σχέση με τις χορηγούμενες από τους φορείς υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης – στη διασφάλιση υπέρ των συνταξιούχων ενός ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης, κατά το δυνατόν εγγύς εκείνου το οποίο είχαν αυτοί κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου.
Ενόψει δε του εν λόγω δημόσιου σκοπού, το κράτος, ανεξαρτήτως αν μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί τακτική κρατική χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, υποχρεούται, πάντως, κατά την ανωτέρω συνταγματική διάταξη, να συμμετέχει στη χρηματοδότηση και των φορέων τούτων, προς κάλυψη των ελλειμμάτων τους. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων, καθώς παραβιάστηκε ο πυρήνας του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος και, ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (ΣτΕ Ολομ. 2287/2015 σκ. 24).
4. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164), για την στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και εάν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός εάν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση, όταν οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη αλλά επέρχονται από την εφαρμογή του ως άνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτήν πράξη (βλ. ΣτΕ Ολομ. 4741/2014, 479, 480, 481/2018), με συνέπεια την δημιουργία ευθύνης του ν.π.δ.δ., όργανο του οποίου εξέδωσε την πράξη αυτή, κατά τα άρθρα 105-106 του Εισ.Ν.Α.Κ. Η δε αποζημίωση προς αποκατάσταση της κατά τα ανωτέρω ζημίας περιλαμβάνει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, την πλήρη αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Συνεπώς, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν την παράνομη πράξη ή παράλειψη των δημοσίων οργάνων περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη αυτός με τη στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών τις οποίες μετά πιθανότητας, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη (ΣτΕ 528/2014, 1283, 1284/2016, 1369/2018 επταμ. κ.ά.).
5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τις ………. πράξεις του Διευθυντή Παροχών του Ταμείου Νομικών η ενάγουσα δικαιώθηκε, αντίστοιχα, σύνταξης, από δικό της δικαίωμα, βάσει συνολικού συντάξιμου χρόνου 36 ετών, 4 μηνών και 27 ημερών, και λόγω θανάτου του συζύγου της, ……….., συνολικού (μικτού) ποσού 512,37 ευρώ μηνιαίως, καταβλητέας από 29.12.2017. Επί του ως άνω ποσού σύνταξης επιβλήθηκαν, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.12.2017, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα από την ενάγουσα οικεία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεών της, καθώς και από την έκθεση απόψεων του εναγόμενου, περικοπές, αφενός ποσού 46,84 ευρώ ανά μήνα (πλην του Ιανουαρίου του έτους 2017, που ανήλθε σε 48,34 ευρώ), κατ’ εφαρμογή του ν. 4051/2012, και αφετέρου ποσού 93,11 ευρώ ανά μήνα (πλην του Ιανουαρίου του έτους 2017, που ανήλθε σε 92,80 ευρώ), κατ’ εφαρμογή του ν. 4093/2012, ήτοι συνολικού ποσού 139,95 (46,84 + 93,11) ευρώ ανά μήνα.
Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με το υπόμνημα και την προσθήκη-αντίκρουση, η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 3.358,80 ευρώ (€139,95 Χ 24 μήνες), το οποίο αντιστοιχεί στις περικοπές της κύριας σύνταξης που έλαβε για το χρονικό διάστημα από 1.1.2016 έως 31.11.2017, διότι, κατά τους ισχυρισμούς της, μη νομίμως διενεργήθηκαν οι ανωτέρω περικοπές στη σύνταξή της με βάση τις διατάξεις του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, οι οποίες αντίκεινται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, καθώς και στις διατάξεις της Ε.Σ.Δ.Α. (άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου).
6. Επειδή, ο εναγόμενος Ε.Φ.Κ.Α., με την ………. έκθεση απόψεων και το υπόμνημά του, προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι το μικτό ποσό της σύνταξης της ενάγουσας ανέρχεται σε 512,37 ευρώ το μήνα και οι ένδικες περικοπές, που ανήλθαν, για το κρίσιμο χρονικό διάστημα, στο συνολικό ποσό των 3.359,99 (562,08 + 563,58 + 1.117,32 + 1.117,01) ευρώ, επιβλήθηκαν βάσει διατάξεων νόμων, που εξακολουθούν να ισχύουν. Προσθέτει, δε, ότι μετά την έκδοση των 2287-8/2015 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχει αποσταλεί ερώτημα προς το εποπτεύον Υπουργείο για το χειρισμό των σχετικών αιτήσεων, που έχουν υποβληθεί για παύση κρατήσεων και επιστροφή ποσών, ωστόσο, όπως ισχυρίζεται, οι αποφάσεις αυτές ισχύουν μόνο μεταξύ των προσώπων που ήταν διάδικοι και δεν δεσμεύουν τη Διοίκηση κατά την κρίση της επί άλλων υποθέσεων.
7. Επειδή, με τα ανωτέρω δεδομένα, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας, οι μειώσεις που επήλθαν στην κύρια σύνταξη της ενάγουσας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., κρίνει ότι μη νομίμως περικόπηκε, κατά τα αντίστοιχα ποσά, η κύρια σύνταξη που αυτή έλαβε από το Ε.Τ.Α.Α. και, ακολούθως, από τον Ε.Φ.Κ.Α., κατά τα βασίμως προβαλλόμενα.
Συνεπώς, λόγω της παράνομης αυτής μείωσης, δημιουργείται ευθύνη του εναγόμενου ν.π.δ.δ. προς αποζημίωση της ανωτέρω, σύμφωνα με τα άρθρα 105-106 του Εισ.Ν.ΑΚ. και, ειδικότερα, να καταβάλει σε αυτήν το συνολικό ποσό των 3.359,99 ευρώ [(€139,95 Χ 23 = €3.218,85) + €141,14], ήτοι ποσό 139,95 ευρώ ανά μήνα, για τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2016 έως 31.12.2016 και από 1.2.2017 έως 31.12.2017 και ποσό 141,14 ευρώ για τον Ιανουάριο του 2017 (βλ. σχετ. τα προαναφερόμενα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων). Δεδομένου, όμως, ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιδικάσει ποσό μεγαλύτερο του αιτουμένου (άρθρο 80 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.), το ποσό αποζημίωσης που πρέπει να καταβάλει το εναγόμενο, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής την 2.1.2018 (όπως προκύπτει από την …….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ΑΓ), είναι το τελευταίο (αιτούμενο), ήτοι αυτό των 3.358,80 ευρώ, το οποίο, άλλωστε, και δεν αμφισβητείται.
Τέλος, το αίτημα της αγωγής να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινώς εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται ούτε αποδεικνύει, κατ’ άρθρο 80 παρ. 3 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ. – ν. 2717/1999, Α’ 97), ότι συντρέχουν στο πρόσωπό της εξαιρετικοί λόγοι που να δικαιολογούν την προσωρινή εκτέλεση αυτής ή ότι η μη άμεση εκτέλεσή της θα της επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη.
8. Επειδή, κατ’ ακολουθία, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να υποχρεωθεί να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 3.358,80 ευρώ, νομιμοτόκως από 2.1.2018 μέχρι την εξόφληση. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.) να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και ογδόντα λεπτών του ευρώ (€3.358,80), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (2.1.2018) μέχρι την εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 31.10.2019.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ