Οι ονομαστικοί μισθοί έχουν αυξηθεί στη χώρα μας. Είναι κάτι το οποίο το αναγνωρίζουν οι πολίτες. Όμως, ο ονομαστικός μισθός δεν λέει όλη την αλήθεια, διότι αυτό το οποίο τελικά μένει στο πορτοφόλι του πολίτη είναι ο μισθός μετά από φόρους. Αυτός, λοιπόν, ο πραγματικός μισθός, αυξάνεται με τις παρεμβάσεις της κυβέρνησης.
Και βέβαια, όσο μπαίνουμε σε διάλογο με την αντιπολίτευση, πράγμα το οποίο έχουμε υποχρέωση να κάνουμε, όταν είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπιζόμαστε τις δικές μας πολιτικές και να αποδομούμε τα δικά τους επιχειρήματα, τόσο θα φαίνεται ότι το πρόβλημα το οποίο διατρέχει σήμερα το πολιτικό σκηνικό είναι το γεγονός ότι έχουμε πολλά κόμματα, πάρα πολλά κόμματα, αλλά ουσιαστικά δεν έχουμε καμία ουσιαστική αντιπρόταση, ακόμα και για νομοσχέδια στα οποία θα περίμενα ότι θα μπορούσαμε να πετύχουμε τουλάχιστον κάποιο μίνιμουμ συναίνεσης, καθώς κινούνται στη σωστή κατεύθυνση.
Να αναφέρω ως χαρακτηριστικό παράδειγμα το εργασιακό νομοσχέδιο, το οποίο και αυτό συναντά μια οριζόντια άρνηση, όταν ουσιαστικά συμπεριλαμβάνει ένα σύνολο ρυθμίσεων το οποίο διευκολύνει τις προσλήψεις, επεκτείνει το επίδομα κυοφορίας, καθιστά το επίδομα γονικής άδειας αφορολόγητο. Ένα νομοσχέδιο το οποίο ενισχύει τα μέτρα ασφάλειας στους χώρους δουλειάς. Και πώς μπορεί κανείς εύκολα να διαφωνήσει με αυτά;
Κι όμως, η αντιπολίτευση τα απορρίπτει με το πρόσχημα του μύθου των «13 ωρών». Λες και η απασχόληση, η 13ωρη απασχόληση, την οποία προφανώς πρέπει να τη ζητεί ο ίδιος ο εργαζόμενος, δεν ισχύει ήδη σε δύο εργοδότες εδώ και καιρό. Στο εξής, όμως, αυτή θα επιτρέπεται και στην ίδια επιχείρηση.
Τι λέμε πολύ απλά στον εργαζόμενο ο οποίος έχει επιλέξει -το τονίζω, δεν τον υποχρεώνει κανείς- να δουλεύει δύο δουλειές; Από το να παίρνει το μηχανάκι του και να πηγαίνει σε μια άλλη δουλειά, να χάνει χρόνο, να δουλεύει στον ίδιο εργοδότη με αυξημένες απολαβές, μόνο με κοινή συμφωνία, για τρεις ημέρες τον μήνα, χωρίς να αλλάζουν οι συνολικές ώρες εργασίας.
Το αναφέρω αυτό ως ένα μόνο παράδειγμα για το πώς αυτό το παράλογο «όχι σε όλα» το οποίο ακούμε από την αντιπολίτευση τελικά, στην πράξη, μετατρέπεται σε ένα «ναι στο τίποτα».
Και νομίζω ότι είναι μια διαφορά η οποία αναδείχθηκε στα πλαίσια και των ομιλιών και των συνεντεύξεων που έγιναν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Εκεί που κάποιος πρότεινε «πατριωτικούς φόρους», εμείς κάνουμε πράξη τις πατριωτικές φοροαπαλλαγές. Άλλος μοίρασε υποσχέσεις 4 δισ., βάφοντας «πράσινο» το δικό του «λεφτόδεντρο».
Εμείς, όπως είπα, παρουσιάσαμε ένα συνολικό σχέδιο μιας μεγάλης φορολογικής μεταρρύθμισης, κοστολογημένο, και δίνοντας σαφή παραδείγματα για το πώς αυτό θα ωφελήσει τελικά εκατομμύρια συμπολίτες μας.
Γι’ αυτό και η αντίστιξη σε αυτό το πλεόνασμα λαϊκισμού το οποίο πάλι παράγεται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μπορεί να είναι άλλη από την επιμονή της προβολής των δικών μας προτάσεων αλλά και, θα έλεγα, την υπενθύμιση του δικού μας συνολικού έργου, το οποίο συχνά χάνεται στο βάθος της μνήμης ή στη βοή της επικαιρότητας.