.Νίκος Χατζηνικολάου: Κύριε Πρόεδρε, θα επιμείνω και θα ζητήσω σχόλιό σας για τις απειλές που εκτοξεύτηκαν από τον πρόεδρο ενός ιστορικού συλλόγου της πόλης, τον πρόεδρο του Άρη, τον κ. Καρυπίδη, και για τις οποίες ο υφυπουργός, ο κ. Ταχιάος, επισκέφθηκε τον Εισαγγελέα, για να ρωτήσω αν αυτές οι απειλές και αυτοί οι «εκβιασμοί» περνούν, γιατί, ξέρετε, πολλοί σχολίασαν ότι η απόφαση που αφορούσε τον Άρη δεν προχώρησε, σταμάτησε.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Ο κύριος Ταχιάος κατήγγειλε το περιστατικό αυτό, έκανε αναφορά στην Εισαγγελία κατόπιν δικής μου ρητής εντολής.
Η κυβέρνηση αυτή δεν χειραγωγείται, δεν απειλείται και δεν εκβιάζεται από κανέναν, όσο ισχυρός και αν αυτός μπορεί να αισθάνεται.
Κατά συνέπεια, τέτοιου είδους συμπεριφορές είναι πια αντικείμενο της ίδιας της έρευνας της Δικαιοσύνης.
Από εκεί και πέρα, κ. Χατζηνικολάου, εμείς δεν παρεμβαίνουμε στα ζητήματα τα οποία αφορούν στον τρόπο επιβολής ποινών όσον αφορά παραπτώματα τα οποία μπορεί να διεξάγονται εντός αθλητικών χώρων.
Νίκος Χατζηνικολάου: Κύριε Πρόεδρε, έρχομαι στα εθνικά μας θέματα. Είμαστε στη Θεσσαλονίκη, θέλω να συζητήσουμε και για το τι γίνεται όχι μόνο με την Τουρκία, αλλά και με την Αλβανία και με τη Βόρεια Μακεδονία. Θα ξεκινήσω από αυτά, θα ξεκινήσω από τις σχέσεις μας με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.
Θέλω να σας ρωτήσω, πώς βλέπει η κυβέρνηση τη στάση του Rama απέναντι στην ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, πώς βλέπει την προκλητική του ρητορική του τελευταίου διαστήματος και με ποιον τρόπο σκοπεύει να αντιδράσει σε αυτές τις προκλήσεις;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Δεν είναι μυστικό ότι οι σχέσεις μας με την Αλβανία πέρασαν από αρκετές αναταράξεις, με αφορμή την υπόθεση του Φρέντη Μπελέρη, ο οποίος σήμερα όμως είναι εκλεγμένος ευρωβουλευτής στο Ευρωκοινοβούλιο με τη Νέα Δημοκρατία, εκπροσωπώντας με αυτόν τον τρόπο και τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κοιτάξτε να δείτε, αυτή τη στιγμή η Αλβανία έχει ξεκινήσει τη διαδικασία, αυτόν τον μακρύ δρόμο για να μπορέσει κάποια στιγμή να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και πρέπει να σας πω ότι η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να στηρίξει την Αλβανία σε αυτή την προσπάθεια, υπό μία, όμως, βασική προϋπόθεση: ότι η Αλβανία θα σεβαστεί απόλυτα τα δικαιώματα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας και ότι προφανώς θα υπάρχει αιρεσιμότητα σε κάθε βήμα της Αλβανίας προς την Ευρώπη ώστε να είμαστε κι εμείς σίγουροι ότι αυτά τα οποία δεσμεύεται η Αλβανία να κάνει, θα τα κάνει πραγματικά πράξη.
Έχουμε περιουσιακά ζητήματα, ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με τον αυτοπροσδιορισμό και την απογραφή και πρέπει να σας πω ότι αυτά τα ζητήματα πια η Αλβανία έχει δεσμευθεί κατηγορηματικά ότι θα τα επιλύσει.
Άρα, η Ελλάδα έχει διαπραγματευτική δύναμη ισχυρή σήμερα. Αν η Αλβανία θέλει να προχωρήσει, που πιστεύω ότι θέλει να προχωρήσει κι εμείς πρέπει να θέλουμε να προχωρήσει, τότε πρέπει οριστικά να επιλύσει τα ζητήματα που αφορούν τη μειονότητα.
Άρα θα έλεγα ότι αυτή είναι μία θετική εξέλιξη, καθώς ουσιαστικά τον ροοστάτη της προόδου της Αλβανίας προς την Ευρώπη σε μεγάλο βαθμό τον καθορίζει η χώρα μας.
Νίκος Χατζηνικολάου: Έρχομαι και στη Βόρεια Μακεδονία. Είναι κοινό μυστικό ότι μετά τις τελευταίες εκλογές στη χώρα αυτή έχουμε οπισθοδρόμηση σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών. Πρόκειται για μια Συμφωνία την οποία εσείς έχετε επικρίνει στο παρελθόν, βέβαια λέγοντας προεκλογικά ότι δεν μπορεί κανείς να αποδράσει από μία διεθνή συμφωνία, είναι υποχρεωμένη η χώρα να την εφαρμόσει. Το θέμα είναι: τα Σκόπια, η Βόρεια Μακεδονία, είναι υποχρεωμένα να εφαρμόσουν τη συμφωνία αυτή; Και με ποιον τρόπο θα αντιδράσουμε στις προκλήσεις που δεχόμαστε; Είναι ήδη καιρός τώρα, μήνες τώρα, που το «Βόρεια» το ξεχνούν όπου εμφανίζονται. Εμφανίζονται ως «Μακεδονία».
Κυριάκος Μητσοτάκης: Δυστυχώς, υπάρχουν ακόμα αρκετές δυνάμεις στα Βαλκάνια που αισθάνονται ότι θα έχουν πολιτικό όφελος αν ξυπνήσουν τα παλιά φαντάσματα του βαλκανικού εθνικισμού. Και αυτό σε μεγάλο βαθμό έγινε και με τη σημερινή κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας, και στην προεκλογική περίοδο αλλά σε έναν βαθμό και μετά τις εκλογές.
Εδώ τα πράγματα είναι απολύτως σαφή. Εγώ είχα εκφράσει τις ενστάσεις μου για τη Συμφωνία των Πρεσπών, ως προς την αποδοχή της «μακεδονικής» εθνότητας και της «μακεδονικής» γλώσσας. Η Συμφωνία, όμως, ως προς το λεγόμενο «erga omnes», ότι το όνομα της χώρας είναι Βόρεια Μακεδονία, είτε η χώρα εκπροσωπείται στο εξωτερικό είτε το όνομα χρησιμοποιείται για εσωτερική χρήση, αυτό δεν αμφισβητείται, είναι ξεκάθαρο. Και δεν μπορεί η Βόρεια Μακεδονία να ξεφύγει από αυτή την πρόβλεψη. Βλέπω τους τελευταίους δύο μήνες η κυβέρνηση σε έναν βαθμό να το έχει αντιληφθεί.
Αυτό το οποίο περιμένω -όχι μόνο εγώ, γιατί το ζήτημα δεν είναι διμερές, αφορά και την Ευρώπη, σε έναν βαθμό αφορά και το ΝΑΤΟ- είναι μία πολύ ρητή δήλωση της πολιτειακής και πολιτικής ηγεσίας ότι ο σεβασμός στη Συμφωνία των Πρεσπών είναι απόλυτος και ότι το όνομα της χώρας είναι Βόρεια Μακεδονία, είτε το χρησιμοποιούν εκτός της χώρας είτε εντός της χώρας. Πιστεύω ότι κινούμαστε στη σωστή κατεύθυνση.
Και αν δείτε τι έχει γίνει και ως προς τον ευρωπαϊκό δρόμο της Βόρειας Μακεδονίας, η Αλβανία σήμερα προχωράει πιο γρήγορα και η ευρωπαϊκή προοπτική της Βόρειας Μακεδονίας είναι καθηλωμένη, γιατί έχουν και κάποια άλλα ζητήματα αντίστοιχα με τη Βουλγαρία.
Άρα, πιστεύω ότι και η χώρα αυτή θα αντιληφθεί ότι δεν είναι προς όφελος της να επιμένει σε μια γραμμή η οποία δημιουργεί ζητήματα με τον μεγαλύτερο γείτονά της, ο οποίος τυχαίνει να είναι και μεγάλος επενδυτής στη χώρα και από τον οποίο προσδοκά και στήριξη στον ευρωπαϊκό δρόμο.
Νίκος Χατζηνικολάου: Μήπως πρέπει να ενημερώσουμε τους συμμάχους μας πιο εντατικά για τη στάση της Βόρειας Μακεδονίας;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Μα το έχουμε ήδη κάνει.
Νίκος Χατζηνικολάου: Έρχομαι στα ελληνοτουρκικά. Κύριε Πρόεδρε, δέχεται κριτική η κυβέρνησή σας από τα δεξιά της ότι δεν έπρεπε να κάνει καθόλου διάλογο με την Τουρκία, ότι ο διάλογος αυτός είχε προκαθορισμένο αποτέλεσμα, ότι δηλαδή δεν θα έβγαζε τίποτα.
Θέλω να σας ρωτήσω σήμερα πού είμαστε, και μετά από μια τοποθέτηση του Τούρκου Υπουργού Άμυνας, προκλητική, επιτρέψτε μου να πω, με αμφισβήτηση και πάλι εθνικών κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, αν αισθάνεστε ότι μπορεί να ήταν λάθος αυτή η ελληνοτουρκική προσέγγιση του τελευταίου διαστήματος ή όχι και γιατί.
Κυριάκος Μητσοτάκης: Σε καμία περίπτωση. Η Ελλάδα πρέπει να συνομιλεί με την Τουρκία, και μπορεί να το κάνει από θέση ισχύος και αυτοπεποίθησης. Και αυτό θα συνεχίσω να κάνω, παρά το γεγονός ότι στο βασικό ζήτημα το οποίο έχουμε με την Τουρκία δεν έχει επέλθει καμία πραγματική σύγκλιση.
Η Ελλάδα αναγνωρίζει ότι με την Τουρκία έχει μία μεγάλη διαφορά, η οποία είναι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Τουρκία επιμένει, όπως το κάνει και εδώ και πολλά χρόνια, δεν είναι κάτι καινούργιο, να βάζει και πολλά άλλα θέματα στο τραπέζι των συζητήσεων, τα οποία η Ελλάδα δεν πρόκειται ποτέ να δεχθεί να συζητήσει.
Αυτό δεν σημαίνει, όμως, κ. Χατζηνικολάου, ότι δεν μπορούμε να συζητούμε με την Τουρκία και για άλλα ζητήματα, περιφερειακά, ζητήματα οικονομικής συνεργασίας, ζητήματα τα οποία αφορούν, για παράδειγμα, το πρόγραμμα της γρήγορης βίζας για τα νησιά μας, ζητήματα τα οποία έχουν να κάνουν με την διαχείριση των προσφυγικών ροών.
Και αν συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, που σε αυτή τη φάση είμαστε αυτή τη στιγμή, και ότι δεν μπορούμε ουσιαστικά να συζητήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος το μείζον ζήτημα στο οποίο αναφέρθηκα πριν, να γνωρίζουμε ότι τουλάχιστον μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να είμαστε σε ένα καθεστώς διαρκούς έντασης και προκλήσεων.
Νίκος Χατζηνικολάου: Κύριε Πρόεδρε, το να θέτουν διαρκώς διεκδικήσεις τους πάνω στο τραπέζι, ενώ η Ελλάδα δεν το πράττει και επιμένει ότι η μία διαφορά είναι αυτή που πρέπει να συζητηθεί, δεν μας βλάπτει μακροπρόθεσμα;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Μα η Ελλάδα δεν έχει διεκδικήσεις, δεν διεκδικεί κάτι από την Τουρκία. Διεκδικούμε να επιλύσουμε τη μία διαφορά στην οποία αναφέρθηκα. Το ότι δεν έχουμε διεκδικήσεις δεν σημαίνει….
Νίκος Χατζηνικολάου: Θέλω να πω, λέγε, λέγε, λέγε ο Τούρκος, δεν μας βλάπτει μακροπρόθεσμα;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Κοιτάξτε να δείτε, για δείτε λίγο πού ήμασταν πριν από πέντε χρόνια. Και αναφέρομαι στα πέντε χρόνια γιατί τότε με εμπιστεύτηκαν για πρώτη φορά οι Έλληνες πολίτες για το αξίωμα του Πρωθυπουργού. Αυτά τα έλεγαν και πριν οι Τούρκοι. Γκρίζες ζώνες είχαμε και πριν. Αμφισβήτηση της δυνατότητας της Ελλάδας να εξοπλίσει τα νησιά της για αμυντικούς σκοπούς είχαμε και πριν.
Δεν άλλαξε κάτι, αλλά η Ελλάδα σήμερα είναι αμυντικά πολύ πιο ισχυρή. Αυτό δεν νομίζω ότι αμφισβητείται από κανέναν, και από συμπολίτες μας ενδεχομένως οι οποίοι είναι στα δεξιά μας και μπορεί να μην μας εμπιστεύονται.
Είναι πιο ισχυρή αμυντικά, είναι πιο ισχυρή γεωπολιτικά, έχει καταφέρει να φέρει την Ευρωπαϊκή Ένωση στη γραμμή της σχετικά με το προσφυγικό, δηλαδή να φύγουμε από μία πολύ δικαιωματική λογική και να αναγνωρίσουμε ότι, με σεβασμό, προφανώς, στην προστασία της ανθρώπινης ζωής, οι χώρες, όμως, των εξωτερικών συνόρων της Ευρώπης έχουν υποχρέωση να φυλάνε τα σύνορα και να προχωρούν σε ενεργητική αποτροπή. Έχουμε πια οριοθετημένη ΑΟΖ με την Ιταλία και με την Αίγυπτο.
Όλα αυτά έγιναν σε πέντε χρόνια, ενώ ταυτόχρονα έχουμε καταφέρει -και νομίζω είναι θετικό αυτό- να κατεβάσουμε την ένταση στο Αιγαίο και να μπορούμε, να σας το πω αλλιώς, να συμφωνούμε ότι διαφωνούμε με έναν λιγότερο έντονο τρόπο.
Νίκος Χατζηνικολάου: Γιατί ανησυχούν οι δύο πρώην Πρωθυπουργοί; Βέβαια σε άλλους τόνους ο κ. Σαμαράς, σε άλλους τόνους ο κ. Καραμανλής. Δείχνουν μία έντονη ανησυχία για τον τρόπο με τον οποίον εξελίσσεται ο ελληνοτουρκικός διάλογος. Έχουμε σε κάτι υποχωρήσει; Παράδειγμα: ή Κάσος, για παράδειγμα, έχει κάποιο θέμα εκεί; Το ιταλικό πλοίο μπορεί να ζήτησε άδεια από την Τουρκία για να επιχειρήσει σε δικά μας νερά;
Κυριάκος Μητσοτάκης: Προφανώς και δεν έγινε τίποτα τέτοιο και έχει απαντηθεί πάρα πολλές φορές. Και να σας πω και κάτι, κ. Χατζηνικολάου, από ένα σημείο και πέρα είναι πάρα πολύ ενοχλητικό και προσβλητικό ως έναν βαθμό να αμφισβητείται ο πατριωτισμός ο δικός μου, του Υπουργού Εξωτερικών, διαρκώς, όταν έχουμε πει σε όλους τους τόνους τι είναι αυτό το οποίο κάνουμε και τι είναι αυτό το οποίο δεν κάνουμε.
Αν αυτό εξυπηρετεί -και δεν αναφέρομαι στους δύο τέως Πρωθυπουργούς εδώ, αναφέρομαι κυρίως στην κριτική που μας ασκείται από τα δεξιά μας-, αν αυτό το πράγμα αισθάνονται κάποιοι ότι τους δίνει κάποιους πόντους στην κοινή γνώμη -δεν καταλαβαίνω και τι θέλουν αυτοί, να πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία; Δηλαδή, δεν καταλαβαίνω ποια είναι η εναλλακτική σε αυτό το οποίο κάνουμε-, αυτό είναι δικό τους θέμα.
Εγώ ξέρω ότι η πλειοψηφία των Ελλήνων αυτό το οποίο επιζητεί είναι τα ήρεμα νερά. Θέλει να συνεχίσουμε να συζητούμε με την Τουρκία και, όπως σας είπα, αν δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, που δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή στον ορίζοντα μια τέτοια προοπτική, να σεβόμαστε, θα έλεγα, τις διαφορές μας, χωρίς να προβαίνουμε -και αυτό δεν αφορά την Ελλάδα, γιατί η Ελλάδα δεν έχει προκαλέσει ουσιαστικά ποτέ την Τουρκία, αφορά την Τουρκία-, χωρίς να προβαίνουμε σε αχρείαστες προκλήσεις.